Πώς ορίζεται το εξαιρετικό γεγονός; Πόση ένταση, πόση λάμψη, πόσο θόρυβο πρέπει να εκπέμπει ώστε να αφήσει το ανάλογο αποτύπωμα στη ζωή μας, να σπάσει τον κλοιό των ασήμαντων, αθόρυβων δράσεων που οριοθετούν την καθημερινότητά μας;
Η ρομαντική ευαισθησία μας έχει γαλουχηθεί να πιστεύει πως η ύπαρξή μας αποκτά σημασία μονάχα στην πυρά του μοναδικού, συναρπαστικού, ακόμη και ολέθριου συμβάντος που συγκλονίζει το είναι ως το τελευταίο μόριό του.
Περιπέτειες, μάχες, έρωτες, προδοσίες, κάθε μεγάλο πάθος που εξοβελίζει την ανία και μας εκτοξεύει στη σφαίρα του ηρωικού, του αναπάντεχου, του αιφνιδιαστικού, που μας στερεί τον εφησυχασμό και την πλαδαρότητα καλώντας μας να αναμετρηθούμε με τις δυνάμεις μας μέχρι τελικής πτώσεως, μόνο αυτά είναι σημαντικά, μόνο αυτά λαχταρούμε και πασχίζουμε να βιώσουμε, ακόμη κι αν υποσυνείδητα ξέρουμε ότι μπορεί να οδηγήσουν στον αφανισμό μας.
Ο πρώτος που αμφισβήτησε αυτή την πεποίθηση ήταν ο βέλγος συγγραφέας Μορίς Μέτερλινκ. «Θα ήταν άστοχο να παρατηρήσουμε ότι η αληθινά τραγική διάσταση της ζωής αρχίζει μόνο όταν οι αποκαλούμενες περιπέτειες, οι θλίψεις και οι κίνδυνοι έχουν εξαφανιστεί; Πρέπει να ουρλιάζουμε σαν τους Ατρείδες προτού το θείο αποκαλυφθεί μπροστά μας; Και δεν βρίσκεται ποτέ στο πλευρό μας όταν η ατμόσφαιρα είναι ατάραχη και η λάμπα καίει, απερίσπαστη; Οταν το αναλογιστούμε, δεν είναι η ηρεμία που είναι τρομερή, η ηρεμία που την παρακολουθούν τ’ αστέρια;» αναρωτιόταν το 1896 στο περίφημο δοκίμιό του «Το τραγικό στην καθημερινή ζωή».
Είναι πράγματι τρομερή η ηρεμία της Λίτσας, της ηρωίδας του «Σουέλ». Αν και η λέξη «ηρεμία» δεν της ταιριάζει ακριβώς, εφόσον η ίδια γεννήθηκε «με έμφυτο ταλέντο στη χαρά» και λαλίστατη. Παρ’ όλα αυτά, εδώ και πολλά χρόνια τίποτε δεν έρχεται να ταράξει τη ρουτίνα της μοναχικής ζωής της στην Ελευσίνα. Κάποτε είχε το κομμωτήριο και τα χτενίσματα των γυναικών να ασχολείται. Διακόσια κεφάλια διοικούσε, όπως λέει χαριτολογώντας η ίδια.
Προπαντός, όμως, πέρα και πάνω απ’ όλα είχε τον καπετάνιο Μήτσο Αυγουστή, τον έναν και μοναδικό έρωτά της, τον άνδρα στον οποίο αφιέρωσε όλες τις σκέψεις και όλες τις αισθήσεις της. Κι ας μην έγινε ποτέ ολοκληρωτικά δικός της, κι ας τον μοιραζόταν με τη γυναίκα του και κυρίως με τη θάλασσα, το μεγάλο του πάθος. Μαζί του έζησε ό,τι της έμελλε να ζήσει πιο σπουδαίο, τις ξαφνικές επισκέψεις του, τα «γιουρούσια στο κορμί» της, την τρυφερότητα και την παραφορά, τις κλεμμένες στιγμές αγάπης, ελάχιστες συνολικά, αλλά τόσο συμπυκνωμένες που αρκούσαν να φωτίζουν με τη θέρμη τους όλα τα κενά από την παρουσία του διαστήματα.
Τώρα που τη συναντάμε έχουν περάσει δώδεκα χρόνια από την τελευταία φορά που υποδέχθηκε τον καπετάνιο της. Δώδεκα χρόνια σιωπής, με τ’ άστρα να την παρακολουθούν, κι εκείνη, εξηντάρα πλέον, δεν λέει να τον ξεχάσει, ούτε μετανιώνει που δόθηκε ολόψυχα σε έναν απόντα αγαπημένο.
Κι ας θυμώνει πού και πού μαζί του: «Σουέλ είναι το βωβό κύμα. Ε, λοιπόν, σουέλ ήμουν εγώ: σαράντα χρόνια το βούλωνα» θα ομολογήσει και μετά πάλι θ’ αρχίσει να τον αναπολεί.
Μια γυναίκα απλή, καθημερινή, που σπαταλήθηκε σ’ έναν μάταιο έρωτα, που τον πλήρωσε με αμέτρητη μοναξιά αλλά δεν πτοήθηκε, δεν μαράζωσε, έμεινε πιστή στην επιλογή της και συνεχίζει να εκπέμπει αφράτη ζωτικότητα αντλώντας δύναμη από τις χιλιάδες αναμνήσεις της, αναμμένα κεριά, που δεν τ’ αφήνει ποτέ να σβήσουν. Αποδέχεται με χάρη τη μοίρα της και, αν πνίγεται κάθε τόσο σε «πανζουρλισμούς θλίψης», επιστρέφει με τα μάτια σκουπισμένα και γεμάτη χαμόγελα να αφηγηθεί μία ακόμη ιστορία για τον καπετάνιο της.
Αυτή ακριβώς την αίσθηση συλλαμβάνει με την ερμηνεία της η Ελένη Καστάνη. Και είναι κρίμα που ο σκηνοθέτης την πνίγει μέσα σε ένα κυριολεκτικό, μικροαστικό σαλόνι, με βάζα, σεμεδάκια και καλύμματα καναπέ (σκηνικά Κωνσταντίνος Ζαμάνης), τα τελευταία αντικείμενα που χρειάζεται η φαντασία μας για να αναπνεύσει, μια τόσο ξεπερασμένη σκηνογραφική ματιά που δεν νοιάζεται να αναδείξει καμία από τις κρυφές πτυχές της ψυχοσύνθεσης της ηρωίδας (δόξα τω Θεώ, είναι πολλές).
Το τελειωτικό χτύπημα επιφέρει η μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα, εξίσου παρελθοντολάγνα, αλλά προπαντός γλυκερή, που έρχεται να μπουκώσει τις πιο δραματικές στιγμές με μελοδραματική υπογράμμιση, να κάνει δηλαδή το συγκινητικό δακρύβρεχτο και να λειτουργήσει εν τέλει απωθητικά. Η Λίτσα –που ο σκηνοθέτης είχε την πρωτότυπη ιδέα να την «κλέψει» από το μυθιστόρημα και να την φέρει στο προσκήνιο –δεν χρειάζεται όλες αυτές τις πατερίτσες για να σταθεί, όπως δεν χρειάζεται και τον άχαρο, βωβό ακροατή επί σκηνής (τον γιο του καπετάνιου), εντελώς αμήχανο εύρημα, για να μας γοητεύσει.
Εχοντας τον λόγο της Καρυστιάνη και το πληθωρικό υποκριτικό εκτόπισμα της Καστάνη, ο σκηνοθέτης θα μπορουσε να έχει δουλέψει περισσότερο με αυτά, με τις εναλλαγές και τις διακυμάνσεις τους, και όχι με τις περιττές διακοσμήσεις που πλακώνουν το υλικό του.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ