Οταν τον περασμένο Οκτώβριο έγινε γνωστό ότι ο Φίλιπ Ροθ «σταματάει το γράψιμο» η είδηση έπεσε «σα βόμβα» στους κύκλους της παγκόσμιας λογοτεχνικής ελίτ- και όχι μόνο. Σήμερα, ο αμερικανός συγγραφέας δηλώνει «ευτυχισμένος» και απαλλαγμένος από τις «ασφυκτικές απαιτήσεις της λογοτεχνίας». Εκτενή συνέντευξή του δημοσιεύει σε ειδικό αφιέρωμά της η γαλλική εφημερίδα Le Monde, το οποίο κυκλοφορεί από χθες (13 Φεβρουαρίου) στη Γαλλία.

Εχετε πει ότι αν είχατε παιδιά θα τα συμβουλεύατε να μην γίνουν συγγραφείς. Εσείς ο ίδιος ωστόσο επιλέξατε να γίνεται συγγραφέας…

Οταν αποφασίζει κανείς να «γίνει συγγραφέας», δεν έχει την παραμικρή ιδέα του τι είναι η συγκεκριμένη δουλειά. Οταν ξεκινά, γράφει αυθόρμητα από την περιορισμένη εμπειρία του, τόσο από τον «γραπτό», όσο και από τον «άγραφο» κόσμο. Είναι γεμάτος αφελή υπερβολή. «Είμαι συγγραφέας!». Όπως το επιφώνημα «είμαι εραστής!». Το να δουλεύεις ωστόσο σχεδόν κάθε μέρα επί πενήντα χρόνια- είτε είσαι συγγραφέας, είτε εραστής- αποδεικνύεται τελικά πολύ απαιτητική δουλειά και δύσκολα η πιο ευχάριστη από τις ανθρώπινες δραστηριότητες.

Είστε ευτυχής;

Βεβαίως. Ανήκω σε μία γενιά αμερικανών συγγραφέων που γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’30, μετά τον Χέμινγουεϊ- «μεθυσμένων» από τον καλλιτεχνικό ζήλο του Γκυστάβ Φλωμπέρ, το ηθικό βάθος του Γιόζεφ Κόνραντ, το μεγαλείο σύνθεσης του Χενρι Τζέιμς- οι οποίοι πίστευαν ότι έβαζαν πλώρη για μία ιερή αποστολή. Οι μεγάλοι συγγραφείς ήταν οι άγιοι της φαντασίας. Ηθελα κι εγώ να είμαι άγιος.

Συνήθως, όταν οι συγγραφείς σταματούν να γράφουν δεν το λένε…

Υποθέτω ότι δεν θέλουν να μαθευτεί ότι έχουν σταματήσει. Δεν θέλουν να σκεφτεί ο κόσμος ότι έχασαν τη μαγεία τους. Αλλά ούτε κι εγώ το διατυμπάνισα. Ειχε έρθει να μου πάρει συνέντευξη μία κοπέλα από ένα γαλλικό περιοδικό, το Les Inrockuptibles, και κατά το τέλος της συνέντευξης με ρώτησε: «Τι γράφετε αυτόν τον καιρό;». Και της απάντησα: «Δεν γράφω τίποτα». «Πώς κι έτσι;», ρώτησε. Και απάντησα: «Νομίζω ότι τελείωσε. Νομίζω ότι τελείωσα (I think I am finished). Αυτό ήταν. Δεν σκόπευα να κάνω μία ανακοίνωση με στόχο να προκαλέσω αίσθηση. Απλώς απάντησα ευγενικά σε μία ξεκάθαρη ερώτηση που μου έθεσε μία πολύ καλή δημοσιογράφος. Πολλούς μήνες αργότερα, κάποιος ανήσυχος δημοσιογράφος στην Αμερική, πρέπει να έπιασε τυχαία ένα παλαιό τεύχος του Les Inrockuptibles την ώρα που περίμενε να έρθει η σειρά του να κουρευτεί σε κάποιο κουρείο, και το έστειλε βιαστικά για εκτύπωση, με τα γαλλικά μεταφρασμένα από το Google, σε αστεία αγγλικά.

Δεν περιμένατε ότι η απόφασή σας θα σχολιαζόταν;

Όχι.

Είπατε μόνο ότι σταματάτε να γράφετε λογοτεχνία;

Σίγουρα δεν έχω γράψει λογοτεχνία. Γράφω μόνο σελίδες επί σελίδων ως σχόλια για τον βιογράφο μου, αλλά αυτό δεν είναι λογοτεχνία. Δεν μπορεί να είναι. Δεν εμπεριέχει καμία θλίψη.

Διάβασα κάπου ότι γράφατε μία σύντομη ιστορία μαζί με την 8χρονη κόρη μίας από τις πρώην φιλενάδες σας. Αληθεύει;

Ναι. Την Αμέλια. Εχουμε γράψει αρκετές ιστορίες μαζί, συγχρονισμένοι, μέσω e-mail. Γράφει αυτή μία παράγραφο, γράφω εγώ μία παράγραφο, μπρος-πίσω έτσι, ανεβάζοντας τον πήχη της φαντασίας καθώς προχωράμε. Η βάση ανήκει στην Αμέλια. Διαθέτει φαντασία σαν του Οβίδιου. Αυτό ωστόσο δεν είναι το ίδιο με το να γράφω λογοτεχνία εγώ. Είναι απλώς μία δική μου διασκέδαση με ένα έξυπνο και εκπληκτικό κοριτσάκι το οποίο λατρεύω.

Αφού λοιπόν ξαναδιαβάσατε τα βιβλία σας, είπατε: Εκανα ότι έπρεπε να κάνω, τώρα μπορώ να σταματήσω. Είναι ΟΚ…;

Δεν είπα «είναι ΟΚ ή δεν είναι ΟΚ». Δεν χρειαζόμουν, ούτε χρειάζομαι μία λογική αιτιολογία. Δεν ήθελα να το κάνω άλλο, και γι’ αυτό σταμάτησα να το κάνω. Αυτή είναι όλη η ιστορία.

Δεν ήταν ένας τρόπος να πείτε στον κόσμο: «Δεν με διαβάζατε. Διαβάστε με τώρα!»;

Σε καμία περίπτωση. Απλώς δεν ήθελα να το κάνω, όπως και να ερωτευτώ ξανά- εκτός από έναν τρόπο σαν παππούς.

Δεν θεωρείτε ότι η τέχνη του μυθιστορήματος εξαφανίζεται. Πιστεύετε ωστόσο ότι εξαφανίζονται οι αναγνώστες. Τι σημαίνει αυτό; Ο κόσμος νομίζει ότι διαβάζει αλλά δεν διαβάζει;

Εννοώ ότι οι αριθμός των αναγνωστών εξαφανίζεται όπως οι πολικοί παγετώνες. Ο αριθμός των σοβαρών αναγνωστών.

Ο κόσμος εξακολουθεί να αγοράζει βιβλία. Τα διαβάζει όμως πραγματικά;

Ενας σοβαρός αναγνώστης λογοτεχνίας είναι ένας ενήλικος, ο οποίος διαβάζει, ας πούμε δύο ή περισσότερες ώρες τη νύχτα, τρεις ή τέσσερις νύχτες την εβδομάδα, και στο τέλος δύο με τριών εβδομάδων έχει τελειώσει το βιβλίο. Ενας σοβαρός αναγνώστης δεν είναι κάποιος που διαβάζει για μισή ώρα κάποια στιγμή και ξαναπιάνει πάλι το βιβλίο μία εβδομάδα αργότερα στην παραλία. Οι σοβαροί αναγνώστες την ώρα που διαβάζουν δεν απασχολούνται από τίποτα άλλο. Βάζουν πρώτα τα παιδιά για ύπνο και μετά διαβάζουν. Δεν βλέπουν τηλεόραση στο ενδιάμεσο ή διακόπτουν για λίγο για να ψωνίσουν μέσω Ιντερνετ και να μιλήσουν στο τηλέφωνο. Αναμφίβολα ο αριθμός των σοβαρών αναγνωστών μειώνεται γοργά, ειδικά στην Αμερική. Η αιτία φυσικά δεν είναι απλώς οι πολλαπλοί περισπασμοί της σύγχρονης ζωής. Οφείλει κανείς να αναγνωρίσει το θρίαμβο της οθόνης. Το διάβασμα, είτε σοβαρό, είτε επιπόλαιο, δεν έχει καμία τύχη μπροστά στην οθόνη: πρώτα την οθόνη του κινηματογράφου, μετά την οθόνη της τηλεόρασης, σήμερα τις οθόνες των υπολογιστών που εξαπλώνονται συνεχώς, μία στην τσέπη σου, μία στο γραφείου σου, μία στο χέρι σου και σύντομα, μία ενσωματωμένη μεταξύ των ματιών σου.

Γιατί δεν μπορεί να ανταγωνιστεί το σοβαρό διάβασμα; Γιατί τα γραφικά της οθόνης είναι πολύ πιο άμεσα, εύπεπτα, σε γιγαντιαίο βαθμό συναρπαστικά. Αλλοίμονο, η οθόνη δεν είναι μόνο φανταστικά χρήσιμη, είναι και διασκεδαστική, και τί μπορεί να νικήσει τη διασκέδαση;

Ποτέ δεν υπήρξε μία Χρυσή Εποχή για το σοβαρό διάβασμα στην Αμερική. Δεν θυμάμαι ωστόσο ποτέ στη ζωή μου η κατάσταση να ήταν τόσο άσχημη για τα βιβλία- με όλη τη σταθερή προσήλωση και την αδιάσπαστη συγκέντρωση που απαιτούν- όπως σήμερα. Και θα είναι χειρότερα αύριο και ακόμα χειρότερα μεθαύριο.

Η πρόβλεψή μου είναι ότι σε τριάντα χρόνια, αν όχι συντομότερα, αυτοί που θα διαβάζουν σοβαρή λογοτεχνία θα είναι τόσοι όσο αυτοί που διαβάζουν σήμερα λατινική ποίηση. Ένα ποσοστό το κάνει. Ο αριθμός ωστόσο αυτών που θεωρούν τη λογοτεχνία ως μία εξαιρετικά επιθυμητή πηγή διαρκούς ευχαρίστησης και πνευματικής διέγερσης δυστυχώς μειώνεται.

Το να είναι κανείς συγγραφέας εμπεριέχει, για εσάς, πολλή απογοήτευση. Μπορεί αν ενέχει επίσης και ευχαρίστηση;

Ναι. Μία ευχαρίστηση για μιάμιση εβδομάδα. Όταν τελειώνεις ένα βιβλίο νιώθεις θριαμβευτής, για δέκα μέρες, οπότε πρέπει να αρχίσεις να σκέφτεσαι το αδύνατο έργο του επόμενου μυθιστορήματος.

Σε μία συνέντευξη για τον Μοnde το 2004 είχατε πει: «Όταν αρχίζω ένα βιβλίο, είμαι πάντα πρωτάρης». Πάντα;

Πάντα, πάντα. Μπορεί να πει κανείς ότι ένας από τους λόγους που σταμάτησα είναι ότι μετά από πενήντα χρόνια εξακολουθούσα να είμαι πρωτάρης- ένας αδέξιος πρωτάρης που του λείπει η εμπιστοσύνη, ολότελα σαστισμένος επί μήνες στην αρχή κάθε νέου βιβλίου. Σήμερα, ευτυχώς παραμένω πρωτάρης μόνο όσον αφορά το υπόλοιπο της ζωής.

Δεν κερδίσατε κάποια αίσθηση εμπιστοσύνης, βήμα-βήμα;

Οχι στην αρχή ενός βιβλίου. Σπάνια ένας συγγραφέας είναι σίγουρος από την αρχή. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: είσαι γεμάτος αμφιβολίες, βουτηγμένος στην αβεβαιότητα και την αμφιβολία. Ο Χένρι Τζέιμς το μεγάλο αυτό «κεφάλαιο» της αμερικανικής λογοτεχνίας, ο μυθιστοριογράφος των μυθιστοριογράφων, ο δικός μας Προυστ, το έθεσε τέλεια όταν μίλησε, σε μία ιστορία του, για την αποστολή του συγγραφέα. «Δουλεύουμε στο σκοτάδι- και κάνουμε ότι κάνουμε- δίνουμε ότι έχουμε. Η αμφιβολία μας είναι το πάθος μας και το πάθος μας είναι το έργο μας. Τα υπόλοιπα είναι η τρέλα της τέχνης».

Γιατί αναθέσατε τη βιογραφία σας σε κάποιον βιογράφο, αντί να γράψετε τα απομνημονεύματά σας;

Δεν ανέθεσα σε βιογράφο. Ο Μπλέικ Μπέιλι, αναμφίβολα ο καλύτερος βιογράφος λογοτεχνών στην Αμερική σήμερα, μου έγραψε μία επιστολή, στην οποία αυτοσυστηνόταν. Εχει γράψει τρεις εξαιρετικές βιογραφίες, η καλύτερη, για μένα, μία λαμπρή βιογραφία του εκλιπόντος Τζον Τσίβερ, έναν λογοτέχνη καυστικό και κωμικό ταυτοχρόνως, έναν μετρ της νουβέλας, έναν μαγικό στυλίστα, μία ιδιοφυία του αμερικανικού χρονογραφήματος- αν μπορεί να φανταστεί κανείς έναν τέτοιο, ένα είδος ανάλαφρα σοβαρού, ολοκληρωτικά «Αμερικανού», ερωτικού Μπρούνο Σουλτς (σσ ο σημαντικότερος ίσως συγγραφέας της Πολωνίας του μεσοπολέμου). Με τον Μπλέικ Μπέιλι αλληλογραφούσαμε και έπειτα ήρθε στο σπίτι μου από τη Βιρτζίνια, όπου μένει, και μιλούσαμε μαζί στο σαλόνι του σπιτιού μου δύο ολόκληρα απογεύματα. Του έκανα πολλές ερωτήσεις. Αργότερα μου είπε ότι τον είχα «ανακρίνει»- και ίσως να το είχα κάνει. Τον παρατηρούσα επίσης για να δω τι είδος ανθρώπου ήταν. Μου φάνηκε εντυπωσιακός από κάθε άποψη και γι’ αυτό στο τέλος του δεύτερου απογεύματος, με φωνή που έτρεμε, του είπα: «Προχώρα. Κάντο».

Δουλεύετε λοιπόν γι’ αυτόν;

Ναι δουλεύω γι’ αυτόν. Είμαι υπάλληλός του. Κάνω την προετοιμασία της δουλειάς- αμισθί.

Πώς αντιδράτε σε αυτό που έγραψε ο Τσαρλς ΜακΓκρέιθ στους New York Times «Για τους φίλους του, η ιδέα ενός κ. Ροθ που δεν γράφει, είναι σαν (αυτήν) ενός κ. Ροθ που δεν αναπνέει»;

Είχε ευγενή κίνητρα, αλλά πρόκειται για ρομαντισμό. Θα είμαι καλά χωρίς να γράφω. Ισως ακόμα πιο ευτυχής. Για να είμαι ειλικρινής, είμαι ήδη πιο ευτυχής….