Το El Ladrillo ή «Το Τούβλο» είναι ένα έγγραφο 500 σελίδων με ιδιαίτερη σημασία και πολλές αρνητικές αναμνήσεις για πολλούς Χιλιανούς. Το εν λόγω έγγραφο αποτέλεσε -το 1973- τη βάση γι’ αυτό που τελικά εξελίχθηκε σε ένα οικονομικό πείραμα διάρκειας 20 χρόνων.
Η ομάδα της πραξικοπηματικής κυβέρνησης του Στρατηγού Πινοσέτ , γνωστή και ως «τα αγόρια του Chicago», υπό την καθοδήγηση του οικονομολόγου και θιασώτη της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς Milton Friedman και των συναδέλφων του στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, χρησιμοποίησαν το έγγραφο αυτό για να επιβάλλουν την ιδιωτικοποίηση και την απορύθμιση της οικονομίας της Χιλής. Σήμερα, βέβαια, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως μια ολόκληρη οικονομία αντιμετωπίστηκε ως ένα «ζωντανό» πείραμα. Επρόκειτο για ένα παράτολμο και μεγάλης κλίμακας τεστ πολιτικής και οικονομικής ιδεολογίας.
Πρόσφατα, βρέθηκα στην Αθήνα και η σύγκριση της Ελλάδας με τη Χιλή- παρά το γεγονός ότι κάποιες φορές υπερεκτιμάται- ήταν αναπόφευκτη και σε ένα βαθμό μπορεί να εξηγήσει γιατί τόσοι πολλοί Έλληνες αισθάνονται άδικα τιμωρημένοι, εξουθενωμένοι, παραιτημένοι, εξοργισμένοι. Πράγματι, όπως ανεπίσημα μου ανέφερε υψηλόβαθμο στέλεχος της ελληνικής κυβέρνησης, είναι δύσκολο να μην καταλήξει κάποιος στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έχει γίνει πειραματόζωο σε ένα μεγάλο, αλλά εντελώς μάταιο πείραμα λιτότητας από τα «αγόρια της Φρανκφούρτης» της τρόικας.
Ο λόγος που βρέθηκα στην Αθήνα ήταν για να μιλήσω σε μία ξεχωριστή εκδήλωση για τον αντίκτυπο της οικονομικής κρίσης στην υγεία των Ελλήνων εργαζομένων, με αφορμή μια σχετική ευρωπαϊκή μελέτη που διεξάγουμε μαζί με άλλους συναδέλφους. Ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης διάφορες πτυχές της δημόσιας υγείας στην Ελλάδα έχουν επιδεινωθεί. Με την ανεργία να διαμορφώνεται στο 25% περίπου -και την ανεργία των νέων κοντά στο 55%- εξηγείται εύκολα γιατί η φυσική και πνευματική υγεία των ελλήνων εργαζόμενων και των οικογενειών τους βρίσκεται υπό πίεση. Περιπτώσεις όπως του Αντώνη Περρή εμφανίζονται όλο και συχνότερα στα ελληνικά Μέσα. Ο 60χρονος Περρής και η 90χρονη μητέρα του, πέρσι το Μάιο, πιασμένοι χέρι χέρι πήδηξαν στο κενό από το μπαλκόνι του σπιτιού τους στο κέντρο της Αθήνας.
Το σημείωμα που άφησαν έγραφε: «τα τελευταία 20 χρόνια φρόντιζα ανελλιπώς τη μητέρα μου….πλέον δεν έχουμε ούτε να φάμε. Ζω ένα δράμα δίχως τέλος. Τελευταία αντιμετωπίζω προβλήματα υγείας. Δεν βλέπω άλλη λύση. Έχει κάποιος άλλος λύση να μου προσφέρει; Παγκόσμιοι ηγέτες, εσείς που φέρατε αυτή την οικονομική κρίση, όλοι σας θέλετε κρέμασμα!».
Πριν την οικονομική κρίση η Ελλάδα είχε το χαμηλότερο ποσοστό αυτοκτονιών στην Ευρώπη, 2,8 αυτοκτονίες ανά 100.00 κατοίκους. Τους 4 πρώτους μήνες του 2012, αυξήθηκαν κατακόρυφα οι αυτοκτονίες μεταξύ των φτωχών και των ατόμων άνω των 65 ετών. Στην πραγματικότητα το ποσοστό αυτοκτονιών έχει αυξηθεί κατά 33% το 2012, με πάνω από 700 ανθρώπους να έχουν βάλει τέρμα στη ζωή τους από τις αρχές του προηγούμενου έτους.
Είναι γεγονός ότι το αίσθημα της αβεβαιότητας και της απογοήτευσης είναι κυρίαρχα στους ανθρώπους στην Αθήνα στις περιγραφές τους για το πώς βιώνουν την κρίση. Κατά την πρόσφατη παραμονή μου στην Αθήνα είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω με επιχειρηματίες, ακαδημαϊκούς, εργαζόμενους στον τομέα των υπηρεσιών, γιατρούς, δημόσιους υπαλλήλους και πολιτικούς και η γενική αίσθηση που αποκόμισα ενισχύει την άποψη περί πειραματόζωου.
Πρώτα απ’όλα διαπίστωσα μεταμέλεια. Όλοι με τους οποίους συνομίλησα παραδέχονται ευθέως ότι η Ελλάδα έχει κάνει λάθη από τα οποία δέχεται τις συνέπειες. Εκτίμησή μου είναι ότι η μεταμέλεια αυτή είναι αυθεντική και ρεαλιστική. Στηρίζεται στην συνειδητοποίηση ότι «αναγνωρίζουμε τα λάθη μας και τώρα είναι ώρα για να προχωρήσουμε με την αναδόμηση της ελληνικής οικονομίας».
Το δεύτερο που διαπίστωσα είναι γνήσια σύγχυση. Και η διάχυτη απορία είναι η εξής: «Γιατί, όταν το δόγμα της λιτότητας έχει ξεκάθαρα αποτύχει να φέρει οικονομική ανάπτυξη, η Τρόικα – και η κυρία Μέρκελ –επιμένουν να συνεχίσει η Ελλάδα να παίρνει το «φάρμακό» της;». Καθώς η ελληνική κυβέρνηση υλοποιεί τις απαιτήσεις για περαιτέρω περικοπές σε μισθούς και υποβάθμιση των εργασιακών δικαιωμάτων, οι Έλληνες αναρωτιούνται από πού θα προέλθει ζήτηση στην ελληνική οικονομία όταν η εργασιακή ανασφάλεια παραμένει σε τόσο υψηλά επίπεδα και το διαθέσιμο εισόδημα είναι τόσο χαμηλό.
Το τρίτο είναι δυσαρέσκεια. Η δυσαρέσκεια πηγάζει από την γενικευμένη εντύπωση ότι η λιτότητα μάλλον δεν θα ευοδώσει και ότι περισσότερο είναι μια ταπεινωτική τιμωρία που – στα μάτια πολλών Βόρειο-Ευρωπαίων- αξίζει στους Έλληνες. Έτσι, αισθάνονται ότι παρά το γεγονός ότι εργάζονται περισσότερες ώρες από τους εργαζομένους σε πολλές χώρες της ΕΕ –συμπεριλαμβανομένου και του Ηνωμένου Βασιλείου –αυτός ο δείκτης της εργασιακής τους ηθικής, αγνοείται.
Τέλος, το τέταρτο στοιχείο είναι η αντίληψη που έχει διαμορφωθεί, ότι έχει γίνει μια ανεπανόρθωτη ζημιά που θα αφήσει βαθιές και επώδυνες πληγές. Την πεποίθηση αυτή ενισχύουν τα επίσημα στοιχεία για την ανεργία των νέων στην Ελλάδα, καθώς σύμφωνα με αυτά, οι περισσότεροι Έλληνες κάτω των 25 ετών δεν έχουν δουλειά, αλλά και η μετανάστευση υψηλά καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού. Η φυγή από την Ελλάδα «σπουδαίων μυαλών», για παράδειγμα εξειδικευμένοι γιατροί που καταφεύγουν στην Αγγλία, τον Καναδά και την Αυστραλία, είναι ένα γεγονός που ανησυχεί πολλούς έλληνες μάνατζερ, οι οποίοι εκτιμούν ότι η κατάσταση αυτή θα οδηγήσει σε «αποστράγγιση» της ελληνικής δεξαμενής ταλέντων, καθιστώντας την πολυαναμενόμενη ανάκαμψη ακόμα πιο δύσκολη.
Ωστόσο, η ανάκαμψη παραμένει μια μακρινή ελπίδα. Ακόμα και αν δεν υπάρχει «Τούβλο» που καθοδηγεί το αόρατο χέρι της Τρόικας προκειμένου να βάλει σε τάξη την Ελλάδα, η αίσθησή μου είναι ότι – τουλάχιστον – οφείλουμε στον ελληνικό λαό μια πιο πειστική και εύλογη εξήγηση για το λόγο που του έχει «χορηγηθεί» το δυσάρεστο και πιθανόν αναποτελεσματικό «φάρμακο» της λιτότητας.


* Ο κ. Stephen Bevan είναι Διευθυντής του Κέντρου για την Αποδοτικότητα
του Εργατικού Δυναμικού στο Ινστιτούτο για την Εργασία (Work
Foundation) και Επίτιμος Καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Lancaster.
Εντάχθηκε στο Work Foundation το 2002 σαν Διευθυντής του Κέντρου
Ερευνών για την Απασχόληση. Ακόμη είναι ιδρυτικός Πρόεδρος του Fit for
Work Europe Coalition. Έχει συμμετάσχει σε ερευνητικά προγράμματα για
φορείς και οργανισμούς όπως: No 10 Policy Unit, HM Treasury, το
Πρωθυπουργικό Γραφείο, το Υπουργείο Υγείας, το Υπουργείο Εργασίας και
Συντάξεων και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.