«Οταν είσαι νέος, αγνοείς με μεγαλύτερη ευκολία τους ηθικούς φραγμούς όταν ερωτεύεσαι». Ο 85χρονος πλέον Μάρτιν Βάλζερ, ένας από τους σημαντικότερους και πιο γνωστούς γερμανούς συγγραφείς διεθνώς, το αντίπαλο δέος του νομπελίστα Γκύντερ Γκρας, μάλλον μιλάει για τον εαυτό του και όχι για τον ήρωα του τελευταίου βιβλίου του, «Ο άντρας που ήξερε ν’ αγαπάει» (εκδόσεις Εστία).
Ο «άντρας» αυτός, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον μεγαλοφυή συγγραφέα Βόλφγκανγκ Γιόχαν Γκαίτε, τόσο στις σελίδες του βιβλίου όσο και στην πραγματικότητα του 19ου αιώνα, δεν είχε κανένα πρόβλημα να αψηφήσει τον διαχρονικό «ηθικό φραγμό» που επιτάσσει ότι ένα άντρας 74 χρόνων δεν μπορεί να ερωτοτροπήσει ή να παντρευτεί ένα κορίτσι 19 ετών. Γιατί, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, ο οποίος «επινόησε την ανάμνηση επειδή απώλεσε την ομορφιά, εκείνος επιλέγει να απολέσει την ανάμνηση γιατί ανακάλυψε την ομορφιά» γράφει ο Βάλζερ. Βέβαια, ακόμη και αν αδιαφόρησε για τις συμβάσεις, ακόμη και αν πόθησε σφοδρά αυτό το ξεχωριστό κορίτσι, την Ουλρίκε φον Λέβετσβο, δρασκελίζοντας με λαχτάρα τα όρια της κοινής λογικής, ο έρωτάς του τελικά δεν ευοδώθηκε. «Το γεγονός ότι έχουμε γεράσει δεν μας θανατώνει… Ασχημο είναι να μη σου επιτρέπεται να αγαπάς» παραδέχεται ο Βάλζερ διά στόματος Γκαίτε. «Σου επιτρέπεται, βέβαια, να αγαπάς, αλλά οφείλεις να εξοικειωθείς με την ιδέα ότι ποτέ πια δεν θα αγαπηθείς» αποφαίνεται ο Γκαίτε διά της πένας του Βάλζερ.
Τους χωρίζουν δύο ολόκληροι αιώνες, όμως αυτό που βασάνισε τον θρυλικό προπάτορα προβλημάτισε βαθιά και τον άξιο απόγονο. Διότι ο έρωτας που κυριεύει άντρες ή γυναίκες όταν η κοινωνία τους αναγνωρίζει το δικαίωμα να ενσαρκώνουν πολύ συγκεκριμένους ρόλους – όπως «γυναίκα-πιστή σύζυγος» ή «ηλικιωμένος άντρας-καλοκάγαθος παππούς» – δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά στα βιβλία του Βάλζερ, ενός συγγραφέα ο οποίος φλερτάρει σταθερά με την αυτοβιογραφία, χωρίς όμως ποτέ να ενδίδει ολοκληρωτικά σε αυτήν. Το μαρτυρούν και ορισμένοι πρόσφατοι τίτλοι από το έργο του: Στα «Η βιογραφία ενός έρωτα» (εκδ. Καστανιώτη) και «Η στιγμή του έρωτα» (εκδ. Εστία) οι ήρωες αμφιταλαντεύονται, αμφιβάλλουν, αλλά αποδέχονται τελικά την πρόκληση του έρωτα, αποφασισμένοι να υποστούν τις συνέπειες των αιρετικών επιλογών τους.
«Ο έρωτας δεν έχει νόημα»
Τι εστί, όμως, έρωτας «γεροντικός» και τι επιφυλάσσει η επίσκεψή του σε έναν άνθρωπο ο οποίος διανύει την έκτη και βάλε δεκαετία της ζωής του; Ψευδαίσθηση νεότητας, υπόσχεση αθανασίας, κραυγή απόγνωσης όταν η άμμος στην κλεψύδρα της ζωής λιγοστεύει επικίνδυνα; «Ο έρωτας μπορεί να είναι πολλά πράγματα» θα πει ο Βάλζερ. «Μην αποζητάτε απαραίτητα έναν σκοπό ή ένα νόημα σε αυτόν. Πολύ συχνά πρόκειται για ένα αμιγές, αμόλυντο συναίσθημα. Δεν πρόκειται για συνειδητή επιλογή. Ασχέτως αν η ηχώ του εγωισμού αντηχεί συχνά μέσα στον λαβύρινθο της επιθυμίας να αγαπηθείς. Ούτε, βέβαια, βοηθάει να γνωρίζεις ότι αν ενδώσεις στο συναίσθημα υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να βρεθείς χαμένος. Ο έρωτας σε κάνει απρόσεκτο, διαλύει τις επιφυλάξεις σου. Και δεν υπάρχει όριο στις φορές που μπορεί να αγαπήσει κανείς. Είναι σίγουρα πολύ περισσότερες από όσες νομίζεις όταν τον πρωτοσυναντάς στη ζωή. Τότε που πιστεύεις στην αιώνια αγάπη και ορκίζεσαι με θέρμη σε αυτήν».
Η Ελλάδα μέσα του
Πάντως ο Γκαίτε, εκτός από τις αιθέριες υπάρξεις, αγαπούσε πολύ και την αρχαία Ελλάδα. Θαύμαζε δε απεριόριστα τον Ομηρο. Ο πολυβραβευμένος (και με το μεγάλο γερμανικό βραβείο Μπύχνερ) Βάλζερ, μυημένος στον κόσμο του μεγάλου ποιητή, δραματουργού και μυθιστοριογράφου και στη ρομαντική παράδοση της χώρας τους που αυτός εκπροσώπησε τόσο επάξια, έχει επίσης εκφράσει σε παλαιότερή του συνέντευξη τη δική του εκτίμηση για τον μεγάλο έλληνα επικό ποιητή. Εστω και αν έφτασε σε αυτόν μέσα από έναν άλλον σπουδαίο εκπρόσωπο του καλλιτεχνικού κινήματος που άνθησε στη Γερμανία στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Οπως εξηγεί: «Ο ποιητής που θαύμαζα περισσότερο όταν ήμουν νέος ήταν ο Χέλντερλιν. Με τον Φρίντριχ Χέλντερλιν η γερμανική λογοτεχνία έφτασε στη μέγιστη ακμή της. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι με τον Χέλντερλιν η γερμανική γλώσσα βρήκε τον ρυθμό της, έμαθε πώς να χορεύει. Εμαθε όμως ό,τι γνώριζε από τους Ελληνες, καθώς είχε υιοθετήσει τα αρχαιοελληνικά στιχουργικά μέτρα του Αλκαίου και του Ασκληπιάδη. Το ίδιο ισχύει για την επική λογοτεχνία, αλλά και για τη δραματική τέχνη. Ακόμη και σήμερα, ο Ομηρος είναι το ιδανικό πρότυπο για κάθε αφηγητή όσον αφορά τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο κατάφερε να αναδείξει την ομορφιά μέσα από τη λεκτική ακρίβεια. Και χωρίς τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, το θέατρό μας δεν θα υπήρχε σήμερα».
Αλλά και για τη σύγχρονη ελληνική «τραγωδία», τη διαβόητη κρίση, έχει τοποθετηθεί ο Βάλζερ. Εχει πει συγκεκριμένα ότι αποτελεί «αντανάκλαση όλου του κόσμου». Για τον απλούστατο λόγο ότι «η Ευρωπαϊκή Νομισματική Ενωση ήταν μια τολμηρή πολιτική απόπειρα να οργανωθεί μια αληθινά ενωμένη Ευρώπη μέσα από τους κόλπους της πολιτισμικής Ευρώπης, η οποία διατηρούσε δεσμούς εδώ και πολλά χρόνια», όπως εξηγεί. «Η Νομισματική Ενωση έγινε με βιασύνη, χωρίς να συνυπολογιστούν τα ρεαλιστικά δεδομένα. Οι δυσκολίες οι οποίες προκύπτουν όταν ενώνονται διαφορετικού τύπου οικονομικά συστήματα σε ένα και μοναδικό ευτυχώς δεν οδήγησαν – τουλάχιστον για την ώρα – στη διάλυση της Ενωσης και στην επιστροφή ορισμένων χωρών στο παλιό τους νόμισμα. Για παράδειγμα, η Ευρώπη δεν νοείται χωρίς τη συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτήν. Κάτι τέτοιο θα ήταν καταστρεπτικό».
Η ενοχή και η πολιτική ορθότητα
Οση και αν είναι η συμπάθειά του απέναντι στην Ελλάδα – ή ακριβώς λόγω αυτής, αν σκεφτεί κανείς την αρχαιοελληνική ρίζα του γερμανικού ρομαντισμού – ο Μάρτιν Βάλζερ είναι ένας καθαρόαιμος Γερμανός. Γεννήθηκε στις όχθες της λίμνης Κωνσταντίας, στο Βάσερμπουργκ της Βαυαρίας, και επέλεξε να ζήσει όχι πολύ μακριά, στο γαλήνιο Υμπερλίγκεν. Τη δεκαετία του ’50 προσχώρησε στη λογοτεχνική «Ομάδα 47». Σκοπός της ήταν να αναζητήσει, να καταγράψει και να αναλύσει τη νέα συλλογική συνείδηση της μεταπολεμικής Γερμανίας, λιγότερο από μία δεκαετία μετά τις φρικαλεότητες που διέπραξε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε αυτή την απόπειρα είχε συνοδοιπόρους συμπατριώτες του συγγραφείς ορισμένοι εκ των οποίων τελικά τον ξεπέρασαν σε φήμη εκτός των γερμανικών συνόρων, όπως οι νομπελίστες Χάινριχ Μπελ και Γκύντερ Γκρας.
Δεν έγινε ποτέ μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, όμως οι θέσεις του είχαν πάντα αριστερή κατεύθυνση. Υπερασπίστηκε με σθένος τον καγκελάριο Βίλι Μπραντ στις προσπάθειές του να εξομαλυνθούν οι σχέσεις της Δυτικής Γερμανίας με τις χώρες του ανατολικού μπλοκ, δεν δίστασε μάλιστα να ταξιδέψει στη Μόσχα μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου. Ο Βάλζερ ήταν από τους πρώτους που πίστεψαν και διακήρυξαν τη σημασία της επανένωσης των δύο Γερμανιών. Σήμερα δηλώνει ότι «Αριστερά και Δεξιά ανήκουν στο παρελθόν» και δεν διστάζει να υποστηρίξει απόψεις που τον φέρνουν αντιμέτωπο με την πολιτική ορθότητα α λα γερμανικά: Ακόμη και οι επιφανειακές διακηρύξεις σχετικά με το Ολοκαύτωμα δεν επιδέχονται κριτική.
«Το Αουσβιτς δεν είναι το κατάλληλο μέσο για συνεχείς εκφοβισμούς και εκβιασμούς ούτε και καταναγκασμούς» είχε πει όταν παραλάμβανε το βραβείο Ειρήνης των Γερμανών Βιβλιοπωλών το 1998, με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί για αντισημιτισμό. «Περισσότερες από μία φορά βρέθηκα στο επίκεντρο αυτής της φλογερής πρόταξης της πολιτικής ορθότητας στη χώρα μου. Ηταν κάθε φορά επώδυνο, αλλά αποτελεί μέρος της διαδικασίας που απαιτείται για να επανέλθουμε στη “φυσιολογικότητα”. Και είναι ένα αμιγώς γερμανικό χαρακτηριστικό ότι όλα πρέπει να αποπέμπονται πολύ γρήγορα και με σχεδόν θρησκευτικό ζήλο. Κατά μία έννοια, αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το παρελθόν μας. Βέβαια, αν ρίξεις μια ματιά σε αυτό το παρελθόν, δεν είναι να απορείς που συμβαίνει αυτό…».