Ακόμη και ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα έχει εγκωμιάσει την δράση του, ενώ πολλοί τον θεωρούν και ένα σημαντικό στοιχείο της επιτυχημένης εξωτερικής πολιτικής της πρώτης θητείας του αμερικανού προέδρου.
Όμως ο πρώην πεζοναύτης της επίλεκτης ομάδας των βατραχανθρώπων «Seals» («Φώκιες») του πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, ο οποίος σκότωσε τον Οσάμα Μπιν Λάντεν αποκάλυψε ότι αφότου έφυγε από τον στρατό, έμεινε χωρίς σύνταξη ή ιατροφαρμακευτική ασφάλισης και τώρα πασχίζει να τα βγάλει πέρα από οικονομικής άποψης.
Ο πρώην στρατιωτικός, γνωστός ως «ο σκοπευτής» έχει δώσει μερικές από τις πιο λεπτομερείς μαρτυρίες σχετικά με την επιδρομή στο κρησφύγετο του Μπιν Λάντεν στην πακιστανική πόλη Αμπόταμπαντ, τον Μάιο 2011, αλλά έχει υπογραμμίσει και με γλαφυρό τρόπο την επιστροφή του στη ζωή ως πολίτης μετά από την επίμαχη αποστολή.
Ο «σκοπευτής, ο οποίος μπήκε στο αμερικανικό ναυτικό στη δεκαετία του 1990, σε ηλικία 19 ετών, έχει πάρει μέρος σε εκατοντάδες αποστολές στο παρελθόν και έχει σκοτώσει περισσότερους από 30 «μαχητές του εχθρού».
Όταν επελέγη η ομάδα Έξι των «Seals» για να σταλεί στο κρησφύγετο του Μπιν Λάντεν, ο «σκοπευτής» ζήτησε να αποτελέσει κι εκείνος μέλος της αποστολής και έτυχε να είναι εκείνος που βρέθηκε πρώτος στο δωμάτιο όπου βρισκόταν ο άρρωστος αρχιτρομοκράτης και ιδρυτής της Αλ Κάιντα.
«Ο Μπιν Λάντεν είχε ένα όπλο σε ένα ράφι δίπλα του, το καλάσνικοφ για το οποίο είναι διάσημος. Είχει το όπλο σε σημείο που μπορεί να το φτάσει. Εκείνο το δευτερόλεπτο τον πυροβόλησα, δύο φορές στο μέτωπο. Μπαμ, μπαμ! Τη δεύτερη φορά καθώς βρισκόταν κάτω. Κουλουριάστηκε στο πάτωμα μπροστά από το κρεβάτι του και τον πυροβόλησα ξανά. Μπαμ! Στο ίδιο σημείο. Ήταν νεκρός. Η γλώσσα του κρεμόταν έξω. Τον είδα να παίρνει τις τελευταίες του αναπνοές, μια αναπνοή που είναι αντανακλαστικό. Και θυμάμαι ότι τον παρακολουθούσα καθώς εξέπνεε την τελευταία ποσότητα αέρα και σκέφτηκα: αυτό είναι το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει ή το χειρότερο πράγμα που έχω κάνει;», δήλωσε σε συνέντευξή του στο αμερικανικό περιοδικό Esquire.
Πριν από την επιδρομή στην Αμπόταμπαντ, η αναλύτρια της CIA που ήταν υπεύθυνη για τον εντοπισμό του σπιτιού όπου κρυβόταν ο μπιν Λάντεν τον ρώτησε γιατί έμοιαζε τόσο ήρεμος. «Της είπα ότι αυτό το κάνουμε κάθε βράδυ. Πηγαίνουμε σε ένα σπίτι, τα βάζουμε με μερικούς ανθρώπους και φεύγουμε», δήλωσε κυνικά ο «σκοπευτής»
Ο ίδιος εγκατέλειψε το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ τον Σεπτέμβριο του 2012, μετά από 16 χρόνια στις ειδικές δυνάμεις και τώρα ισχυρίζεται ότι υποφέρει από διάφορα προβλήματα υγείας ως επακόλουθο της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας.
Λέει ότι επέλεξε να αποσυρθεί επειδή φοβήθηκε ότι δεν θα ζούσε αρκετά για να δει τα παιδιά του να μεγαλώνουν. «Συνειδητοποίησα ότι από τη στιγμή που σταμάτησα να νιώθω την έξαψη της αδρεναλίνης από τις μάχες, ήταν ώρα να αποσυρθώ» λέει.
Εάν είχε συμπληρώσει το επίσημο όριο συνταξιοδότησης των 20 ετών υπηρεσίας, θα μπορούσε να κάνει αίτηση για να λάβει σύνταξη. Όμως επειδή εγκατέλειψε πρόωρα, έχασε και τις 60.000 δολάρια ετήσιες αποδοχές, καθώς και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για εκείνον και την οικογένειά του.
Τώρα πληρώνει σχεδόν 500 δολάρια τον μήνα για ιδιωτική ασφάλιση και ακόμη περισσότερα για τα κόστη που δεν καλύφθηκαν από την υπηρεσία του.
Το Αστικό Ινστιτούτο, μία αμερικανική δεξαμενή σκέψης εκτιμά ότι περίπου μία σε κάθε δέκα οικογένειες βετεράνων δεν έχουν ούτε βασική ασφάλεια υγείας και ενώ οι Seals θεωρούνται κατεξοχήν επίλεκτη ομάδα δεν έχουν ειδικά προνόμια μετά την απόσυρσή τους από την ενεργό δράση.
Επίσης, τα πρώην μέλη των Seals εμποδίζονται από την πολιτική εμπιστευτικότητας που τους επιβάλλεται κι έτσι δεν μπορούν να εξαργυρώσουν τα κατορθώματά τους, ενώ συχνά δυσκολεύονται και να βρουν δουλειά ως απλοί πολίτες.
Ο θείος του «σκοπευτή» προσπάθησε σύμφωνα με φήμες να του βρει δουλειά ως σύμβουλος στην Electronic Arts, μια εταιρία που φτιάχνει βιντεοπαιχνίδια με μάχες, αλλά δεν μπόρεσε να τον αναγνωρίσει ως τον δολοφόνο του Μπιν Λάντεν εξαιτίας των κανόνων συμπεριφοράς και μυστικότητας που οφείλουν να διατηρούν εσαεί τα μέλη των Ειδικών Δυνάμεων.
«Έχει πάρει μνημειώδη ρίσκα. Του είναι όμως αδύνατο να δρέψει τις δάφνες τους», δήλωσε ο πατέρας του στο περιοδικό Esquire.
Ένας από τους άντρες που βρίσκονταν στην αποστολή στο κρησφύγετο του Μπιν Λάντεν κατάφερε να εξαργυρώσει το γεγονός, θυσιάζοντας όμως την ανωνυμία του. Ο Ματ Μπισονέτ έγραψε ένα επιτυχημένο από πλευράς πωλήσεων βιβλίο για την επιδρομή, με τίτλο «No Easy Day» («Δεν ήταν εύκολη μέρα»). Όμως παρά το γεγονός ότι έγραψε με ψευδώνυμο, το πραγματικό του όνομα διέρρευσε σε ιστοσελίδα τζιχαντιστών λίγο μετά την έκδοση του βιβλίου.
Ο ίδιος ο σκοπευτής, φοβούμενος αντίποινα από μέλη της Αλ Κάιντα, έχει μάθει τα παιδιά του να κρύβονται στο μπάνιο, αν το σπίτι τους δεχτεί επίθεση, έχει διδάξει τη γυναίκα του να πυροβολεί με καραμπίνα και έχει φτιάξει μια τσάντα «διαφυγής» σε περίπτωση που ολόκληρη η οικογένεια χρειαστεί να μετακινηθεί γρήγορα σε κάποιο κρησφύγετο. Το γεγονός έχει επηρεάσει και τον γάμο του: παρότι ζουν κάτω από την ίδια στέγη για οικονομικούς λόγους, το ζευγάρι βρίσκεται σε διάσταση.