Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα βρίσκεται σε εξέλιξη ένα γιγαντιαίο σχέδιο αποκρατικοποιήσεων που περιλαμβάνει μεγάλες επιχειρήσεις και 80.000 δημόσια ακίνητα. Για να προκύψει, λοιπόν, πραγματικό όφελος για τη χώρα και την οικονομία, θα πρέπει να διασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου των επενδύσεων αυτών, τόσο από την πλευρά των διαδικασιών του ΤΑΙΠΕΔ όσο και από την πλευρά των επενδυτών. Διαφορετικά, σε λίγα χρόνια θα μιλάμε ξανά για σειρά σκανδάλων με «πολιτικό χρώμα», όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν.

Μεγάλες επενδύσεις και ανασφάλεια δικαίου δεν συμβαδίζουν. Σχεδόν κανένας επενδυτής δεν επενδύει κεφάλαια σε μια χώρα ή μια επιχείρηση όπου οι κανόνες δεν είναι ξεκάθαροι και ο νόμος δεν εφαρμόζεται. Και λέω «σχεδόν κανένας», διότι πάντα υπάρχουν τρόποι κάποιοι επενδυτές να «θεμελιώνουν» την ασφάλεια δικαίου και το μέλλον της επένδυσής τους επάνω σε μη θεμιτές βάσεις (μίζες ή φακελάκια). Ωστόσο, επένδυση η οποία στηρίζεται στη διαφθορά και στη συναλλαγή είναι επωφελής μόνο για τους λίγους που συμπράττουν σε αυτή και όχι για τη χώρα και το κοινωνικό σύνολο.
Και σήμερα που η πίτα ξαναμοιράζεται στην Ελλάδα, θα πρέπει να το λάβουμε αυτό σοβαρά υπόψη.

Τα προβλήματα απονομής Δικαιοσύνης στην Ελλάδα και το περίπλοκο δικονομικό περιβάλλον αποθαρρύνουν τους επενδυτές. Οι κινητοποιήσεις διαρκείας των δικαστικών μετά τον Νοέμβριο εξέπεμψαν ένα αρνητικό μήνυμα. Ωστόσο, εξίσου ανησυχητικές είναι οι προβλέψεις εκείνων που εκτιμούν ότι η περικοπή των μισθών των δικαστών – υπερβαίνει αθροιστικά το 60% – θα τροφοδοτήσει τη διαφθορά εντός του Δικαστικού Σώματος.

Σε κάθε περίπτωση, η λειτουργία της Δικαιοσύνης επηρεάζει ευθέως την οικονομική ανάπτυξη. Ολες οι μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες διακρίνονται για την ταχύτητα στην απονομή της Δικαιοσύνης. Στις χώρες αυτές, όταν προκύπτουν διαφορές μεταξύ επενδυτών και κρατικών υπηρεσιών ή τοπικών κοινωνιών, είτε ζητήματα μεταξύ επιχειρηματικών ομίλων και ιδιωτών, από τα οποία εξαρτώνται επενδύσεις εκατομμυρίων, αυτά επιδικάζονται άμεσα, και όχι σε βάθος οκταετίας και δωδεκαετίας, όπως έχει πλειστάκις συμβεί στην Ελλάδα…

Το ΔΝΤ, σε έκθεση που δημοσιοποίησε προ ημερών, τοποθετεί την παραοικονομία στην Ελλάδα στο 25% του ΑΕΠ, δηλαδή κοντά στα 45 δισ. ευρώ. Η παραοικονομία και η διαφθορά, μαζί με την εικόνα μιας χώρας, πλήττουν και την ίδια την οικονομία. Επώδυνη συνέπεια της διαφθοράς είναι οι επιχειρήσεις και οι επενδυτές να αφαιρούν από την απασχόληση ή και την ίδια την παραγωγή το κόστος της διαφθοράς, δηλαδή τα ποσά που καταβάλλουν ως «επιστροφές» στους εκάστοτε αρμοδίους.

Η Ινδονησία και η Σιγκαπούρη είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Η Ινδονησία προσελκύει σε ετήσια βάση άμεσες ξένες επενδύσεις ύψους 7 δισ. δολαρίων, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (των 250 εκατομμυρίων Ινδονήσιων) ανέρχεται σε μόλις 4.300 δολάρια. Η Ινδονησία κατατάσσεται στις χώρες της Ασίας με το χειρότερο δικαστικό σύστημα και θεωρείται από τα κράτη-πρωταθλητές στην κακή εφαρμογή των νόμων παγκοσμίως. Αν και το χαμηλό εργατικό κόστος θα έπρεπε να προσελκύει διαρκώς μεγάλες επενδύσεις στη χώρα, ωστόσο, τόσο η κακοδικία όσο και η διαφθορά στο δικαστικό σύστημα της Ινδονησίας (κάτι που ήταν ακόμη πιο έντονο στο παρελθόν) αποθαρρύνουν πολλούς επενδυτές. Στη Σιγκαπούρη, η οποία θεωρείται ότι διαθέτει το καλύτερο δικαστικό σύστημα στην Ασία, ο χρηματοοικονομικός κλάδος είναι πολύ ανεπτυγμένος και επενδύονται κάθε χρόνο ξένα κεφαλαία ύψους 25 δισ. δολαρίων. Το δε κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανέρχεται στα 62.200 δολάρια (οι κάτοικοι της Σιγκαπούρης είναι μόλις 5 εκατομμύρια).

Για την Ελλάδα, που βρίσκεται σε φάση μετάλλαξης, το επιθυμητό θα ήταν να μετεξελιχθεί σε Σιγκαπούρη και όχι σε Ινδονησία. Αυτό, ωστόσο, εξαρτάται άμεσα από την ελληνική Δικαιοσύνη και τις παρεμβάσεις της κυβέρνησης για την ενίσχυσή της.