Το τελευταίο διάστημα, με αφορμή τις απεργιακές κινητοποιήσεις στις αστικές συγκοινωνίες και την αντιμετώπισή τους από την κυβέρνηση, επιβεβαιώθηκαν αλλά και αναδείχθηκαν ανάγλυφα ορισμένες τάσεις και αντιλήψεις που έχουν εδώ και πολύ καιρό καταγραφεί στη χώρα μας σε ό,τι αφορά τις παραβιάσεις των συνταγματικών δικαιωμάτων που σχετίζονται με τον χώρο της εργασίας.
Το πρώτο και σημαντικότερο που πρέπει να επισημανθεί είναι ένας ιδιότυπος «συνταγματικός μιθριδατισμός»: οι παραβιάσεις, είτε σε σχέση με τη συλλογική αυτονομία, που εντάσσεται στον πυρήνα του δικαιώματος του συνδικαλισμού, είτε σε σχέση με το δικαίωμα της απεργίας, είναι πλέον τόσο συχνές και δικαιολογούνται τόσο εύκολα και τόσο παραπλανητικά από τα περισσότερα ΜΜΕ ώστε φαίνεται ότι η κοινωνία εθίζεται σιγά-σιγά σε αυτές –ακόμη και αν είναι σημαντικές, δεν εξεγείρεται αλλά τις παρακολουθεί αμήχανη. Αναρωτιέται ενδεχομένως ποιο είναι το μέτρο που θα συνιστά την επόμενη παραβίαση αλλά πάντως φαίνεται να ανέχεται εκείνη που προηγήθηκε. Είναι έτσι χαρακτηριστικό ότι, ενώ η πρόσφατη επίταξη των προσωπικών υπηρεσιών των εργαζομένων του μετρό αποτελούσε αδιαμφισβήτητη και συνειδητή παραβίαση του Συντάγματος, οι πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις δεν ήταν ανάλογης έντασης.
Μεγάλο ρόλο σε αυτό διαδραμάτισε, όπως αναδεικνύεται μέσα από τη φιλολογία των πρόσφατων απεργιών, και η έμφαση που δίδεται, άλλοτε αυθόρμητα και άλλοτε επιτηδευμένα, στις αντιδράσεις για την -υπαρκτή –ταλαιπωρία των πολιτών. Θα έπρεπε, βεβαίως, να είναι κανείς απεργιομανής για να παραγνωρίζει το ότι στην απεργία σε ευαίσθητους χώρους, όπως αυτόν των συγκοινωνιών, οι χρήστες πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη, στο πλαίσιο και της ευρύτερης συνταγματικής μέριμνας για τη διασφάλιση του γενικότερου συμφέροντος. Ωστόσο πρέπει παράλληλα να υπογραμμισθεί ότι τα όρια προστασίας του γενικότερου συμφέροντος τα θέτει το ίδιο το Σύνταγμα και όχι οι πολιτικοί ή οι δημοσιογράφοι, ενώ πρέπει να συνυπολογισθεί σε κάθε περίπτωση ότι το δικαίωμα της απεργίας έχει την ιδιαιτερότητα να είναι το μόνο ίσως συνταγματικό δικαίωμα στο οποίο η συνταγματική τάξη αναγνωρίζει και αποδέχεται τον ζημιογόνο χαρακτήρα. Αποτελεί έτσι μια ιδιότυπη μορφή λαϊκισμού που δεν έχει καμία σχέση με τη θέση της απεργίας στην ελληνική και διεθνή έννομη τάξη η ιδιαίτερα έντονη υπογράμμιση της ταλαιπωρίας των πολιτών με ταυτόχρονη παράλειψη αναφοράς στο περιεχόμενο και στην ποιότητα των αιτημάτων των απεργών, στοιχεία που ενδεχομένως πρέπει να κριθούν σε κάποιες περιπτώσεις ως μείζονα και άρα να «δικαιολογούν» την όποια αναστάτωση. Ακόμη δε χειρότερο και δημοκρατικά πιο επικίνδυνο είναι όταν αυτού του είδους η προσέγγιση απαντάται και σε δικαστικές αποφάσεις οι οποίες σπεύδουν να απαγορεύσουν απεργίες επιχειρώντας μονομερή στάθμιση συμφερόντων και παραγνωρίζοντας την κανονιστική αξία του δικαιώματος.
Η συλλογική σύγκρουση στα μέσα συγκοινωνιών ανέδειξε επίσης μία άλλη μείζονα αδυναμία της έννομης τάξης μας. Ουσιαστικά δεν λειτουργούν πλέον μηχανισμοί συνδιαλλαγής και συμφιλίωσης στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων. Μέσα σε συνθήκες κρίσης και κοινωνικής έντασης το να πιστεύει κανείς ότι δεν θα αναπτυχθούν συγκρούσεις και μάλιστα έντονες είναι επιεικώς ουτοπία. Εκείνο λοιπόν που επιβάλλεται είναι η ανάπτυξη εκείνων των ανεξάρτητων μηχανισμών οι οποίοι, ακόμη και αν δεν θα μπορούν να προλαμβάνουν τη σύγκρουση, τουλάχιστον θα φροντίζουν να την αμβλύνουν και να βρουν λύσεις μέσα από τον διάλογο και τη συνεννόηση. Ηταν λάθος λοιπόν που απαξιώθηκαν τα εργαλεία της μεσολάβησης, στο πλαίσιο του ΟΜΕΔ, ο οποίος, παρά τις αδυναμίες που θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει από τη λειτουργία του στο παρελθόν, θα είχε πολλά να προσφέρει υπό τις σημερινές συνθήκες. Η απαξίωση δε αυτή είναι ίσως ένας από τους λόγους που συνέβαλαν στην ενίσχυση των πολιτικών της σύγκρουσης και της πυγμής που παρατηρείται τελευταία, με ό,τι βεβαίως αυτό συνεπάγεται για το σύστημα εργασιακών σχέσεων και για την κοινωνική συνοχή στη χώρα μας.
Από τη μια, λοιπόν, η κυβέρνηση, με την επίκληση του συντεχνιασμού και των όποιων παρανομιών των απεργών και από την άλλη η κοινωνία, παραζαλισμένη και αποκαμωμένη από τις συνέπειες της κρίσης και τον προπαγανδιστικό ορυμαγδό, φαίνεται να βαδίζουν σε ένα πολύ ολισθηρό πεδίο που εγκυμονεί μακροπρόθεσμα τεράστιους κινδύνους για τη συνταγματική μας τάξη, σε τελευταία δε ανάλυση και για την ίδια τη δημοκρατία μας. Στο σημείο λοιπόν αυτό ανακύπτει το κρίσιμο ερώτημα: Σε ποιο μέτρο και με ποιες διαδικασίες μπορεί το Σύνταγμα να βάλει φραγμό στον αυταρχισμό της Πολιτείας;
Η απάντηση είναι δύσκολη, διότι ο «συνταγματικός μιθριδατισμός», στον οποίο αναφερθήκαμε, είναι ένας μεγάλος πειρασμός για τους εκάστοτε κρατούντες προκειμένου να αποφεύγουν τις συνταγματικές δεσμεύσεις. Ωστόσο η επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος δίνει μια μεγάλη ευκαιρία στις πολιτικές δυνάμεις προκειμένου να αναστοχασθούν όλα τα σχετικά ζητήματα και να λάβουν νηφάλιες αποφάσεις. Η στάθμιση, βέβαια, με το γενικότερο συμφέρον είναι αυτονόητη. Εξίσου αυτονόητο όμως είναι ότι πρέπει να διασφαλισθεί πλήρως και έναντι όλων ο σεβασμός των δικαιωμάτων του συνδικαλισμού και της απεργίας. Οχι μόνο διότι αποτελούν πολύτιμες κατακτήσεις του παγκόσμιου δημοκρατικού κινήματος αλλά και διότι σήμερα, στην εποχή της κρίσης, αποτελούν ένα από τα πλέον σημαντικά αντίβαρα απέναντι στην καταθλιπτική κυριαρχία των αγορών…
Οι κκ. Κώστας Παπαδημητρίου και Γιώργος Σωτηρέλης είναι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ