Τις προάλλες, μια μέρα που το σύννεφο πάνω από την Αθήνα είχε βαλθεί να μετατρέψει την πόλη σε μουσκεμένο Λονδίνο, την ώρα που η βροχή δυνάμωνε, βρέθηκα στη λεωφόρο Συγγρού να αναζητώ ταξί. Δεν θα σταθώ στο πόσα αυτοκίνητα με προσπέρασαν με γκάζια τρελά, ρίχνοντας επάνω μου όλο το νερό του δρόμου. Ούτε θα σχολιάσω τους ταξιτζήδες που επέμεναν και μέσα στον κακό χαμό να επιλέγουν τις κούρσες τους – υπάρχει το είδος, ακόμη και σήμερα που το επάγγελμα αντιμετωπίζει κρίση.

Σχετικά τυχερός μέσα στην ατυχία μου (δεν είναι ό,τι καλύτερο την ώρα της καταιγίδας να βρίσκεσαι χωρίς ομπρέλα σε μια εκτεθειμένη λεωφόρο), γρήγορα είδα να σταματάει μπροστά μου η κούρσα η κίτρινη, με τη σημαία ανεβασμένη και ολόφωτη, σημάδι πως ήταν όλη δική μου. Στο εσωτερικό του αυτοκινήτου δεν έβλεπα, λόγω του νερού που έπεφτε στα τζάμια, όταν όμως μπήκα, βρέθηκα δίπλα σε έναν αρκετά νέο άνδρα. Καλησπέρισα, καλησπέρισε, του έδωσα τη διεύθυνση του σπιτιού μου και ξεκινήσαμε. Για να ακουστεί ξαφνικά από τα πίσω καθίσματα, τα οποία νόμιζα ότι ήταν άδεια, μια φωνή με την ενόχληση και τον εκνευρισμό αποτυπωμένο στο ηχόχρωμά της: «Εγώ δεν ερωτήθηκα αν ήθελα να σταματήσετε για να πάρετε τον κύριο! Και δεν ήθελα!».

Στρέφοντας με έκπληξη το κεφάλι, είδα μια καλοστεκούμενη μεσήλικη κυρία, η οποία είχε βεβαίως επιβιβαστεί πριν από εμένα. «Χίλια συγγνώμη», είπα, «είδα ανεβασμένη τη σημαία και νόμιζα ότι δεν υπήρχε άλλος πελάτης. Η κούρσα είναι δική σας, αν έχετε πρόβλημα, να σταματήσουμε να κατέβω». «Δεν έχω πρόβλημα μαζί σας, κύριε, με τον οδηγό έχω» απάντησε, πάντα αυστηρή, και συνέχισε: «Δεν είναι δυνατό να μη ζητάτε την άδειά μου! Εγώ πληρώνω για να πάω μόνη». «Δεν βλέπετε τι γίνεται έξω;», προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο ταξιτζής με αρκετά αγενές ύφος, «θέλατε να αφήσω τον άνθρωπο να γίνει λούτσα;». «Σταματήστε να κατέβω» επανέλαβα, επιλέγοντας, ανάμεσα σε έναν καβγά που τώρα ξεκινούσε (με την κυρία να έχει, βεβαίως, δίκιο) και μια καταιγίδα που δυνάμωνε, την καταιγίδα.

Οδηγός και πελάτισσα με αγνόησαν και συνέχισαν: «Ολοι ίδιοι είστε, αγενείς και άξεστοι, κάνετε ό,τι θέλετε χωρίς να υπολογίζετε κανέναν!» η κυρία, «Δεν σας επιτρέπω!» ο οδηγός, «Θα κάνετε ό,τι σας λέω» η κυρία, «Μη με τρελαίνεις τώρα» (ναι, ξαφνικά πέρασε στον ενικό) ο οδηγός… Ωσπου κάποια στιγμή ακούστηκε και ένα «Ποιος σας λέει ότι ο κύριος που πήρατε με το έτσι θέλω δεν είναι δολοφόνος που θα με κατασφάξει;». «Δεν είναι αυτές οι προθέσεις μου» προσπάθησα να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα. Μάταια. «Δεν απευθύνθηκα σε εσάς, η κουβέντα δεν σας αφορά» με κεραυνοβόλησε η κυρία. «Μπορεί να μην απευθυνθήκατε σε εμένα», αντέδρασα εκδηλώνοντας και εγώ τον (δικαιολογημένο, πιστεύω) εκνευρισμό μου, «αλλά είμαι εδώ, σας ακούω και δεν μου είναι καθόλου ευχάριστο!». «Εγώ στη θέση σας δεν θα έπαιρνα ταξί που μεταφέρει άλλον». «Πρώτον, δεν είδα ότι μετέφερε άλλον, γιατί τα τζάμια ήταν θολά και η σημαία ανεβασμένη. Δεύτερον, προθυμοποιήθηκα αμέσως να αποβιβαστώ, αλλά εσείς με κρατήσατε μέσα και από τότε με ψέλνετε!». «Δεν ψέλνω εσάς!». «Τι μου κάνετε; Μαθήματα συμπεριφοράς;». «Η κούρσα ήταν δική μου!». «Δεν το αμφισβήτησα! Από τη στιγμή, όμως, που από λάθος μπήκα, επιτρέψτε μου να φτάσω στον προορισμό μου χωρίς να ακούω τον εξάψαλμό σας. Αλλιώς, το ξαναλέω, αφήστε με σε ένα πεζοδρόμιο και συνεχίστε».

Η ένταση και ο εξάψαλμος συνεχίστηκαν, ως τη στιγμή που η κυρία έφτασε στον προορισμό της (στη συμβολή της λεωφόρου Αλεξάνδρας με την οδό Χαριλάου Τρικούπη) και αποβιβάστηκε, βρίζοντας τον ταξιτζή και κοιτώντας εμένα, τον εισβολέα, με μισό (έντονα βαμμένο) μάτι. Στην τσάντα μου είχα μόνο τσίχλες, τη στιγμή που ένα υπογλώσσιο ήταν ό,τι χρειαζόμουν για να γλιτώσω το έμφραγμα. Ο οδηγός, ενώ γκάζωνε (με το πόδι το θυμωμένο που καρφώνεται στο πεντάλ και εκτοξεύει το αυτοκίνητο μπροστά με νευρικότητα που τρομάζει) άρχισε να βρίζει («την καρ…, που από την ώρα που μπήκε μου έχει πρήξει τα αρ…») και χωρίς να με ρωτήσει, άναψε τσιγάρο και άρχισε να φυσάει τον καπνό του στα μούτρα μου. Πού να τολμήσω εγώ, έτσι αγριεμένος όπως ήταν, να του πω ότι δεν μπορούσα να αναπνεύσω…

Κάποια στιγμή, έφτασα σπίτι. Μπήκα τρέχοντας στο ντους για να ξεπλύνω τη βρώμα και τον εκνευρισμό της ημέρας. Και όπως έτρεχε επάνω μου το νερό, σκέφτηκα ότι αν τα νεύρα ορισμένων είναι πειραγμένα, ας πάρουν τα χάπια τους, ας κάνουν τις γιόγκες και τους διαλογισμούς τους, ας επισκεφθούν τον Δαλάι Λάμα, ας αρχίσουν μαθήματα ικεμπάνα, μπάντζι τζάμπινγκ, δημιουργικής γραφής, καλλιέργειας μεταξοσκώληκα… Υπάρχουν δεκάδες τρόποι για να εκτονώσουν την έντασή τους, ώστε να μην την ξερνάνε στα μούτρα των άλλων, όπως έκαναν με μένα ο ταξιτζής και η επιβάτιδά του. Γιατί σε αυτό το ταξίδι, στην καθημερινή διαδρομή ως το σπίτι μας, ως τη δουλειά μας, ως το τέλος της ζωής μας, κανείς δεν είναι μόνος, όλοι οφείλουμε να υπολογίζουμε και τους άλλους, νομίζω…