Μας κάνει ευτυχισμένους το χρήμα; Στη σημερινή Ελλάδα, που η ανεργία αγγίζει το 30%, ο μέσος μισθός έχει μειωθεί κατά 25% και η μέση φορολογική επιβάρυνση έχει αυξηθεί κατά 30%, η συγκεκριμένη ερώτηση μάλλον ακούγεται ανόητη. Ασφαλώς το χρήμα προσφέρει ευτυχία. Ας επιστρέψουμε στο 2007: η απάντηση στην ίδια ερώτηση ήταν επίσης καταφατική, αλλά δεν ήταν αυτός ο απόλυτος παράγοντας που καθόριζε τότε την ευτυχία. Σε εποχές κρίσης, το χρήμα φέρνει μεγάλη ευτυχία στο άτομο. Σε καιρούς ευημερίας, φέρνει ευτυχία, αλλά λιγότερη σε σχέση με τις εποχές της ανέχειας. Η απάντηση συμπυκνώνεται στο ότι κάθε φορά αποζητάς αυτό που σου λείπει περισσότερο.
Τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί οικονομολόγοι ασχολήθηκαν ερευνητικά με το «παράδοξο του Πρώτου Κόσμου» ή, διαφορετικά, το «παράδοξο του Ιστερλιν», το οποίο διατύπωσε ο αμερικανός οικονομολόγος Ρίτσαρντ Ιστερλιν το 1974 και κατέδειξε ερευνητικά ότι οι κοινωνίες που παράγουν μεγαλύτερο πλούτο δεν είναι και οι πιο ευτυχισμένες κοινωνίες. Οι οικονομολόγοι αυτοί – μεταξύ των οποίων και οι διάσημοι Αμάρτια Σεν, Τζόζεφ Στίγκλιτζ, Τζον Χέλιγουελ, Ρίτσαρντ Λέιαρντ και Τζέφρι Σακς – ουσιαστικά υποστηρίζουν ότι οι περισσότερες από τις σύγχρονες οικονομικές θεωρίες έχουν την τάση να επικεντρώνονται σε πολύ στενά πράγματα και δεν προσμετρούν πολιτικούς, κοινωνικούς και φιλοσοφικούς παράγοντες.
Οι οικονομολόγοι αυτοί – και πολλοί άλλοι – έχουν αναπτύξει επιχειρήματα στη βάση των οποίων έχουν στηριχθεί τα περίφημα «οικονομικά της ευτυχίας», μια κοινωνικοπολιτική προσέγγιση του οικονομικού γίγνεσθαι που συνίσταται στο ότι ο πλουτισμός δεν είναι απαραίτητα ο δρόμος προς την ευτυχία. Οι υποστηρικτές της θεωρίας αυτής κρίνουν ότι η ευτυχία δεν βρίσκεται στην αφθονία των αγαθών, αλλά στην ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Η χρόνια επιδίωξη της απόκτησης μεγαλύτερου πλούτου δεν επιτρέπει την ανάπτυξη αληθινά καλών σχέσεων σε περιβάλλον εμπιστοσύνης και αρχών.
Οι ίδιοι ξεκαθαρίζουν πως η οικονομική ανάπτυξη μειώνει τη φτώχεια και είναι κρίσιμος παράγοντας για την ενίσχυση της ευτυχίας. Ωστόσο, αναφέρουν ότι η αύξηση του ΑΕΠ δεν οδηγεί από μόνη της στην ευτυχία, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της ισορροπημένης κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας, τόσο σε ατομικό όσο και σε συνολικό επίπεδο. Οι ίδιοι θεωρούν πως ο καπιταλισμός, στη σημερινή, παγκοσμιοποιημένη εκδοχή του, και το διαρκές κυνήγι για επιχειρηματικά και επενδυτικά κέρδη λειτουργούν εις βάρος της ευτυχίας. Ετσι, εξηγούν το παράδοξο φαινόμενο κατά το οποίο, αν και σήμερα είμαστε περίπου τρεις φορές πιο πλούσιοι οικονομικά απ’ ό,τι ήμασταν το 1960, δεν είμαστε αντίστοιχα και πιο ευτυχισμένοι.
Ο Ακμπαρ ο Μέγας (1556-1605), μογγόλος αυτοκράτορας, έλεγε ότι για να απορρίψουμε ένα λογικό επιχείρημα πρέπει να έχουμε ένα άλλο, ακόμη πιο λογικό. Προσωπικά θεωρώ ότι η συζήτηση περί οικονομικών της ευτυχίας έχει προκυκλικά χαρακτηριστικά. Είναι χρήσιμη όταν ο κύκλος είναι ανοδικός (και υπάρχει το χρήμα) και είναι περιττή όταν είναι καθοδικός (και εκλείπει το χρήμα). Δεν είναι, άλλωστε, παράδοξο ότι σε υποανάπτυκτες οικονομίες και σε φτωχές χώρες οι προσεγγίσεις αυτές δεν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος (με εξαίρεση το Μπουτάν, όπου βασικός οικονομικός δείκτης είναι αυτός της Ακαθάριστης Εθνικής Ευτυχίας και όχι το ΑΕΠ.
Η αντίληψη δε ότι η αύξηση της αγοραστικής δύναμης αντιστοιχεί με αύξηση της ευτυχίας, αν και αμφισβητείται ως επισφαλής από τους υποστηρικτές των «οικονομικών της ευτυχίας», μάλλον είναι πιο ασφαλής από όσο εκείνοι (ως επί το πλείστον αστοί ή μεγαλοαστοί οικονομολόγοι) θεωρούν. Αντιστοίχως, είναι φυσικό όταν έχεις χάσει όσα κατείχες στο παρελθόν να μην είσαι εξίσου ευτυχής στο παρόν. Ωστόσο, μεγάλη ικανοποίηση και ευτυχία προσφέρει και η σταδιακή αναπλήρωση των απωλειών. Η ίδια η αναπλήρωση θα μπορούσε να αποτελέσει έναν κρίσιμο «πολλαπλασιαστή της ευτυχίας». Αναπολήστε την Ελλάδα του 2008, των 240 δισ. ευρώ Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, και συγκρίνετέ τη με τη σημερινή Ελλάδα των 185 δισ. ευρώ ΑΕΠ. Τα 55 δισ. ευρώ που χάθηκαν από τον εθνικό πλούτο αποτελούν κατά πολλούς τη χαμένη ευτυχία μας.
Από τον Πλούταρχο ως τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο και από τον Ανταμ Σμιθ μέχρι τους σύγχρονους νομπελίστες Αμάρτια Σεν και Τζόζεφ Στίγκλιτζ, η οικονομική και η φιλοσοφική σκέψη εστιάζουν στο πόση ευτυχία φέρνει στο άτομο το χρήμα. Ωστόσο, η απάντηση δεν είναι εύκολη, αφού η ευτυχία δεν «αγοράζεται» μόνο με το χρήμα.