Τι χαρακτηρίζει μια δυναμική κοινωνία σήμερα; Κάποιοι θα έλεγαν ότι τα βασικά γνωρίσματά της είναι η ευελιξία και η ελαστικότητα που αναδείχτηκαν τις τελευταίες δεκαετίες σε έννοιες φετίχ και μοχλούς αλλαγής. Παλαιότερα συνέκριναν τους διαφορετικούς ρυθμούς πόλεων, σήμερα συγκρίνουν τους βαθμούς ευελιξίας οικονομιών και κοινωνιών. Ελαστικότητα στις εργασιακές σχέσεις, στην απασχόληση και στις ηλικίες συνταξιοδότησης, ευέλικτες δομές υπηρεσιών και μορφές ασφάλισης, ευέλικτα ωράρια και προγράμματα σπουδών κτλ. Λίγοι πια εργαζόμενοι παραμένουν στο ίδιο επάγγελμα για όλο τον εργασιακό τους βίο. Συνήθως αλλάζουν δουλειές, απολύονται πιο συχνά ή έχουν εργασιακά διαλείμματα. Η διαρκής αναδόμηση (restructuring) και η απορρύθμιση (deregulation) είναι οι μηχανισμοί των δυναμικών και «ευέλικτων κοινωνιών» που προωθούν την απλοποίηση και τον συνεχή έλεγχο της απόδοσης των λειτουργιών τους. Από τις ευέλικτες κοινωνίες απουσιάζει η έννοια της μονιμότητας, αλλά και της διαθεσιμότητας. Ολόκληρες υπηρεσίες, σχολεία και κολέγια καταργούνται εν μια νυκτί και ξανανοίγουν ζητώντας από τους απολυμένους υπαλλήλους ή διδάσκοντες να διεκδικήσουν ξανά τις νέες και περιορισμένες θέσεις εργασίας, οι οποίες επαναπροκηρύσσονται με απαιτητικότερες προδιαγραφές.
Ποιο όμως είναι το εναλλακτικό κοινωνικό μοντέλο; Είναι οι «ευέλικτες κοινωνίες» μετανεοτερικές και στραμμένες στο μέλλον, ενώ οι αδρανείς και στατικές κοινωνίες προσκολλημένες σε πρακτικές του παρελθόντος; Τι εκτόπισαν η ευελιξία και η ελαστικότητα; Την οργανωτική ακαμψία, τη γραφειοκρατία, την επανάπαυση ή την εργασιακή κατοχύρωση; Είναι η ελαστικότητα συνώνυμη με την κατάργηση ρυθμίσεων, την κοινωνική ρευστότητα, τις διαρκείς μεταθέσεις ή αντίθετα συμβάλλει στη διαρκή εγρήγορση και επιμόρφωση; Μπορεί μια κοινωνία να αντισταθεί στην ευελιξία ή αδήριτα πρέπει να προσαρμοστεί; Μήπως ευνοεί τους νέους και πλήττει περισσότερο τους ηλικιωμένους ως λιγότερο ευπροσάρμοστους; Ως ποιο βαθμό η ευελιξία οδηγεί σε βραχυπρόθεσμες λύσεις και όχι σε σχεδιασμούς και προβλέψεις μακράς πνοής, όταν ακόμη και στον επιστημονικό χώρο κάποιες ειδικότητες υποβαθμίζονται ή εκλείπουν, επειδή δεν έχουν ζήτηση, και όταν κάποτε επανέρχονται στο προσκήνιο, είναι αργά πια να βρεθούν οι ειδικοί; Αμφισβητεί εν τέλει την πείρα και την εμβάθυνση με την ταχύτατη εναλλαγή εργαζομένων, που δεν προλαβαίνουν να γνωρίσουν καλά ένα πόστο και αλλάζουν δουλειά; Γίνεται μια κοινωνία πιο ευέλικτη απλώς με νομοθετικές απελευθερώσεις και μεταρρυθμίσεις ή απαιτούνται βαθύτερες νοοτροπιακές και πολιτισμικές διεργασίες; Αυτά είναι ερωτήματα τα οποία σηκώνουν αρκετή συζήτηση και δεν μπορούν να απαντηθούν εδώ.
Το βέβαιο είναι ότι η ευελιξία και η ελαστικότητα αυξάνουν την κινητικότητα και τα ρίσκα μιας κοινωνίας και ως εκ τούτου χρειάζονται και οι κατάλληλες ζώνες ασφαλείας. Οσο πιο ευέλικτη είναι μια κοινωνία τόσο περισσότερο αυξάνει και ο βαθμός ανασφάλειας των μελών της. Στις «ευέλικτες κοινωνίες» οι άνθρωποι ασφαλίζονται για τα πάντα (ταξίδια, περίθαλψη, απώλεια εργασίας κτλ.), ενώ στις λιγότερο ευέλικτες αυτό δεν συμβαίνει. Η οικογένεια, το κράτος-τροφός ή η συντεχνία αναλαμβάνουν αυτό τον ρόλο. Ευελιξία και ανασφάλεια συμβαδίζουν, καθώς η αυξημένη ευελιξία μιας κοινωνίας δημιουργεί την ανάγκη για ένα ισχυρότερο δίχτυ κοινωνικής προστασίας.
Μέχρι πρόσφατα οι Ελληνες αντιμετώπιζαν τη συνταξιοδότηση ως ασφαλή όαση και δεν έβλεπαν την ώρα για να βγουν στη σύνταξη. Οι «ευέλικτες κοινωνίες» όχι μόνο επιμηκύνουν τον εργασιακό βίο, αλλά καταργούν και τη σαφή διάκριση εργασίας και αφυπηρέτησης, προωθώντας συνδυασμούς ταυτόχρονης μερικής εργασίας και συνταξιοδότησης. Στη Βρετανία τον Δεκέμβριο του 2012 το ένα τρίτο των άνω των 65 εξακολουθούσαν να εργάζονται και αυτό το ποσοστό προβλέπεται να αυξηθεί. Μετατοπίζεται έτσι το κέντρο βάρους από τις συντάξεις στη μέριμνα για διαρκή επανακατάρτιση και εργασιακή επανένταξη, απλώνοντας το όποιο δίχτυ ασφάλειας σε όλη την έκταση του εργασιακού βίου, που γίνεται όλο και πιο ρευστός και αβέβαιος, με αποτέλεσμα οι συνταξιούχοι να περνούν σε δεύτερη μοίρα.
Οι αδρανείς, στατικές κοινωνίες είναι τελεολογικές, δίνοντας την έμφαση στη δύση του βίου και βλέποντας τον εργασιακό βίο να καταλήγει στη σύνταξη ως απάνεμη γη της επαγγελίας. Οι δυναμικές και ευέλικτες κοινωνίες είναι εμπροσθοβαρείς. Δεν αντιμετωπίζουν τον εργασιακό βίο γραμμικά, προσθετικά και τελεολογικά αλλά με πισωγυρίσματα, νέες εκκινήσεις, ριζικές μεταστροφές, εξάρσεις και σκαμπανεβάσματα. Καθώς η Ελλάδα απομακρύνεται από μια μακρά περίοδο σταθερότητας και διαρκούς ανάπτυξης μετά τη Μεταπολίτευση και εισέρχεται στα τρικυμιώδη νερά της ευελιξίας και της εργασιακής ελαστικότητας, τούτο σημαίνει και αναθεώρηση των προτεραιοτήτων όσον αφορά την κοινωνική ασφάλεια. Πού θα δοθεί η έμφαση: στην επέκταση των επιδομάτων ανεργίας, στην επανακατάρτιση των ανέργων και την παράταση του εργασιακού βίου, στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ή στις συντάξεις; Η αυξανόμενη ευελιξία μιας κοινωνίας προϋποθέτει αναγκαστικά επιλογές, γιατί διευρύνει και αυξάνει τα μέτωπα της κοινωνικής ανασφάλειας. Πόσο όμως μπορεί να αντέξει μια κοινωνία το άγχος της ανασφάλειας, καθώς τα επίπεδα του στρες στις ευέλικτες κοινωνίες, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, είναι ανησυχητικά υψηλά; Οι θιασώτες της ελαστικότητας και της ευελιξίας φαίνεται να παραβλέπουν το ψυχολογικό τους κόστος και πόσο καθοριστικό είναι αυτό για την κοινωνική ευημερία.
O κ. Δημήτρης Tζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Aγγλίας.



ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ