Η «ανορθόδοξη» πολιτική υποτίμησης του γεν που έχει υιοθετήσει από τον περασμένο Δεκέμβριο η κυβέρνηση του Σίνζο Αμπε στην Ιαπωνία έχει φέρει τη χώρα στο εδώλιο του κατηγορουμένου και τις μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη προ των πυλών ενός «νομισματικού πολέμου». Ο σκληρός πυρήνας των επτά ισχυρότερων κρατών προσπάθησε να αποφύγει τον όρο αποκηρύσσοντας τις «πολιτικές προκαθορισμού των συναλλαγματικών ισοτιμιών». Η προσεκτική διατύπωση όμως της κοινής ανακοίνωσης που εξέδωσαν οι υπουργοί Οικονομικών του G7 δεν στάθηκε ικανή να αλλάξει το κλίμα στις διεθνείς αγορές. Το ιαπωνικό νόμισμα συνέχισε ασταμάτητο την καθοδική πορεία του, ενώ το Τόκιο αξιολόγησε τη διπλωματική στάση και την απουσία άμεσης αναφοράς στην Ιαπωνία ως έμμεση αποδοχή της νομισματικής πολιτικής του. Η σύνοδος των υπουργών Οικονομικών των 20 ισχυρότερων και αναδυόμενων οικονομιών (G20) στη Μόσχα δεν φαίνεται ικανή να σβήσει τις φωτιές που έχουν ανάψει οι Ιάπωνες με τη στρατηγική της νομισματικής υποτίμησης. Αλλωστε υπερασπιστές του οικονομικού προστατευτισμού δεν υπάρχουν μόνο στην Ιαπωνία. Επιπλέον, όπως σημειώνουν οικονομικοί αναλυτές, η νομισματική πολιτική χαράσσεται σε όλον τον κόσμο με βάση τα εθνικά συμφέροντα κάθε χώρας ή νομισματικής ζώνης που δεν συμπίπτουν πάντοτε με τις αρχές του ελεύθερου εμπορίου και του «ανόθευτου ανταγωνισμού».

Εφιάλτης ο αποπληθωρισμός


Η νέα κυβέρνηση της Ιαπωνίας, που ανέλαβε τα καθήκοντά της στα τέλη του 2012, κατέστησε σαφές ότι θα χρησιμοποιούσε όλα τα διαθέσιμα εργαλεία νομισματικής πολιτικής προκειμένου να αντιστρέψει την πορεία ανόδου που είχε ακολουθήσει το γεν έναντι των ισχυρότερων νομισμάτων από το 2009. Τα τελευταία τρία χρόνια το ιαπωνικό νόμισμα είχε ανατιμηθεί κατά 25%, με αποτέλεσμα να βυθιστεί σε έλλειμμα το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας. Επιπλέον ο μόνιμος εφιάλτης στο Τόκιο την τελευταία εικοσαετία δεν είναι άλλος από τον αποπληθωρισμό και την «αναιμική» ανάπτυξη. Ο ιάπωνας ηγέτης δεν έκανε λοιπόν τίποτε λιγότερο από αυτό που θα έκαναν οι συνάδελφοί του στην Ευρώπη, στις Ηνωμένες Πολιτείες ή στην Κίνα. Εδωσε εντολή στην κεντρική τράπεζα να αγοράσει μαζικά χρεόγραφα του ιαπωνικού Δημοσίου και να χαλαρώσει τον στόχο του πληθωρισμού (από το 1% στο 2%) προκειμένου να αναθερμανθεί η οικονομία και να τονωθεί η ανταγωνιστικότητα των ιαπωνικών προϊόντων.
Προφανώς ούτε η ευρωζώνη ούτε οι ΗΠΑ βλέπουν με καλό μάτι την προοπτική ενός σημαντικά υποτιμημένου γεν (με ισοτιμία πάνω από τα 90 δολάρια) αφού αυτό θα επέφερε πλήγμα τη στιγμή που η Ουάσιγκτον προσπαθεί να σταθεροποιηθεί σε ρυθμούς «βιώσιμης ανάπτυξης» και οι χώρες του ευρώ πασχίζουν να βγουν από το τούνελ της σοβούσας οικονομικής κρίσης.
Στην πραγματικότητα όμως ούτε οι Αμερικανοί ούτε οι Ευρωπαίοι δικαιούνται να «στήσουν στον τοίχο» τον πρωθυπουργό Αμπε για την απόφασή του να αφήσει το γεν να κατρακυλήσει. Διότι ήταν οι ίδιοι που τις προηγούμενες δεκαετίες πίεζαν τους Ιάπωνες να κρατήσουν το νόμισμά τους σε υψηλά επίπεδα επικαλούμενοι τον στόχο της οικονομικής σταθερότητας. Από αυτές τις νομισματικές ισορροπίες ωφελημένες βγήκαν όλες οι αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Η Κίνα ήταν βέβαια εκείνη που αποκόμισε τα μεγαλύτερα οφέλη πλημμυρίζοντας την παγκόσμια αγορά με πάμφθηνα προϊόντα, πολλά εκ των οποίων δεν ήταν παρά απομιμήσεις ιαπωνικών προϊόντων (κυρίως υψηλής τεχνολογίας).
Ασφαλώς οι τελευταίοι που δικαιούνται να διαμαρτύρονται για την «τεχνητή υποτίμηση» του γεν είναι οι Αμερικανοί, οι οποίοι ακολούθησαν τον δρόμο της «ποσοτικής χαλάρωσης» από το 2010 προκειμένου να καταπολεμήσουν την ύφεση. Η αμερικανική οικονομία κατάφερε να ανακάμψει χάρη στην «εκτύπωση» δολαρίων και στην πολιτική των μηδενικών επιτοκίων που ακολούθησαν στη συνέχεια και άλλες κεντρικές τράπεζες όπως η Τράπεζα της Αγγλίας.
«Ο κ. Μπερνάνκι (σ.σ.: πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ) είναι ο αρχηγός αυτής της ομάδας του οικονομικού εθνικισμού» σημειώνει χαρακτηριστικά σε κύριο άρθρο της η αμερικανική «Wall Street Journal».
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο φόβος ενός «νομισματικού πολέμου» είναι υπερβολικός. Τα εθνικά συμφέροντα διαφορετικών νομισματικών ζωνών θα μπορούσαν πράγματι να πυροδοτήσουν μια διαμάχη στις διεθνείς συναλλαγματικές αγορές, από την οποία μόνο οι κερδοσκόποι θα έβγαιναν πραγματικά κερδισμένοι. Αυτό που μαρτυρούν οι μετριοπαθείς δηλώσεις ιαπώνων, αμερικανών και ρώσων αξιωματούχων είναι ότι αντιλαμβάνονται την ανάγκη συντονισμού των εθνικών νομισματικών πολιτικών. Ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Ρωσίας Αλεξέι Ουλγιουκέγεφ είχε αναφερθεί τον περασμένο μήνα στον φόβο ενός «πιθανού νομισματικού πολέμου». Η Μόσχα όμως προτίμησε να ρίξει τους τόνους την προηγούμενη εβδομάδα δικαιολογώντας μέσω του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Σεργκέι Στόρτσακ την υποτίμηση του ιαπωνικού νομίσματος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ