Δάνεια με επαχθείς όρους, χρέη υπερβολικά, διευθετήσεις, διακανονισμοί, «κουρέματα», ελεγχόμενες και ανεξέλεγκτες χρεοκοπίες χαρακτηρίζουν την ελληνική οικονομία, για περισσότερα από 190 χρόνια. Με εξαίρεση μερικές πρόσφατες «αναλαμπές», από την επανάσταση του 1821 έως σήμερα, η Ελλάδα μπλεκότανε σε ένα «φαύλο κύκλο» λήψης δανείων με τοκογλυφικούς όρους, αδυναμίας εξόφλησης των χρεών της, παραχωρήσεις εθνικών δικαιωμάτων και παρ΄όλα αυτά δεν γλύτωνε τις χρεοκοπίες, άλλοτε ελεγχόμενες και άλλοτε ανεξέλεγκτες.
Δυο χρόνια μετά την έναρξη της Επανάστασης, το 1823, η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας ήταν κυριολεκτικά τραγική και η μόνη λύση ήταν ο εξωτερικός δανεισμός. Ετσι, το Φεβρουάριο του 1824 συμφωνήθηκε με τις ισχυρές δυνάμεις της εποχής εκείνης η σύναψη δανείου 800.000 λιρών αλλά κατέληξαν στη χώρα μόνον οι 298.000 λίρες και αυτά με δόσεις. Τα υπόλοιπα κεφάλαια (502.000 λίρες) παρακρατήθηκαν για προμήθειες και μεσιτείες , χρεολύσια και προβλέψεις για ένα δεύτερο δάνειο. Επρόκειτο δηλαδή για τοκογλυφία εσχάτης μορφής.
Το ίδιο έγινε και με το δεύτερο δάνειο που υπογράφηκε ένα έτος μετά, το Φεβρουάριο του 1825 και που προέβλεπε τη χορήγηση 2.000.000 λιρών. Από το ποσό αυτό μετά την αφαίρεση χρεολυσίων, προμηθειών, τόκων και εξόδων πληρεξουσίων κατέληξαν στην Ελλάδα περίπου 232.000 λίρες.
Αρα, το 1824 και το 1825 συμφωνήθηκαν δάνεια συνολικού ύψους 2.800.000 λιρών και κατέληξαν στα ταμεία του νεοσύστατου κράτους μόνον οι 530.000 λίρες δηλαδή λιγότερο από το 1/5 των συμφωνηθέντων. Όπως ήταν φυσικό επακόλουθο η Ελλάδα δεν διέθετε τους απαραίτητους πόρους με αποτέλεσμα το 1828 να χρεοκοπήσει, γεγονός που πιθανότατα θα είχε αποφευχθεί εάν όλα τα χρήματα των δανείων κατέληγαν στα ταμεία της χώρας. Αργότερα έγιναν διαπραγματεύσεις μεταξύ δανειστών και δανειζόμενων που κατέληξαν σε <κούρεμα> και εξόφληση των δανείων έως το 1863. Ούτως ή άλλως προβλήματα εξόφλησης δανείων και σύναψης νέων, καταγράφονται και το 1834, το 1838, το 1843 και το 1856.
Για παράδειγμα, ο δανεισμός, με επαχθείς όρους, συνεχίσθηκε με νέα δάνεια το 1833 και με συμφωνία να ξεπληρωθούν σε μια 10ετία. Το κόστος για την Ελλάδα (χρεολύσια, μεσιτείες, τόκοι, έξοδα προεξόφλησης και προμήθειες) θα ήταν στο 150% του αρχικού κεφαλαίου. Η κατάληξη ήταν να συναφθούν το 1838 νέα δάνεια για να εξοφληθούν τα παλιά. Η κατάσταση αυτή, λήψη δανείων, αδυναμία εξόφλησης, λήψη νέων δανείων για να πληρωθούν τα παλιά, διευθετήσεις και κούρεμα συνεχίσθηκε για δεκαετίες αλλά η ολοκληρωτική χρεοκοπία δεν αποφεύχθηκε.
Το 1893
Από το 1879/1880-1890/1891, συμφωνήθηκαν επτά δάνεια συνολικού ποσού 630.000.000 δραχμών, με υψηλά φυσικά επιτόκια, αλλά στα ελληνικά ταμεία κατέληξαν περίπου τα μισά (365.000.000 δραχμές) και τα άλλα μισά διατέθηκαν για την εξόφληση προηγούμενων δανείων, μεσιτικά, προμήθειες και τοκοχρεολύσια. Οι τοκογλυφικοί όροι χορήγησης των δανείων από το εξωτερικό και η κακή διαχείριση της οικονομίας στο εσωτερικό, οδήγησε την χώρα στην πτώχευση με την περιβόητη δήλωση του τότε Πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη < Κύριοι, δυστυχώς επτωχεύσαμεν>. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις και διευθετήσεις που κατέληξαν το 1897 στο Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο και την είσπραξη από τους δανειστές των εσόδων και των τελών των μονοπωλίων άλατος, σπίρτων, σιγαροχάρτων, σμύριδας κ.λπ.
Ακολούθησαν, οι εσωτερικές διαμάχες, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η μικρασιατική καταστροφή και η οικονομική κρίση του 1929 στις Η.Π.Α. που όπως ήταν φυσικό έπληξε και τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Το 1931 η Γερμανία δηλώνει ότι αδυνατεί να καταβάλλει τις πολεμικές αποζημιώσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στις νικήτριες χώρες μεταξύ των οποίων και την Ελλάδα ενώ η Βρετανία αποδεσμεύει τη λίρα από τη λεγόμενη <χρυσή βάση>. Η Ελλάδα βρίσκεται σε εξαιρετικά δεινή οικονομική θέση και διεκδικεί δάνεια ύψους 50.000.000 δολαρίων αλλά δεν βρίσκει πιστωτές, με αποτέλεσμα να κηρυχθεί <δια στόματος> Ελευθερίου Βενιζέλου στάση πληρωμών. Ακολούθησαν διακανονισμοί για την εξόφληση χρεών.
Μεταπολεμικά
Ακολουθεί ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και το σχέδιο Μάρσαλ. Χρειάστηκε όμως νέα διευθέτηση για τα προπολεμικά χρέη, που επιτεύχθηκε το 1962 επί κυβέρνησης Καραμανλή. Ωστόσο το 1965 προέκυψαν σοβαρές οικονομικές δυσπραγίες που δεν αποδόθηκε η δέουσα προσοχή λόγω της έκρυθμης εσωτερικής διαμάχης. Στη συνέχεια έχουμε τη Χούντα η οποία το 1971 συνδέει τη δραχμή με το δολάριο και υποτιμάται το εθνικό νόμισμα κατά 8% ενώ το Φεβρουάριο του 1973 υποτιμάται και πάλι κατά 10% πρακτική που οδήγησε σε αδιέξοδο την ελληνική οικονομία. Ακολουθεί η πτώση της Χούντας, η επάνοδος της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και η στήριξη της ελληνικής οικονομίας από τη Δυτική Ευρώπη. Αμεσα χορηγήθηκε δάνειο, ύψους 100.000.000 δολ. από κονσιόρτιουμ ξένων τραπεζών, τριετή χορήγηση οικονομικής ενίσχυσης από τη Γερμανία και <ξεπάγωμα> της συμφωνίας Σύνδεσης Ελλάδας-ΕΟΚ.
Αλλά το 1979 ξεσπά η κρίση πετρελαίου η οποία σε συνδυασμό με λάθη και παραλείψεις στο εσωτερικό της χώρας οδηγεί σε νέο αδιέξοδο.
Σε <αυστηρώς απόρρητη> επιστολή του ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ευάγγελος Αβέρωφ προς τον πρωθυπουργό Γεώργιο Ράλλη του αναφέρει ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού είναι τεράστιο, ότι τα αποθέματα χρυσού και συναλλάγματος έχουν μειωθεί ανησυχητικά, ότι υπάρχει κίνδυνος απόσυρσης των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες και διατύπωνε την ερώτηση <έως πότε θα μας δανείζει το εξωτερικό>. Για μια ακόμα φορά βρεθήκαμε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Μετά την άνοδο του Πα.Σο.Κ στην εξουσία η κατάσταση διορθώνεται αλλά όπως αποδείχθηκε μόνον πρόσκαιρα.
Στο τέλος του 1984 το εξωτερικό δημόσιο χρέος βρισκότανε και πάλι σε ανεπίτρεπτα επίπεδα, εάν και δεν συμφωνούσαν όλοι για το πραγματικό ύψος του. Το Δ.Ν.Τ. προσδιόριζε το χρέος στα 11,6 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η Τράπεζα της Ελλάδος στα 12,4 δισεκατομμύρια δολάρια και ο Ο.Ο.Σ.Α. στα 18,7 δισεκατομμύρια δολ., διότι συνυπολόγιζε και τα στρατιωτικά δάνεια. Με βάσει τα στοιχεία του Δ.Ν.Τ. το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν περίπου στο 42% (για την εποχή ήταν πολύ υψηλό το ποσοστό αυτό) ιδιαίτερα εάν λάβουμε υπόψη μας ότι ο δανεισμός κατευθυνότανε μέχρι και 75% (!) για την εξυπηρέτηση των παλαιοτέρων δανείων. Και βέβαια το υπόλοιπο 25% δεν κατευθυνότανε σε παραγωγικές επενδύσεις αλλά σε καταναλωτικούς σκοπούς.
Αλλά <σαν να μην έφταναν όλα αυτά> το Δ.Ν.Τ. ξεκαθάριζε ότι για τα έτη 1986-1990 η κατάσταση θα ξεπερνούσε τα όποια ανεκτά όρια. Το Δ.Ν.Τ. υπολόγιζε ότι το ανωτέρω πενταετές χρονικό διάστημα η Ελλάδα θα έπρεπε να δανειστεί άλλα 15,4 δισεκατομμύρια δολ. ενώ θα έπρεπε να πληρώσει για την εξυπηρέτηση του χρέους άνω των 16,2 δισεκατομμύρια δολ. εκ των οποίων τα 7,5 για τόκους(!). Και κάτι επίσης πολύ ενδιαφέρον που μας θυμίζει τα σημερινά δεδομένα.
Στο τέλος του 1990 (εάν συνεχιζότανε η κατάσταση) το χρέος από τα 12,4 δισεκατομμύρια δολ. στο τέλος του 1984, θα ανερχότανε στα 19,5 δισεκατομμύρια δολ. το 1990 παρά το γεγονός ότι εν τω μεταξύ θα είχαν καταβληθεί 16 δισεκατομμύρια δολ. (κάθε συσχετισμός με τα σημερινά είναι τυχαίος…).
Υπό αυτές τις εξαιρετικά δυσμενείς προοπτικές ο τότε Πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου δηλώνει στη Θεσσαλονίκη ότι <οφείλουμε να περιορίσουμε τις ανάγκες για εξωτερικό δανεισμό για αν συνεχίσουμε να δανειζόμαστε με τους ίδιους υψηλούς ρυθμούς θα οδηγηθούμε σε υποθήκευση του οικονομικού μέλλοντος της χώρας>. Ωστόσο, ο Προϋπολογισμός του 1987 προέβλεπε έλλειμμα 17% του ΑΕΠ το οποίο θα έπρεπε να καλυφθεί με δανεισμό. Τελικά το έλλειμμα διαμορφώθηκε στο 14,6% του ΑΕΠ το 1987, αλλά το 1988 ανήλθε στο 16,4%, το 1989 στο 19,9% και το 1990 στο 19,6% (για να μαθαίνουν μερικοί ότι το δήθεν 15,5% δεν ήταν το υψηλότερο που υπήρξε ποτέ στη χώρα μας).
Ετσι, με βάσει το εξαιρετικά υψηλό δημόσιο χρέος και το δυσθεώρητο έλλειμμα και προ του αδιεξόδου, παρεμβαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αποφασίζει (Μάρτιο 1991) τη χορήγηση δανείων συνολικού ύψους 2,2 δισεκατομμύρια ECU, σε τρείς δόσεις, αλλά υπό αυστηρούς όρους. Μεταξύ των όρων αυτών ήταν να μειωθούν κατά 10% οι υπάλληλοι του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιο τομέα. Επίσης, καλούσε την Ελλάδα να περιορίσει δραστικά τις δανειακές ανάγκες των ΔΕΚΟ και να εφαρμόσει σύστημα εποπτείας τους, να φορολογηθούν οι αγρότες, να μειωθούν οι επιχορηγήσεις και επιδοτήσεις των δημοσίων οργανισμών, να <παγώσουν> οι αυξήσεις στους μισθούς και να παγώσουν τις τρέχουσες λειτουργικές δαπάνες του Κράτους, κ.λπ.
Από ότι αποδείχθηκε στη συνέχεια κάποια μέτρα εφαρμόσθηκαν και τελικά στην Ελλάδα εισέπραξε το ένα (1) δισεκατομμύριο ECU και δεν χρειάσθηκε να εισπράξει τις δύο επόμενες δόσεις (από 600 εκατομμύρια ECU).
Ωστόσο επρόκειτο για μια ακόμα <αναλαμπή> και μόνον, αφού τον Ιανουάριο του 1996 τα τοκοχρεολύσια ανερχόντουσαν σε 7,1 τρισεκατομμύρια δραχμές έναντι εσόδων προϋπολογισμού 8,3 τρισεκατομμυρίων δραχμών. Δηλαδή, τα τοκοχρεολύσια αντιστοιχούσαν στο 92% των εσόδων ενώ άλλοι υπολογισμοί τα αναβίβαζαν στο 120%. Και πάλι χρειάστηκαν νέες παρεμβάσεις για να αποφευχθεί μια χρεοκοπία.
Η συνέχεια είναι περισσότερη γνωστή όπως και γνωστές είναι οι ευθύνες των, κ.κ. Κ. Καραμανλή (για την κρίση χρέους) και Γ. Παπανδρέου (για την κρίση δανεισμού) που οδήγησαν στην επιβολή Μνημονίων και την ελεγχόμενη πτώχευση της χώρας και την ανεξέλεγκτη των πολιτών της.
Ολες οι ανωτέρω περιπτώσεις ελεγχόμενης και ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες. Ωστόσο υπάρχει και μια διαφορά μεταξύ όλων των προηγουμένων περιπτώσεων αδυναμίας εξόφλησης των χρεών και της τελευταίας. Και τούτο διότι όλες οι προηγούμενες κρίσεις ξέσπαγαν κυρίως γιατί η Ελλάδα ήταν αδύναμη, η οικονομία της ήταν υπό ανάπτυξη και οι παρεμβάσεις των ισχυρών ουσιαστικές, ενώ η τελευταία «ελεγχόμενη πτώχευση» και τα όσα ακολούθησαν οφείλονται κυρίως σε καθαρά λανθασμένους χειρισμούς των κρατούντων.