Πάει με ένα συγκεκριμένο στόχο στην Τουρκία: την βελτίωση των ήδη καλών γερμανοτουρκικών οικονομικών σχέσεων. Γι αυτό και η Άνγκελα Μέρκελ παίρνει μαζί της τους επικεφαλής των 15 ισχυρότερων γερμανικών πολυεθνικών στους τομείς της ενέργειας, των μηχανοκατασκευών, της αεροναυπηγικής, των χρηματιστικών συναλλαγών και της υψηλής τεχνολογίας.
Αυτό προμηνύει αύξηση των γερμανικών επενδύσεων στην Τουρκία, που φτάνουν ήδη τα 7 δισεκατομμύρια ευρώ, καθώς και των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δυο χωρών, που ξεπερνούν τα 30 δισ. «Η Γερμανία είναι ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας» έλεγε χθες εκπρόσωπος της καγκελαρίας. Η επίσκεψη της καγκελάριου την ερχόμενη Κυριακή και Δευτέρα θα δώσει πρόσθετη ώθηση στην οικονομική συνεργασία τους.
Όχι όμως και στην πολιτική. Σε αυτήν κυριαρχεί η κρίση. Και σε αυτό ευθύνεται πριν από όλα η κ.Μέρκελ, η οποία βάζει πόδι στο τουρκικό «όραμα του αιώνα», ήτοι στην ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η καγκελάριος κάνει ότι μπορεί για να την αποτρέψει, παρόλο που δέχεται – pacta sunt servanta, οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται! – τη συνέχιση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Οι διαπραγματεύσεις αυτές, που είχαν συνομολογηθεί προτού αναλάβει η ίδια την καγκελαρια, έχουν, όπως συμφώνησαν οι δυο πλευρές, «ανοικτό τέλος» – δεν αποκλείουν δηλαδή το ενδεχόμενο της μη ένταξης.
Ακριβώς αυτή η διφορούμενη στάση της κ.Μέρκελ (σε συνδυασμό με τα βέτο στην ενταξιακή πορεία που έβαζε μέχρι πρότινος η Γαλλία και εξακολουθεί να βάζει μέχρι σήμερα η Κύπρος) προκαλεί μια πρωτοφανή στασιμότητα στην εξέλιξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Εδώ και δυόμιση χρόνια, οι διαπραγματεύσεις για τα συνολικά 35 κεφάλαια, που συμπεριλαμβάνουν τους όρους ένταξης, λιμνάζουν. Από τότε που έγινε η έναρξή τους, το 2005, έχει κλείσει μόνο ένα από αυτά (για την επιστήμη και την τεχνολογία), 13 άλλα προχωρούν σε ρυθμό «χελώνας».
Τα πράγματα δεν είναι βέβαια στατικά. Η Τουρκία μπορεί να ελπίζει με το άνοιγμα ενός νέου κεφαλαίου τις προσεχείς εβδομάδες (για την περιφερειακή πολιτική) χάρη στο γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος δείχνει διατεθειμένος να χαλαρώσει την σκληρή πολιτική (όμοια με εκείνη της κ.Μέρκελ) που ακολουθούσε ο προκάτοχός του Νικολά Σαρκοζί. Ήδη την περασμένη Πέμπτη, ο τούρκος υπουργός ευρωπαϊκών υποθέσεων Έγκεμεν Μπάγκις σχεδίασε με το γάλλο ομόλογό του Μπερνάντ Καζενέβ τα επόμενα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Ορισμένοι δημοσκόποι αποδίδουν το «Nein» της κ.Μέρκελ σε ιδεολογικούς (θρησκευτικούς) και ψηφοθηρικούς λόγους. «Οι περισσότεροι γερμανοί ψηφοφόροι, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, είναι κατά της ένταξης, και προς αυτούς προσανατολίζεται , για να διατηρήσει την εξουσία της, η καγκελάριος» λέει ένας από αυτούς. Έτσι όμως, προσθέσει, της διαφεύγον άλλες πολύ πιο σημαντικές όψεις του ζητήματος. Η Τουρκία, ένα πολυσύνθετο θέμα, παραμένει γι αυτήν γρίφος.
Άλλοι όμως δεν εννοούν να την καταλάβουν. Η διάθεση των ψηφοφόρων, λένε, εκτός του ότι αλλάζει συχνά, δεν μπορεί να αποτελέσει τον αποφασιστικό λόγο για τη λήψη τέτοιων αποφάσεων. Η βάση τους θα πρέπει να είναι αποκλειστικά τα στρατηγικά συμφέροντα της Γερμανίας και της Ευρώπης.
Ως παράδειγμα προς μίμηση φέρνουν τον σοσιαλδημοκράτη Γκέργχαρτ Σρέντερ, ο οποίος κατά την κατά τη διάρκεια της καγκελαρίας του (1998-2005) προώθησε όσο κανένας άλλος την ένταξη. Η τελευταία, έλεγε τις προάλλες ο ίδιος, είναι σήμερα ακόμα πιο επιτακτική λόγω της φοβερής ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας – η οποία, σε περίπτωση ένταξης, θα έδινε φτερά και στην ευρωπαϊκή.
Στους οικονομικούς προστίθενται και πολιτικοί λόγοι: «Η συμβίωση του μη φονταμενταλιστικού Ισλάμ με τις αξίες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού στην Τουρκία θα μπορούσε να χρησιμέψει ως μοντέλο και για άλλες μουσουλμανικές χώρες» πρόσθεσε κάνοντας σαφή αναφορά στην «αραβική άνοιξη». Αν το μοντέλο αυτό έβρισκε ευρύτερη διάδοση, θα άλλαζε αμέσως προς το καλύτερο η σχέση μεταξύ του δυτικού και του ισλαμικού κόσμου.
Παρόμοια είναι και η στάση της σημερινής ηγεσίας των Σοσιαλδημοκρατών. Και είναι βέβαιο, ότι σε περίπτωση που θα έλθουν οι ίδιοι στην εξουσία, θα προωθήσουν εκ νέου την ένταξη – χωρίς να πάρουν υπόψη τις όποιες αντιρρήσεις των ψηφοφόρων.
Πέρα όμως από την ένταξη, η Τουρκία δημιουργεί και γι άλλους λόγους προβλήματα στο Βερολίνο. Κι αυτό, επειδή, ως περιφερειακή υπερδύναμη, , συμπεριφέρεται με προκλητικό «τσαμπουκά» στους κοντινούς και μακρινούς γείτονές της – στο Ιράκ (λόγω των Κούρδων), στο Ισραήλ (το οποίο υποστηρίζει σχεδόν χωρίς όρους η Γερμανία), ή στην Κύπρο (λόγω, τελευταία, και των κοιτασμάτων φυσικού αερίου).
Σε όλες αυτές τις διενέξεις, η γερμανική κυβέρνηση προσπαθεί να επέμβει «πυροσβεστικά» – χωρίς όμως πραγματικά να τα καταφέρνει. Το ντε φάκτο «όχι» της στην ένταξη κάνει την Άγκυρα να «μουλαρώνει» και να μην αφήνει να ανακατεύονται στα του «οίκου» της κάποιοι αμφίβολοι σύμμαχοι.
Ανάλογη προσεκτικός είναι και ο τρόπος έκφρασης των γερμανών αξιωματούχων. Παράδειγμα, στη διένεξη Τουρκίας-Κύπρου σχετικά με το φυσικό αέριο: «Πιστεύω ότι η αντιπαράθεση σχετικά με το ποιος είναι αρμόδιος στην περιοχή, ή ποιος κατέχει τα δικαιώματα εξόρυξης, θα πρέπει να αποτελέσει το έναυσμα για συνομιλίες. Κανείς δεν θα κερδίσει από τυχόν συγκρούσεις. Είναι απαραίτητο να υπάρξει σύντομα συνεννόηση» είπε ο εκπρόσωπος της καγκελαρίας.
Κατά τα άλλα, πρόσθεσε, η Γερμανία δεν προτίθεται να ανακατευθεί άμεσα στην εξόρυξη – όπως το σχεδιάζει η Γαλλία, σύμφωνα με τις δηλώσεις του κ.Ολάντ την περασμένη Τρίτη στην Αθήνα. «Η συμμετοχή στην εκμετάλλευση φυσικών ενεργειακών πόρων, όπως το αέριο και το γκάζι, είναι θέμα των επιχειρήσεων, η γερμανική κυβέρνηση παίζει σε αυτό το πολύ συνοδευτικό ρόλο» είπε.
Στα «σκληρά καρύδια» των συνομιλιών μεταξύ του τούρκου πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν και της κυρίας Αγκελα Μέρκελ ανήκουν και δυο άλλα θέματα: πρώτον, η διπλή υπηκοότητα για Τούρκους στη Γερμανία (κάτι στο οποίο βάζει φρένο το Βερολίνο) και δεύτερον, η ταχύτερη παροχή βίζας σε Τούρκους που θέλουν να επισκεφθούν τη Γερμανία. Το τελευταίο θέμα υπόκειται τυπικά στη δικαιοδοσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία ζητά από την Άγκυρα, σε αντάλλαγμα για τη χαλάρωση των όρων παροχής, να παίρνει πίσω τους πρόσφυγες που μπαίνουν από την Τουρκία στην Ελλάδα. Το Βερολίνο «καίγεται» ιδιαίτερα για το θέμα, επειδή οι περισσότεροι πρόσφυγες που μπαίνουν σε ελληνικός έδαφος έχουν ως τελικό προορισμό τη Γερμανία. Οι διαφορές μεταξύ δυο κρατών, δηλαδή, θα λυθούν κι αυτή τη φορά στην πλάτη των προσφύγων.
Το «μενού» των συνομιλιών περιλαμβάνει βέβαια και άλλα θέματα. Σε διμερές επίπεδο: τον συντονισμό στην πάταξη της τρομοκρατίας (σε αυτό συμπεριλαμβάνεται και η δίωξη του τουρκικού εργατικού κόμματος PKK), καθώς και την έναρξη της λειτουργίας του γερμανοτουρκικού πανεπιστημίου στην Κωνσταντινούπολη το 2013/2014. Σε πολυμερές: την κατάσταση στη Συρία, το Ιράν, το Ισραήλ, το Αφγανιστάν και πάει λέγοντας.
Ιδιαίτερη μνεία θα γίνει και στους γερμανικούς βαλιστικούς πυραύλους τύπου Patriot, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν πρόσφατα στην περιοχή Καχραμαναράς κοντά στα σύνορα προς τη Συρία, με στόχο να «προστατέψουν» την Τουρκία από τυχόν συριακή επίθεση. Η εγκατάσταση αυτή, που θα γίνει την Κυριακή, θα είναι και ο πρώτος σταθμός του ταξιδίου της κ.Μέρκελ στην Τουρκία. Θα ακολουθήσουν επισκέψεις σε βυζαντινά μοναστήρια και εκκλησίες στην Καπαδοκία. ΄
Το αν οι τελευταίες θα τη «φωτίσουν» να δει καλύτερα το «αίνιγμα» της Τουρκίας είναι όμως αμφίβολο. Το πιθανότερο είναι ότι θα επιμείνει κι αυτή τη φορά στο «όχι» στην ένταξη, αλλά θα «πουλήσει» την επίσκεψή της ως επιτυχία λόγω των άμεσων οφελών που θα αποκομίσουν οι επιχειρηματίες που τη συνοδεύουν.
Οι συσχετισμοί όμως, όπως ειπώθηκε προηγουμένως, αλλάζουν. Και όχι μόνο λόγω του σοσιαλδημοκράτη κ.Ολάντ, ο οποίος θέλει να θέσει πάλι σε κίνηση την ενταξιακή πορεία. Αλλά και λόγω ορισμένων Χριστιανοδημοκρατών, οι οποίοι αντιλαμβάνονται, ότι αν η Ευρώπη χάσει την Τουρκία, θα χάσει και ένα ισχυρό ατού στην προσπάθεια για τη μετατροπή της σε «παγκόσμιο παίκτη». Ένας από αυτούς είναι ο Επίτροπος για την ενέργεια Γκούντερ Ότινγκερ. «Βιαστείτε» είπε την περασμένη Τετάρτη ο ίδιος. «Αν δεν βάλετε την Τουρκία έγκαιρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε την επόμενη δεκαετία θα συρθεί ένας γερμανός, ή μια γερμανίδα καγκελάριος στα τέσσερα μπροστά της για να την παρακαλέσει να έρθει στην Ευρώπη».
Η απάντηση της καγκελάριου ήρθε δυο μέρες μετά μέσω του κυβερνητικού εκπροσώπου Στέφαν Σάιμπερτ. «Διαπραγματευόμαστε για την ένταξη από το 2005» είπε. «Όμως τέτοιες διαπραγματεύσεις γίνονται μόνο καθιστικά. Κάθε άλλη σωματική στάση είναι άπρεπη».
Για το «πάπλωμα», τις αναταράξεις που προκαλεί το «όχι» στην ένταξη στη σχέση της Τουρκίας με τη Γερμανία και την Ευρώπη, ούτε κουβέντα. Και αυτό προμηνύει όχι μόνο τη συνέχιση του τουρκικού γρίφου της κ.Μέρκελ, αλλά και της κρίσης στις γερμανοτουρκικές σχέσεις.