Ένα κακό και ένα καλό νέο στέλνουν οι ειδικοί σε ό,τι αφορά τη γρίπη – η οποία μάλιστα έχει επανακάμψει δριμύτερη στη χώρα μας μετρώντας ήδη 12 νεκρούς. Ας αρχίσουμε από τα κακά: ανάλυση που διεξήγαγε η αμερικανική κυβέρνηση σχετικά με το εφετινό εποχικό εμβόλιο της γρίπης έδειξε ότι αυτό ήταν αποτελεσματικό μόνο στο 56% των ατόμων που το έλαβαν. Μέσα σε αυτό το γκρίζο τοπίο έρχονται όμως και τα καλά νέα από διεθνή ομάδα ειδικών η οποία ανέπτυξε έναν νέο τύπο αντι-ιικού φαρμάκου το οποίο μπορεί να βάλει «φρένο» σε ανθεκτικά στελέχη του ιού της γρίπης.

Η αναποτελεσματικότητα του εμβολίου

Με δεδομένο ότι το εμβόλιο αποτελεί τη μόνη αποτελεσματική στρατηγική πρόληψης μιας πανδημίας γρίπης, τα νέα αμερικανικά στοιχεία είναι άκρως ανησυχητικά.

Σύμφωνα με αυτά, τα οποία αφορούσαν τις ΗΠΑ και δόθηκαν στη δημοσιότητα από τα αμερικανικά Κέντρα για τον Ελεγχο και την Πρόληψη των Ασθενειών (CDC), το εμβόλιο προστάτευσε συνολικά το 56% των ατόμων που το έλαβαν ενάντια στον τύπο Α και στον τύπο Β της γρίπης. Ηταν πιο αποτελεσματικό ενάντια στον τύπο Β προστατεύοντας το 67% των εμβολιασμένων ατόμων. Ωστόσο ενάντια στον τύπο Α του ιού της γρίπης (στέλεχος Η3Ν2, το οποίο είναι από τα κυκλοφορούντα στελέχη εφέτος στο βόρειο ημισφαίριο) η προστασία που προσέφερε το εμβόλιο δεν ξεπερνούσε το 47%.

Ακόμη χειρότερα ήταν τα αποτελέσματα στα ηλικιωμένα άτομα. Σε ό,τι αφορούσε τον τύπο Α (στέλεχος Η3Ν2) του ιού της γρίπης το εμβόλιο προσέφερε προστασία μόλις στο 9% των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω – την ίδια στιγμή προστάτευσε το 46%-58% των ατόμων ηλικίας έξι μηνών ως 64 ετών. Σύμφωνα με τους ειδικούς των CDC, αυτό προφανώς οφείλεται στο γεγονός ότι το ανοσοποιητικό σύστημα των ηλικιωμένων έχει μικρότερη ανοσολογική απόκριση στα εμβόλια λόγω του ότι είναι αποδυναμωμένο.

Σε κάθε περίπτωση είναι άμεση η ανάγκη ανάπτυξης αποτελεσματικότερων εμβολίων, όπως ανέφερε ο διευθυντής των CDC δρ Τόμας Φρίντεν. «Απλώς χρειαζόμαστε ένα καλύτερο εμβόλιο ενάντια στη γρίπη, ένα εμβόλιο που θα είναι πιο αποτελεσματικό και με μεγαλύτερη διάρκεια». Σημειώνεται ότι, όπως αναφέρουν οι ειδήμονες, η αποτελεσματικότητα των εμβολίων της γρίπης κυμαίνεται γενικώς στο 50%-70%, ωστόσο το συγκεκριμένο εμβόλιο φαίνεται να «ακροβατεί» στα κατώτατα όρια αποτελεσματικότητας.

Τα στοιχεία αυτά βασίστηκαν σε παρακολούθηση 2.697 παιδιών και ενηλίκων που συμμετείχαν στο αμερικανικό Δίκτυο για την Αποτελεσματικότητα του Εμβολίου της Γρίπης από τις 3 Δεκεμβρίου 2012 ως τις 19 Ιανουαρίου 2013. Οι υπεύθυνοι των CDC υπογράμμισαν ότι τα στοιχεία αυτά πιθανότατα θα αλλάξουν ως το τέλος της τρέχουσας σεζόν της γρίπης καθώς θα έχουν συλλεχθεί δεδομένα από περισσότερα άτομα.

Το νέου τύπου αντι-ιικό φάρμακο

Εως ότου αναπτυχθεί ένα αποτελεσματικότερο εμβόλιο για τη γρίπη, η τελευταία γραμμή «άμυνας» σε περίπτωση πανδημίας είναι τα αντι-ιικά φάρμακα. Ωστόσο τα δύο διαθέσιμα τέτοιου είδους φάρμακα για τη γρίπη (Tamiflu, Relenza) παρουσιάζουν επίσης μειωμένη αποτελεσματικότητα καθώς o ιός έχει εμφανίσει σημαντική ανθεκτικότητα εναντίον τους – κυρίως εξαιτίας της κατάχρησής τους. Οσο περισσότερο εκτίθεται ο ιός της γρίπης στα φάρμακα – ας σημειώσουμε ότι σε κάποιες χώρες οι θεραπείες αυτές χρησιμοποιούνται και προληπτικά σε ορισμένες ομάδες του πληθυσμού – τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες ώστε να βρίσκει τρόπους να «δραπετεύει» από αυτές. Η μελέτη σχετικά με την ανάπτυξη ενός νέου τύπου αντι-ιικού φαρμάκου δημιουργεί λοιπόν αισιοδοξία.

Ο νέος τύπος αντι-ιικού φαρμάκου αναπτύχθηκε από ερευνητικές ομάδες στον Καναδά, στη Βρετανία και στην Αυστραλία. Η καινούργια ουσία προσδένεται σε ένα ένζυμο στην επιφάνεια του ιού της γρίπης που ονομάζεται νευραμινιδάση. Το ένζυμο αυτό έχει ως «καθήκον» να σπάει τους δεσμούς του ιού της γρίπης και του ανθρώπινου κυττάρου επιτρέποντας έτσι στον ιό να … ταξιδέψει και να μολύνει και άλλα κύτταρα. Μπλοκάροντας τη δράση του ενζύμου ο ιός δεν μπορεί να εξαπλωθεί.

Πειράματα σε ποντίκια έδειξαν ότι το φάρμακο ήταν αποτελεσματικό ενάντια σε στελέχη του ιού της γρίπης τόσο τύπου Α όσο και τύπου Β τα οποία εμφανίζουν ανθεκτικότητα στις δύο υπάρχουσες αντι-ιικές θεραπείες για τη γρίπη, όπως αναφέρεται σε σχετική δημοσίευση στην επιθεώρηση «Science». Οι ερευνητές συνεχίζουν τώρα τα πειράματά τους σε άλλα είδη ζώων.

Η νέα κατηγορία στην οποία ανήκει το φάρμακο ονομάζεται DFSA. Τα φάρμακα της κατηγορίας προσδένονται μονίμως στο ένζυμο του ιού σταματώντας τη δράση του και μαζί της την εξάπλωση της γρίπης σε άλλα κύτταρα. Και τα υπάρχοντα αντι-ιικά φάρμακα βασίζονται στην ίδια φιλοσοφία. Ωστόσο η διαφορά των DFSAs είναι ότι επιτυγχάνουν τον «αφοπλισμό» του ενζύμου με τρόπο ώστε ο ιός να μην μπορεί να εμφανίσει ανθεκτικότητα στο φάρμακο χωρίς να βγει και ο ίδιος «εκτός μάχης».

Ο επικεφαλής της μελέτης καθηγητής Στιβ Γουίδερς από το Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας ανέφερε: «Ο φαρμακευτικός παράγοντάς μας χρησιμοποιεί την ίδια προσέγγιση με τις υπάρχουσες θεραπείες για τη γρίπη αποτρέποντας τη νευραμινιδάση από το να κόψει τους δεσμούς με το μολυσμένο κύτταρο. Η διαφορά είναι όμως ότι προσδένεται σε αυτό το ένζυμο της νευραμινιδάσης σαν ένα σπασμένο κλειδί που έχει κολλήσει στην κλειδαριά, καθιστώντας τον ιό άχρηστο».

Aπό την πλευρά του ο δρ Αντριου Βατς από το Πανεπιστήμιο του Μπαθ που ήταν εκ των συγγραφέων της καινούργιας μελέτης υπογράμμισε ότι «το φάρμακό μας είναι πιο αποτελεσματικό σε ανθεκτικά στελέχη του ιού παρά σε εκείνα που δεν εμφανίζουν ανθεκτικότητα. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ότι δρα μέσω ενός εντελώς διαφορετικού μηχανισμού σε σύγκριση με τις υπάρχουσες θεραπείες». Σύμφωνα με τους ερευνητές θα παρέλθουν έξι ως επτά έτη προτού η θεραπεία αυτή φθάσει στην αγορά.