Την αντίθεσή της στο υπό σχεδιασμό, «φαραωνικό» τηλεπικοινωνιακό έργο του δημοσίου «ΣΥΖΕΥΞΙΣ ΙΙ», το οποίο έχει συνολικό προϋπολογισμό, ύψους 628 εκατ. ευρώ, εκφράζει η ΔΗΜΑΡ, υπογραμμίζοντας τις σοβαρές της αμφιβολίες για τη σκοπιμότητα μίας τόσο υψηλής δαπάνης.
Σύμφωνα με στελέχη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ), οι τηλεπικοινωνιακές δαπάνες του δημοσίου προσεγγίζουν τα 300 εκατ. ευρώ κατ’ έτος και θα μπορούσαν, όπως λένε, να μειωθούν κατά 50%, εάν η πολιτεία προχωρούσε σε συνάθροιση της ζήτησης, δηλαδή περνούσε όλους τους λογαριασμούς τηλεφωνίας και ίντερνετ σε ένα ΑΦΜ, ζητώντας καλύτερες τιμές από τους παρόχους.
Αντ’ αυτού, το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης προωθεί το «ΣΥΖΕΥΞΙΣ ΙΙ», προϋπολογισμού 628 εκατ. ευρώ, ελπίζοντας ότι η μείωση των τηλεπικοινωνιακών δαπανών θα ξεκινήσει το 2017. Ήδη, το υπουργείο Οικονομικών έχει δεσμεύσει υπέρ του έργου 458 εκατ. ευρώ από εθνικούς πόρους για το διάστημα 2014-2017, ενώ τα υπόλοιπα χρήματα σχεδιάζεται να δοθούν μέσω του ΕΣΠΑ για την αγορά εξοπλισμού.
Αντιρρήσεις από τη ΔΗΜΑΡ
Όπως πληροφορείται «Το Βήμα», ήδη έχουν σταλεί στην αρμόδια διακομματική επιτροπή δύο παρεμβάσεις της ΔΗΜΑΡ κατά του σχεδιασμού του έργου, ενώ, κατά πληροφορίες, συντάσσεται και νέα επιστολή.
Στην πρώτη επιστολή, η ΔΗΜΑΡ σημειώνει ότι οι «επιπτώσεις του ίδιου λάθους», δηλαδή της επανάληψης του ΣΥΖΕΥΞΙΣ Ι «θα είναι πολλαπλασιασμένες με συντελεστή αντιστρόφως ανάλογο της συρρίκνωσης του ΑΕΠ τα χρόνια αυτά».
Έτσι, θέτει ως όρους για «την απαιτούμενη συναίνεση» επί της συνέχισης του «ΣΥΖΕΥΞΙΣ ΙΙ:
«Την αποδοχή ως βασικής προτεραιότητας την αποφυγή δράσεων υψηλού κόστους και αμφίβολου αποτελέσματος»,
«την χρήση δημόσιων επενδύσεων με τρόπο που να απορροφούν μεν τα ευρωπαϊκά κονδύλια χωρίς όμως να επιβαρύνουν το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών»,
«την ποιοτική και ποσοτική αποτίμηση της προηγούμενης κατάστασης»,
«τον εντοπισμό υπαρχουσών υποδομών, οργανωτικών δομών και καλών πρακτικών, την ανάδειξη τους και την αξιοποίησή τους με σκοπό τον πολλαπλασιασμό των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων και τη μείωση του κόστους»,
«την κινητοποίηση διαθέσιμων ανθρώπινων πόρων, την αξιοποίηση και την στοχευμένη ενίσχυση του στελεχιακού δυναμικού της Δημόσιας Διοίκησης και των ομάδων και δομών αποδεδειγμένης αριστείας των Εκπαιδευτικών και Ερευνητικών Ιδρυμάτων», και
«την συνειδητοποίηση της ανάγκης για αλλαγή μοντέλων».
«Όχι στα φαραωνικά έργα»
Η ΔΗΜΑΡ σημειώνει την ανάγκη να παραμεριστούν «φαραωνικά «μεγάλα» έργα» και να επιλεγούν «προσαρμοσμένες και στοχευμένες παρεμβάσεις μικρού χρονικού ορίζοντα».
Μάλιστα, χαρακτηρίζει «εντελώς παράλογο να σχεδιάζεται η παραχώρηση» των Μητροπολιτικών Δικτύων (ΜΑΝ) «σε τρίτους με την επιπλέον υποχρέωση να τους αποδίδεται για τις προστιθέμενης αξίας υπηρεσίες τους μηνιαίο τίμημα μεγαλύτερο από το κόστος σύνδεσης και διατήρησης της σύνδεσης αυτής σε ζωή για μία 20ετία».
«Η ουσιαστική και εποικοδομητική συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στην διακομματική επιτροπή εξαρτάται από το βαθμό υπευθυνότητας με τον οποίο θα αντιμετωπισθούν από την επιτροπή τα τεθέντα ζητήματα αρχής και από τη μερική ή ολική συμφωνία επ’ αυτών» σημειώνεται στην πρώτη επιστολή.
Δριμεία κριτική στην δεύτερη επιστολή
Η δεύτερη επιστολή σημειώνεται ότι το ΣΥΖΕΥΞΙΣ ΙΙ «δεν συμμορφώνεται» με την κατεύθυνση της αποφυγής «δράσεων υψηλού κόστους και αμφίβολου αποτελέσματος».
Και αυτό διότι, όπως αναφέρεται ότι «δεν υπολογίζει στην πληρότητά τους τις πηγές δαπανών», «παρουσιάζει υψηλό κόστος για μικρή χρονική περίοδο και σταθεροποιεί την στρέβλωση αυτή», «δεσμεύει πόρους για αμφιλεγόμενες ανάγκες», «εμποδίζει την απασχόληση και τον ανταγωνισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων πληροφορικής», «αποτρέπει τη διάχυση και την αναβάθμιση τεχνογνωσίας», ενώ σημειώνεται ότι το κόστος «των απαιτούμενων μελλοντικών αλλαγών, συγχωνεύσεων μετακινήσεων κλπ δεν συνυπολογίζονται στο έργο».
Επίσης, ασκείται κριτική στο γεγονός ότι το ΣΥΖΕΥΞΙΣ ΙΙ δεν συνάδει με την ανάγκη για «περιορισμένες δαπάνες για εξοπλισμό» και «αυξημένες δαπάνες για ενίσχυση ανθρώπινου κεφαλαίου ιδιωτικού και δημόσιου τομέα».
Και αυτό διότι, όπως αναφέρεται στην επιστολή:
– «Χρησιμοποιεί τιμές του 2009 για εξοπλισμό ο οποίος σήμερα είναι 10-15 φορές φθηνότερος και παρουσιάζει σταθερή μείωση τιμής προς απόδοση την οποία πρέπει να εκμεταλλεύεται πάντοτε το δημόσιο»,
– «αποθαρρύνει πρωτοβουλίες συνεχούς συγκέντρωσης της κίνησης και της ζήτησης με τεχνολογίες που είναι οικονομικά προσιτές, χρησιμοποιούν υπάρχουσες υποδομές από άλλα έργα, προσφέρουν τη δυνατότητα επίλυσης προβλημάτων σε μικρό χρονικό διάστημα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αντίπαλο δέος σε ολιγοπωλιακές πρακτικές»,
– «δεν μεριμνά για την αξιοποίηση της δημόσιας δαπάνης προς ενίσχυση των παραγωγικών ανθρώπινων πόρων του δημοσίου και των δυναμικών μικρών εταιριών του ιδιωτικού τομέα και προς περιορισμό των εισαγωγών» και,
– «δεν κάνει ούτε μνεία ούτε χρήση της νομικής δέσμευσης των παρόχων για διάθεση οπτικών ινών στη χονδρική».
Μονολιθικά τμήματα του έργου
Ακόμη, σημειώνεται ότι το έργο, έτσι όπως έχει σχεδιαστεί, «δεν αποτιμά την προηγούμενη κατάσταση και τις παθογένειές της για να τις αλλάξει», εννοώντας τις μεγάλες «αρρυθμίες» του πρώτου ΣΥΖΕΥΞΙΣ.
Η ΔΗΜΑΡ επίσης υπογραμμίζει ότι παραμένει αναξιοποίητο «το Εθνικό Δίκτυο Έρευνας και Τεχνολογίας», κάτι που είναι αντίθετο «με τις αναζητήσεις της Ευρώπης», ενώ επισημαίνει ότι «δεν αξιοποιεί τις καλές πρακτικές, ουδέτερης χρήσης και αποδοτικής αξιοποίησης από Δήμους και Πανεπιστήμια των οπτικών μητροπολιτικών δικτύων και των ασύρματων υποδομών ευρείας περιοχής».
«Το έργο συγκροτείται από μονολιθικά τμήματα, δεν εξειδικεύει περιπτώσεις που μπορούν να αντιμετωπισθούν με στοχευμένες παρεμβάσεις, δεν οδηγεί σε απλούστευση διαδικασιών, δεν έχει τη δυνατότητα απεμπλοκής από διαδικασίες εάν αυτές δεν αποδίδουν, και δεν παρέχει κίνητρα για τρίτους» αναφέρεται στην επιστολή.
Σύμφωνα με τη ΔΗΜΑΡ, το ΣΥΖΕΥΞΙΣ ΙΙ, «καταστρατηγεί τις βασικές αρχές σχεδιασμού και ανάπτυξης των δικτύων δεδομένων», προκαλεί «προβληματική ανάμειξη ανόμοιων στόχων και παραγόντων κόστους», καθώς «αναμιγνύονται προβλήματα και στόχοι οι οποίοι είναι ανομοιογενείς και αντιτιθέμενοι».
Η ΔΗΜΑΡ επικαλείται την ανάγκη μείωσης «τιμών κλασσικής τηλεφωνίας σε καθεστώς ολιγοπωλίου αλλά και ρυθμιστικής πίεσης για μείωση τιμών», επικαλούμενοι τις «θετικές αντιδράσεις τηλεφωνικών εταιριών σε αντίστοιχα αιτήματα μεγάλων οργανισμών, που αιτήθηκαν μείωση τιμών με αντάλλαγμα τη συγκεντρωμένη ζήτησή τους».
«Η στη συνέχεια νομοθετική ρύθμιση για κεντρική διαχείριση των τηλεπικοινωνιακών δαπανών και η παρούσα πίεση για εναρμονισμό του κόστους των επικοινωνιών σταθερής και κινητής τηλεφωνίας οδηγούν σε βάσιμη πρόβλεψη ότι η μείωση μπορεί να είναι ουσιαστική» αναφέρεται.
Να σταματήσουν οι υπηρεσίες φωνής
Μάλιστα, γίνεται έκκληση για «σταδιακή μετατροπή της τηλεφωνίας σε εφαρμογή δεδομένων με τελικό στόχο την εξάλειψη της κλασσικής τηλεφωνίας εντός του δημόσιου τομέα και την παντελή εξάλειψη του κόστους εσωτερικής επικοινωνίας φωνής», στόχος, που όπως αναφέρεται, «συγκρούεται με το συμφέρον των τηλεφωνικών εταιριών».
Η ΔΗΜΑΡ ζητά «συγκέντρωση της επικοινωνίας φωνής ως εφαρμογή δεδομένων σε κατάλληλο αριθμό σημείων ώστε να εξυπηρετείται βέλτιστα ο στόχος συνεχούς μείωσης του κόστους των off-net κλήσεων», κάτι που «ενδιαφέρει μεγάλο αριθμό δυνητικών παρόχων και μπορεί να οδηγήσει σε δραστική πτώση τιμών λόγω ανταγωνισμού». Επίσης, γίνεται έκκληση για «μείωση κόστους επικοινωνίας δεδομένων με υπάρχουσες ενσύρματες συνδέσεις χαλκού», δηλαδή ADSL και VDSL.
«Επειδή οι αντιρρήσεις μας αφορούν τη φιλοσοφία και τη δομή όλου του έργου αλλά και του τρόπου που συντίθεται από συγκεκριμένα υποέργα, θέλουμε να δηλώσουμε τα εξής: Από το βαθμό προσοχής που θα τύχει η παρέμβασή μας έως εδώ, θα εξαρτηθεί και η σκοπιμότητα της δικής μας παρουσίας και συμμετοχής στο επίπεδο της διακομματικής επιτροπής και η συνέχιση της προσπάθειάς μας για την αναμόρφωση του έργου προς όφελος του Δημοσίου» καταλήγει η επιστολή.