Τα τελευταία χρόνια βιώνουμε ως κοινωνία την αποκάλυψη στρεβλώσεων που, επί σειρά ετών, οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια την οικονομία της χώρας σε κρίση. Μια από τις επιμέρους περιοχές που θεωρείται ότι συνδέεται με τη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας αφορά την Ερευνα, για την οποία διατίθεται στην Ελλάδα ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά του ΑΕΠ σε σύγκριση με τις αναπτυγμένες χώρες.
Ωστόσο, όπως δείχνουν τα δεδομένα της τελευταίας περιόδου, η οικονομική κρίση δεν συνιστά κατ’ ανάγκην εμπόδιο στην επιστημονική έρευνα. Στον χώρο της Υγείας και ιδίως στο πεδίο των κλινικών μελετών, η υιοθέτηση ενός νέου τρόπου αντιμετώπισης των σχετικών προτάσεων από την αρμόδια επιτροπή είχε αποτέλεσμα μια αύξηση των πόρων για Ερευνα, αλλά και μια επιτάχυνση των σχετικών διαδικασιών, που επί σειρά ετών καθιστούσαν απαγορευτική οποιαδήποτε ερευνητική πρωτοβουλία για την Ελλάδα. Είναι αξιοσημείωτο ότι η μείωση του χρόνου έγκρισης των προτάσεων στα επίπεδα των περίπου 30 ημερών έγινε χωρίς καμία θεσμική παρέμβαση. Αποτέλεσμα: ενδυνάμωση της ερευνητικής κουλτούρας, ενίσχυση της απασχόλησης στα επαγγέλματα που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με αυτή και, τελικά, έσοδα για τη χώρα που προσεγγίζουν τα 100 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Σημειώνεται μάλιστα ότι οι δυνατότητες για περαιτέρω διείσδυση της Ελλάδας στο πεδίο των κλινικών μελετών είναι μεγάλη, καθώς οι πόροι που δαπανώνται παγκοσμίως για έρευνα και ανάπτυξη νέων φαρμάκων είναι διαρκώς αυξανόμενοι. Ενδεικτικό είναι ότι, μόνο για τον καρκίνο, το 2012 βρίσκονταν σε ανάπτυξη πάνω από 900 σκευάσματα, ενώ από τις περίπου 3.000 νέα φάρμακα που βρίσκονται σε ανάπτυξη το 1/3 είναι βιοτεχνολογικά.
Επιπλέον, η απλούστευση του σχετικού πλαισίου σύμφωνα και με την πρόταση της Εθνικής Επιτροπής Δεοντολογίας μπορεί να τονώσει ακόμη περισσότερο τις ερευνητικές προσπάθειες, με πολλαπλά οφέλη τόσο για τους εμπλεκόμενους φορείς όσο και για τους ασθενείς. Αλλωστε εκτιμάται ότι οι ερευνητικές δυνατότητες της χώρας είναι ικανές να υποστηρίξουν τριπλασιασμό των πόρων για κλινική έρευνα, προσεγγίζοντας τα επίπεδα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως π.χ. η Αυστρία, η Πολωνία, η Φινλανδία κ.ά. Ωστόσο για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο θα απαιτηθεί, πέρα από την απλούστευση και ομογενοποίηση των σχετικών διαδικασιών, η ενεργός συμμετοχή των συλλόγων ασθενών και των ιατρικών επιστημονικών εταιρειών, καθώς και η ανάδειξη και επιβράβευση από το κράτος των μονάδων κλινικής αριστείας.
Ο κ. Κυριάκος Σουλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Υγείας στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.