Η κρίση πράγματι είναι εθνική. Και εκτός από την ανέχεια του παρόντος, προοιωνίζεται και το τέλος του μέλλοντος. Ο Ζαν-Πιερ Ντιπουί, στο βιβλίο του Ελάσσων μεταφυσική των τσουνάμι από τις εκδόσεις Αγρα, χρεώνει την κρίση στον αλαζονικό άνθρωπο που θέτει σε κίνδυνο τη συνέχεια του ανθρώπου με τον άσοφο δυναμισμό του. Εγώ, όσον αφορά τον τόπο μου, τη χρεώνω στις μετριότητες που επιπλέουν και αφήνουν τους δημιουργούς, όπως ο Δημητριάδης, ο Μαρμαρινός ή ο Αρδίτης, να τους αναγνωρίζουν στο εξωτερικό, για να περιοριστώ στο θέατρο και να αφήσω τον Χατζάκη να κουρεύεται με τον Τζαβάρα. Το να επικαλείται λοιπόν ο Σαμαράς την έξοδο από την κρίση ή το να αναμασά ο Κουβέλης τη γλώσσα των δικαιωμάτων και των καθηκόντων θυμίζει εκείνους τους Εβραίους που στην αποβάθρα του Αουσβιτς αρνήθηκαν να δουν την πραγματικότητα της εξόντωσης, πιστεύοντας πως θα ισχύει κι εκεί το γερμανικό ρητό «Τα πράγματα που από ηθικής απόψεως είναι αδύνατον να συμβούν, δεν μπορούν και να υπάρξουν». Είναι συνεπώς λάθος να κακίζουμε τους απαισιόδοξους. «Υπάρχει μια στιγμή», γράφει και πάλι ο Ντιπουί, «από την άποψη της οποίας θα μπορούσαμε να λέμε ότι η καταστροφή έχει συντελεστεί (…) διότι μεθαύριο ο κατακλυσμός θα είναι κάτι που θα έχει ήδη υπάρξει». Δεν είμαστε όμως ήδη στο μεθαύριο; Η ανεργία δεν έφτασε στο 27%; Η καταστροφή, παρ’ ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί, δεν διατηρεί παρά ταύτα τη θέση του εφικτού; Και όταν θα έχει επισυμβεί, αυτό που θα είναι δεν θα έχει υπάρξει; Παράξενο το σόφισμα του τετελεσμένου μέλλοντα, αλλά στο επίπεδο των κατεστραμμένων μας σχέσεων, σοφό.
Διάβασα τις προάλλες τον καθηγητή της Ιατρικής και τους δύο έγκριτους δημοσιογράφους (Μουτσόπουλος, Πρετεντέρης, Τσίμας) και συνέκρινα τα μεγάλα λόγια τους με μια φράση του Χάινερ Μύλλερ: «Η σκέψη στο τέλος του Διαφωτισμού που άρχισε με τον θάνατο του Θεού, είναι το φέρετρο που σαπίζει μαζί με το πτώμα Του θαμμένο μέσα». Η επόμενη φράση του γερμανού συγγραφέα «Να ζεις έγκλειστος μέσα σ’ αυτό το φέρετρο», θα μπορούσε να σημαίνει «να μη ζεις». Διότι συμψηφίζει τους δύο όρους του αμλετικού διλήμματος «να ζεις ή να μη ζεις» με την εξισωτική κατάφαση και των δύο όρων του: «να ζεις, να μη ζεις» συγχρόνως. Ο γραμμικός χρόνος της εξέλιξης –όπου σε δύο διακριτές του στιγμές χωράει το «να ζεις» και το «να μη ζεις», ώστε η διάζευξη να λειτουργεί, δεν ισχύει πλέον.
Η Ιστορία δεν μας προσφέρεται σαν επιλογή ούτε η κρίση σαν εφαλτήριο για αλλαγή. Το βραχυκύκλωμα ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον έχει συντελεστεί. Γυρίσαμε στο ’60. Το ξύλο άρχισε να πέφτει και σε βουλευτές. Δεν υπάρχει για μας θέση στην τραγωδία μας. Και η υπόκωφη ή φανερή βία εγγράφεται στο μέλλον ως μοίρα. «Αυτοί που περιμένουμε είμαστε εμείς».
Και το να τραβήξουμε την τροχοπέδη κινδύνου στο τρένο της Ιστορίας ή να το αφήσουμε να στουκάρει ισχύει ακόμη και για όσους πήδηξαν από το τρένο και χτύπησαν στο κεφάλι.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ