«Διαμαρτυρόμαστε για τη λήξη 42 συλλογικών συμβάσεων που πλήττει 400.000 εργαζομένους στην ιδιωτική οικονομία. Οι συμβάσεις απλώς δεν ανανεώνονται. Η διαμαρτυρία μας αφορά και την μείωση κατά 22% του κατώτατου μισθού της εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, ο οποίος ανέρχεται στα 586 ευρώ μεικτά το μήνα. Επιπλέον, στην Ελλάδα δεν υπάρχει πλέον εργατικό δίκαιο, όπως το γνωρίζουμε σε άλλες χώρες της Ευρώπης».

«Η ανεργία έχει επισήμως ανέλθει στο 27%. Στην πραγματικότητα είναι πάνω από 30%, καθώς εν μέσω κρίσης αυξάνεται η ανασφάλιστη εργασία. Επιπλέον έχουν μειωθεί δραστικά τα εργασιακά εισοδήματα. Ο μισθός ενός οδηγού λεωφορείου ανερχόταν στα 1.500 ευρώ καθαρά το μήνα και τώρα έχει πέσει στα 750 ευρώ. Ζητάμε να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός και πάλι στα 751 ευρώ μεικτά το μήνα. Κι εδώ (στην Ελλάδα) θα πρέπει να ισχύσει και πάλι το εργατικό δίκαιο. Ακόμη κι αν οι μισθοί μειώνονται δραστικά, η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας δεν αυξήθηκε. Το αντίθετο. Η χώρα μας στο σημείο αυτό βρίσκεται πίσω κι από αφρικανικές χώρες».

(Σε ερώτηση για το τι πιστεύει ότι προσέφεραν μέχρι σήμερα οι 34 γενικές απεργίες από την έναρξη της κρίσης και μετά, στην Ελλάδα): «Εμποδίσαμε να περικοπούν οι μισθοί ακόμη περισσότερο. Και κερδίσαμε χρόνο. Γνώρισα τους τεχνοκράτες των δανειστών της τρόικα και διαπίστωσα πόση όρεξη έχουν για ακόμη μεγαλύτερες περικοπές. Η Ελλάδα είναι γι’ αυτούς ένα πειραματόζωο. Η τρόικα πιστεύει στο δόγμα του σοκ- τόσο για την οικονομία όσο και για την κοινωνία. Το πρόβλημα είναι ότι οι τεχνοκράτες της τρόικα γνωρίζουν πώς να μειώνουν μισθούς και συντάξεις, δεν έχουν όμως ιδέα για το πώς θα ρίξουν τις τιμές. Το κόστος διαβίωσης παραμένει υψηλό, η Ελλάδα είναι ακριβή χώρα. Η συνέπεια είναι ότι ο Έλληνας πολίτης δε μπορεί καν να πληρώσει τους φόρους του. Όχι επειδή δε θέλει αλλά επειδή δε μπορεί».

(Σε ερώτηση για το αν οι θέσεις του συναντούν την κατανόηση της τρικομματικής κυβέρνησης): «Σε καμία περίπτωση. Οι θέσεις μας απευθύνονται εις ώτα μη ακουόντων. Μέχρι σήμερα δεν έχουμε συναντηθεί ούτε μία φορά. Και γι’ αυτό δεν ευθύνομαι εγώ. Φανταστείτε: ως πρόεδρος της ΓΣΕΕ έχω συναντηθεί με την Καγκελάριο Μέρκελ, αλλά όχι ακόμη με τον πρωθυπουργό της χώρας μου που έχει αναλάβει από τον περασμένο Ιούνιο».

«Θα συνεχίσουμε τη μάχη. Χάνονται μόνο οι μάχες που δε διεξάγονται. Όμως δε μπορώ να πω ότι θα νικήσουμε. Μόνοι μας δε μπορούμε να τα καταφέρουμε. Χρειαζόμαστε μία πολιτική λύση. Χρειαζόμαστε ένα σχέδιο Μάρσαλ για την Ελλάδα και για τον ευρωπαϊκό νότο. Ο γερμανός φορολογούμενος δεν καλείται να πληρώσει, καλείται να επενδύσει. Πρόκειται για μία επένδυση για το μέλλον της κοινής Ευρώπης. Όπως έκαναν οι Αμερικανοί μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο για τους Ευρωπαίους. Χωρίς αλληλεγγύη η Ευρώπη δεν έχει μέλλον».