Τα αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών δεν είναι μονοσήμαντα, ούτε αυτονόητα, όπως πολλοί έσπευσαν να τοποθετηθούν.

Οι αναγνώσεις είναι πολλές και ιδιαιτέρως ως προς τις επιπτώσεις και τις συνέπειές τους στην ευρωπαϊκή πολιτική και κατ’ επέκταση στις ελληνικές υποθέσεις.
Η πρώτη ανάγνωση και ίσως η δημοφιλέστερη είναι αυτή της άρνησης των ιταλών να αποδεχθούν την λιτότητα των γερμανών και της ελίτ των Βρυξελλών. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή των πραγμάτων οι γείτονές μας αντιστάθηκαν με την ψήφο τους, αμφισβητώντας στην πράξη την έτσι κι αλλιώς κλονισμένη,αλλά κυρίαρχη ακόμη, πολιτική των αγορών.
Μια δεύτερη ανάγνωση μας δίνει την ευκαιρία να σκεφθούμε ότι ουσιαστικά οι ιταλοί ψήφισαν συντηρητικά, υπό το κράτος του φόβου και της ανασφάλειας των επερχόμενων.

Αθώωσαν έτσι τον Μπερλουσκόνι και ανέδειξαν σε κεντρικό παίχτη ένα πρόσωπο χωρίς πολιτική ταυτότητα, που κύριο γνώρισμά του είναι ο ασυγκράτητος λαϊκισμός.

Και μια τρίτη ανάγνωση λέει απλώς ότι οι Ιταλοί ψήφισαν λανθασμένα, χωρίς αίσθηση των βαρών που συνοδεύουν την οικονομία τους και ότι επέλεξαν παιδιάστικα χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι η χώρα τους παραδίδεται στις διαθέσεις των αδηφάγων αγορών, οι οποίες θα την οδηγήσουν στο χάος.
Ανεξαρτήτως τι επιλέγει κανείς και από ποια γωνία βλέπει και αξιολογεί τα εκλογικά αποτελέσματα, τα μηνύματα των ιταλών θα επιδράσουν ευθέως στις ευρωπαϊκές υποθέσεις.
Η Ιταλία είναι μεγάλη χώρα, από τις πλουσιότερες του πλανήτη και επίσης από τα ιδρυτικά μέλη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Αντιθέτως έχει το μέγεθος για να προκαλέσει το απόλυτο πρόβλημα στην Ευρώπη.
Κατά πάσα βεβαιότητα λοιπόν η ευρωπαϊκή ατζέντα θα επηρεασθεί από τα αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών και πιθανότατα θα αλλάξει. Η διαμόρφωση ενός σχήματος κοινής ευρωπαϊκής χρηματοδότησης θα γίνει πρώτο θέμα, όπως και η αντιμετώπιση της υπερχρέωσης θα επανέλθει στο προσκήνιο.
Το ζήτημα είναι πως θα μπορέσει να εκμεταλλευθεί η Ελλάδα τις νέες συνθήκες. Εδώ η προσαρμογή υπήρξε βίαιη, σε ελάχιστο χρόνο. Μέσα σε δύο χρόνια έγιναν αλλαγές που υπό κανονικές συνθήκες θα χρειάζονταν δέκα. Η Ελλάδα από καλύτερες θέσεις τώρα θα μπορέσει να διαπραγματευθεί το τέλος της προσαρμογής και την ενίσχυσή της με ένα ισχυρό επενδυτικό πρόγραμμα ανόρθωσης.
Οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις έχουν πλέον την δυνατότητα να διεκδικήσουν ένα σχέδιο ανασυγκρότησης, ένα ευρωπαϊκό πια σχέδιο Μάρσαλ, απαιτώντας την ελευθέρωση των παγωμένων κοινοτικών επενδυτικών πόρων και την ανακατεύθυνσή τους σε κρίσιμα έργα υποδομών που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστική θέση της χώρας.
Τώρα μπορεί να σχεδιασθεί και να απαιτηθεί ένα πρόγραμμα επενδύσεων άμεσης απόδοσης ύψους 5 δισ. ευρώ, ικανό να σταματήσει τη βύθιση και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.