Μισή η γνωμική φράση του τίτλου αρμόζει καλύτερα στη συγκεκριμένη περίσταση. Η αφορμή της εντοπίζεται στην επικείμενη κυκλοφορία του τελευταίου βιβλιαρίου της σειράς «Γραφή και ανάγνωση» (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ), αφιερωμένου στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Προηγήθηκαν άλλα πέντε, αρχίζοντας με τον Σολωμό και τον Καβάφη, προχωρώντας στον Σεφέρη και στον Ελύτη και καταλήγοντας στο ζεύγος Σινόπουλου – Σαχτούρη. Η καθυστερημένη δημοσίευση των μελετημάτων για τον Ρίτσο βγήκε, για να το πω έτσι, σε καλό: προσαύξησε το περιεχόμενο του βιβλίου και βελτίωσε τη σύνταξή του, με αποτέλεσμα να αναδειχθεί καλύτερα η ιδιαίτερη φυσιογνωμία του ποιητή.
Μοιράστηκαν καταρχήν τα μελετήματα στα δύο, καθώς στον κορμό έχει προστεθεί τώρα ένα σημαντικό επίμετρο. Στο οποίο συντάσσονται τρία ερμηνευτικά κείμενα (του Πάνου Θασίτη, της Χρύσας Προκοπάκη, και το δικό μου) και δύο πρωτότυπα αυτοσχόλια του Ρίτσου. Και τα πέντε ανήκουν στην ιστορική εκείνη Πολυκριτική για τον ποιητή, που δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού η Συνέχεια τον Φεβρουάριο του 1973. Επεται, δείγματος χάριν, απόσπασμα από το δεύτερο αυτοσχόλιο του Ρίτσου, που αφορά ειδικότερα τις συλλογές Καθρέφτης και Θυρωρείο:
«Με το πέρασμα του χρόνου διακρίνω όλο και καθαρότερα πως η δουλειά μου, στην εξέλιξή της και στην άσκησή της, τείνει να καταλήξει (όχι εμπρόθετα και προγραμματισμένα) σε μια κωμικοποίηση, σ’ έναν εξευτελισμό, στην εκμετάλλευση κάθε νυχτερινού και ημερινού εφιάλτη, γενικότερα του θανάτου. Αν υπάρχει εδώ κάποια λύτρωση, δεν είναι άλλη απ’ αυτό το ελάφρωμα της βαρύτητας του πόνου και του φόβου (φυσικού, ηθικού, κοινωνικού) με μια ελεγχόμενη ειρωνεία των »ιστορικών» μας παραισθήσεων […] Ετσι το αναπότρεπτα τραγικό γίνεται γελοιογραφικό ή παραδοξολογικό –δηλαδή αντικειμενικά απόμακρο».
Τα τρία εξάλλου κείμενα που συμπληρώνουν το Επίμετρο επικοινωνούν μεταξύ τους. Το πρώτο, υπό τον τίτλο «Η ποίηση και ο ποιητής», προτείνει τον όρο «πολυκριτική» ως μέθοδο πολλαπλής κριτικής για έργα μείζονος σημασίας, όπως είναι η πολύτροπη ποιητική παραγωγή του Γιάννη Ρίτσου.
Το δεύτερο κείμενο του Πάνου Θασίτη, με την επιγραφή «Η μεγάλη δύναμη», έχει, πιστεύω, θεμελιακή σημασία, στον βαθμό που αναγνωρίζει στην περίπτωση του Γιάννη Ρίτσου τη σπάνια και αποτελεσματική διασταύρωση του συντελεστή της ποιητικής έκτασης με τον συντελεστή της ποιητικής έντασης. Εξηγώντας έτσι την εναλλαγή διαστολής και συστολής του ποιητικού λόγου, τόσο στο σύνολο όσο και στα μέρη της ποιητικής παραγωγής του Ρίτσου, που ξενίζει συνήθως με τον όγκο της.
Το τρίτο, τέλος, κείμενο της Χρύσας Προκοπάκη (σε αποσπασματική εδώ σύνοψη) αντιμετωπίζει το αντιθετικό ζεύγος «ελευθερία και αναγκαιότητα» στην αρχαιόθεμη σύνθεση Φιλοκτήτης του ποιητή, ως ιδεολογικό και ποιητικό δίλημμα, το οποίο στην προκειμένη περίπτωση αίρεται με μια γενναία απόφαση εξόδου του ήρωα από τη στοχαστική μοναξιά του.
Δύο μελετήματα του κορμού δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά: Τα μικρά ομηρικά και ο Τειρεσίας. Απρόβλεπτη μάλλον η μικροσκοπική διασταύρωση του Ρίτσου με τα δύο ομηρικά έπη, αποδείχνεται συγχρόνως και παραβατική. Η παράβαση είναι προφανής στο ποίημα «Μετά την Τροία», το οποίο παρατίθεται:

Κλειστές οι πόρτες πια στη γενναιοδωρία των άστρων. / Τα παιδιά έχουν μεγαλώσει. Οι άλλοι έχουν φύγει. / Στο μικρό δωμάτιο μια κούκλα σπασμένη. / Το ξύλινο αλογάκι του Νεοπτόλεμου έχει μείνει / στον σκοτεινό διάδρομο με τ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια. / Κανένας δεν το καβαλικεύει πια. Και τ’ άλλο, το μεγάλο, το κούφιο, / το κατοικούν κατσαρίδες κι αράχνες, δεν ξεγελάει / ούτε εχθρούς ούτε φίλους. Οι αλλοτινές σημαίες στο μπαούλο / μαζί με τ’ αποκριάτικα ρούχα, χωρίς ναφθαλίνη, / θα τα φάει ο σκόρος. Τι ωραία που το ‘πε / εκείνος ο τρελός φιλόσοφος μιαν άγρια νύχτα: / «ανέβασα τη στάχτη μου στο βουνό» και σώπασε / για πάντα…
(σημείωση: ο υπονοούμενος τρελός φιλόσοφος είναι ο Ζαρατούστρα του Νίτσε).
Οσο για τον Τειρεσία, την πιο στοχαστική αρχαιόθεμη σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου (ισότιμη κατά τη γνώμη μου, με τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Ελιοτ ή τις Ελεγείες του Ντουίνο του Ρίλκε), ο περιορισμένος χώρος δεν αφήνει περιθώριο για επισχόλια. Αντ’ αυτού αντιγράφονται μόνον κάποιοι στίχοι, που δείχνουν από ποιο βάθος αναδύεται εδώ η ποιητική φωνή του Γιάννη Ρίτσου:

Ομορφα που βραδιάζει. Καλοσυνάτος ίσκιος, / ανάμεσα σε μας, στα σύμβαντα και στα πράματα / γλυκά γεράματα της μέρας, σιωπηλή μακρυνότητα, / άχνα τριανταφυλλένια από πανάρχαιο αίμα / βάφει τα σπίτια και τους δρόμους. […] Χρόνος αργός, ανύπαρκτος, μαλακός χρόνος, τελειωμένος // Πού φτάσαμε αλήθεια; Πού βρισκόμαστε; / Γεροντικός καιρός. Ησυχία. Ούτε μαύρο ούτε άσπρο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ