Παρασκευή 25 Αυγούστου. Ο 27χρονος ηλεκτρολόγος Βασίλης Λυμπέρης εξομολογείται σε ιερέα. Εξετάζεται από γιατρό και αποδεικνύεται ότι είναι υγιής. Τρώει το φαγητό της ημέρας στη φυλακή, δεν έχει δικαίωμα να φάει κάτι ιδιαίτερο. Μεταφέρεται από τις φυλακές Αλικαρνασσού στο γειτονικό πεδίο βολής με μια πομπή πέντε αυτοκινήτων. Τον ρωτούν αν έχει κάποια τελευταία επιθυμία και απαντά αρνητικά. Δώδεκα φαντάροι στέκονται απέναντί του. Οι μισοί έχουν άσφαιρα πυρά, οι άλλοι μισοί κανονικά – κανείς δεν ξέρει τι έχει ακριβώς, το κόλπο μοιάζει με μια ασπιρίνη για τον καρκίνο: δεν θα ξέρουν αν είναι και τυπικά δολοφόνοι. Ο νόμος ορίζει ότι καμία εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει πριν από το χάραμα και έτσι, μόλις βγει ο ήλιος, δίνεται η εντολή. Ο καταδικασμένος σε θάνατο πέφτει νεκρός. Λίγους μήνες πριν, τον Ιανουάριο του 1972, είχε βάλει φωτιά στο σπίτι του στο Χαλάνδρι σκοτώνοντας γυναίκα, πεθερά και τα δύο παιδιά του. Την επόμενη ημέρα, οι εφημερίδες, λογοκριμένες από τη χούντα, γράφουν τυπικά τις λεπτομέρειες σε μικρά, σεμνά κείμενα στις πίσω σελίδες.

Ξημέρωνε Παρασκευή 25 Αυγούστου του 1972 όταν το ελληνικό κράτος αφαιρούσε για τελευταία φορά, με επίσημη, γραφειοκρατική εντολή του, τη ζωή ενός ανθρώπου. Η θανατική ποινή δεν εφαρμόστηκε ποτέ ξανά, καταργήθηκε με νόμο το 1994 και συνταγματικά το 2001.

Λίγες ημέρες πριν, 38 χρόνια μετά την τελευταία εκτέλεση, άλλη μία επίσημη φωνή προστέθηκε σε αυτούς που κάνουν λόγο για επιστροφή της θανατικής ποινής στην Ελλάδα. Ο Μάκης Βορίδης έκανε μια κάπως επικίνδυνη δήλωση, ξεφεύγοντας από τη θεωρητική μετριοπάθεια στην οποία είχε εγκλωβιστεί τον τελευταίο καιρό, λέγοντας πως «προσωπικά, παραμένω υπέρ της θανατικής ποινής σε ένα φιλοσοφικό και θεωρητικό επίπεδο». Περίπου στην ίδια θέση βρίσκεται και ο Αδωνις Γεωργιάδης, που επίσης ουρλιάζει σχετικώς εδώ και καιρό. Δύο βουλευτές της φιλοευρωπαϊκής κυβέρνησης μιλούν ανοιχτά για επιστροφή στο παρελθόν, για αναχρονισμό και για επιβολή της εσχάτης των ποινών; Τα πράγματα, έστω και σε επικοινωνιακό επίπεδο, σοβαρεύουν.

Αυτή τη στιγμή, 58 έθνη σε όλον τον κόσμο εφαρμόζουν τη θανατική ποινή. Η Διεθνής Αμνηστία ανακοινώνει ότι ο αριθμός θα μειώνεται διαρκώς. Στην Αμερική, 21 Πολιτείες την έχουν καταργήσει και ο αριθμός των εκτελέσεων μειώνεται σταδιακά. Γιατί να επιστρέψει στην Ελλάδα;

Η λογική των υπέρμαχων είναι κάπως φλου: «Ο φόβος μειώνει τις πιθανότητες επανάληψης των εγκλημάτων». Η στατιστική έχει άλλη άποψη, αφού, για παράδειγμα, στις ΗΠΑ η εγκληματικότητα είναι έξι φορές μεγαλύτερη αναλογικά από ό,τι στη Βρετανία ή στην Αυστραλία, όπου δεν υφίσταται η τιμωρία της θανατικής ποινής. Στο Τέξας, μία από τις πιο αιμοδιψείς Πολιτείες, τα ποσοστά δολοφονιών είναι διπλάσια από το Γουισκόνσιν, στο οποίο δεν εφαρμόζεται η ποινή. Αλλά γιατί να αφήσεις τους αριθμούς να σου χαλάσουν μια ωραία ιστορία;

Η συζήτηση στην Ελλάδα έχει φουντώσει, κυρίως από το περασμένο καλοκαίρι και το ανατριχιαστικό έγκλημα της Πάρου. Είναι ίσως λογική η εξίσωση: εγκληματικότητα, αδυναμία ελέγχου, λαϊκισμός και στο τέλος ακραίες «λύσεις» για ακραία προβλήματα και ακόμη πιο ακραία ακροατήρια.

Ποιος, όμως, πιστεύει ότι στην Ελλάδα του πανικού, στην Ελλάδα του 2013, στην Ελλάδα όπου όλοι γρυλίζουν και μυρίζουν αίμα, μιλούν για κρεμάλες, στην Ελλάδα όπου το μίσος τείνει να γίνει επίσημος θεσμός, υπάρχει καθαρό μυαλό, δικαιοσύνη και εμπιστοσύνη στις αρχές για μια δίκαιη εκτέλεση; Προφανώς κανείς λογικός άνθρωπος που παρακολουθεί την επικαιρότητα, τις περίεργες δικαστικές αποφάσεις, το μπλέξιμο της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας. Οπότε; Ποιος ο λόγος για μια τέτοια αναχρονιστική κουβέντα από πρώην υπουργούς;

Μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει πως σύμφωνα με το άρθρο 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στη ζωή. Κανείς δεν μπορεί να καταδικαστεί στην ποινή του θανάτου ούτε να εκτελεστεί». Είναι μία από τις προϋποθέσεις για να είμαστε στην Ευρώπη.

Οπότε, δύο πράγματα συμβαίνουν: είτε η Νέα Δημοκρατία έπαψε να είναι τόσο φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση ή η όλη ιστορία ήταν μια προσπάθεια σκληρής ρητορικής και προσέλκυσης του ακροδεξιού ψηφοδελτίου που φυλλορροεί. Αλλη μία εντυπωσιοθηρική, επικίνδυνη και ανούσια δήλωση, λίγο ακόμη λάδι στη φωτιά από ανθρώπους που θα πληρώνονται για να τη σβήνουν. Ανούσια, σαν ένας πυροβολισμός με άσφαιρα.