Πριν από έναν χρόνο, ενόψει του εορτασμού της Ευρωπαϊκής Ημέρας Προστασίας Δεδομένων, το 2012, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε τη ριζική μεταρρύθμιση των κανόνων που έχει θεσπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση για την προστασία των δεδομένων, ώστε οι κανόνες αυτοί να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του 21ου αιώνα. Ένα έτος μετά την υποβολή των προτάσεων μεταρρύθμισης, είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς γιατί απαιτούνται σαφείς και εκσυγχρονισμένοι κανόνες.
Χρειάζονται νέοι κανόνες που να προστατεύουν τα δικαιώματα των πολιτών, αλλά και να διευκολύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα στην ψηφιακή εποχή. Η συνθήκη της Λισαβόνας παρέχει μια νομική βάση για την ενίσχυση των εγγυήσεων προστασίας των δεδομένων των πολιτών. Συνεπώς, βασικός στόχος των προτάσεων μεταρρύθμισης είναι να αυξηθεί ο έλεγχος του ατόμου επί των προσωπικών του δεδομένων, πράγμα που θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη στην ψηφιακή οικονομία. Πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι τα πρότυπα προστασίας των δεδομένων συμβαδίζουν με τις αναδυόμενες τεχνολογίες και τα νέα επιχειρηματικά μοντέλα.
Ζούμε σε έναν ψηφιακό κόσμο στον οποίο τα προσωπικά δεδομένα έχουν τεράστια οικονομική αξία. Αρκεί να δει κανείς απλώς τους αριθμούς: ενώ το 1993 το διαδίκτυο μετέφερε μόνο το 1% του συνόλου των πληροφοριών, ως το 2007 αυτό το ποσοστό είχε υπερβεί το 97%. Το 2011 αξία της ευρωπαϊκής αγοράς υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους ανερχόταν σε 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ για τα προϊόντα λογισμικού (software) και σε 1,1 δισεκατομμύρια ευρώ για τα προϊόντα υλισμικού (hardware). Οι εκτιμήσεις για το 2014 προβλέπουν ότι η αγορά αυτή θα αυξηθεί στα 11 δισεκατομμύρια ευρώ. Πρόκειται για κολοσσιαία ανάπτυξη. Με περισσότερους από 1 δισεκατομμύριο ανθρώπους συνδεδεμένους παγκοσμίως με τα «έξυπνα τηλέφωνα» (smartphones), όλο περισσότερα και πολυποίκιλα δεδομένα μπορούν τώρα να συνδέονται με επιμέρους άτομα. Τα αποτελέσματα που είναι δυνατόν να προκύψουν από τη σύνδεση συνόλων δεδομένων που στο παρελθόν ήταν ανεξάρτητα έχουν αποκτήσει ουσιώδη σημασία για την επιχειρηματική δραστηριότητα και για την καινοτομία.
Η Ευρώπη πρέπει να αξιοποιήσει αυτό το νέο τοπίο που διαμορφώνεται στον χώρο των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της ανταλλαγής πληροφοριών. Χρειαζόμαστε κανόνες που δεν θα «τιμωρούν» τις επιχειρήσεις για το γεγονός ότι αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους σε διασυνοριακό επίπεδο. Χρειαζόμαστε ένα στέρεο νομοθετικό πλαίσιο που θα προστατεύει τους πολίτες και θα επιτρέπει ταυτόχρονα στις επιχειρήσεις να επωφελούνται από την ευρωπαϊκή ψηφιακή ενιαία αγορά, μια αγορά με 500 εκατομμύρια δυνητικούς πελάτες. Μερικές εκτιμήσεις δείχνουν ότι το ΑΕΠ της ΕΕ θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 4% επιπλέον ως το 2020, αν η ΕΕ λάβει τα αναγκαία μέτρα για να δημιουργήσει μια σύγχρονη ψηφιακή ενιαία αγορά.
Αυτά τα νέα επιχειρηματικά μοντέλα εξαρτώνται από τη συλλογή, την κατανόηση και τη διακίνηση προσωπικών δεδομένων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, στο πλαίσιο της ιρλανδικής προεδρίας της ΕΕ, προωθούν σήμερα τη μεταρρύθμιση των κανόνων προστασίας δεδομένων της ΕΕ, οι οποίοι χρονολογούνται από το 1995 —πριν από το διαδίκτυο. Στόχος μας είναι να γίνει η ευρωπαϊκή κοινή αγορά αγαθών και υπηρεσιών πιο προσιτή στις επιχειρήσεις που επεξεργάζονται δεδομένα και να αυξηθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες τους.
Οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις των κανόνων της ΕΕ για την προστασία δεδομένων θα κάνουν τρία πράγματα για να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις να καινοτομήσουν και συμβάλουν στην ανάπτυξη:
Πρώτον, θα μειώσουν το κόστος και θα αυξήσουν την ασφάλεια δικαίου αντικαθιστώντας το σημερινό συνονθύλευμα νομοθετικών ρυθμίσεων στην Ευρώπη με μια ενιαία δέσμη κανόνων και για τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μειώνουμε τη γραφειοκρατία προβλέποντας μία και μόνη υπηρεσία εξυπηρέτησης μέσω της οποίας οι επιχειρήσεις θα μπορούν να συναλλάσσονται με τις ρυθμιστικές αρχές. Στο μέλλον οι επιχειρήσεις θα έχουν να κάνουν μόνο με τις αρχές προστασίας δεδομένων στη χώρα της ΕΕ στην οποία εδρεύουν: ένας συνομιλητής, όχι 27.
Δεύτερον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ότι οι παραβιάσεις των κανόνων προστασίας δεδομένων μπορεί να έχουν τεράστιο κόστος. Αν πείσουμε τις εταιρείες να λαμβάνουν εκ των προτέρων υπόψη τους την ανάγκη πρόβλεψης διασφαλίσεων για την προστασία των δεδομένων, θα μειώσουμε τους κινδύνους. Αν εξασφαλιστεί η γρήγορη ενημέρωση των πελατών σε περίπτωση παραβίασης των προσωπικών δεδομένων τους, θα δημιουργηθεί εμπιστοσύνη. Θα αυξηθεί ο αριθμός των ατόμων που συναλλάσσονται μέσω του διαδικτύου, κι αυτό θα είναι καλό για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Πρόκειται για κοινή λογική.
Τρίτον, οι νέοι κανόνες θα διαμορφώσουν ένα σαφές πλαίσιο για τις διεθνείς μεταβιβάσεις δεδομένων. Τα προσωπικά δεδομένα μπορεί να συλλέγονται στο Βερολίνο και να υποβάλλονται σε επεξεργασία στην Bangalore. Οι νέοι κανόνες της ΕΕ περί προστασίας δεδομένων θα βελτιώσουν το σημερινό σύστημα δεσμευτικών εταιρικών κανόνων, ούτως ώστε να καταστήσουν αυτές τις μορφές ανταλλαγών λιγότερο επαχθείς και πιο ασφαλείς.
Οι μεταρρυθμίσεις του συστήματος προστασίας δεδομένων της ΕΕ συζητήθηκαν από τους υπουργούς Δικαιοσύνης και από τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Δουβλίνο πριν από δύο εβδομάδες. Έλαβαν ισχυρή υποστήριξη, πράγμα που συμβάλλει στην επιτάχυνση της σχετικής διαδικασίας, ώστε να επιτευχθεί συμφωνία γι’ αυτή τη σημαντική μεταρρύθμιση πριν από το τέλος του τρέχοντος έτους. Το μήνυμα είναι σαφές: μια ομοιόμορφη και σύγχρονη νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ακριβώς αυτό που χρειαζόμαστε για την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης και την προώθηση της ανάπτυξης στην ψηφιακή ενιαία αγορά.
*Η κυρία Βίβιαν Ρέντινγκ, αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αρμόδια για θέματα δικαιοσύνης, και ο ιρλανδός υπουργός Δικαιοσύνης, κύριος Αλαν Σάτερ, γράφουν με την ευκαιρία του εορτασμού της Διεθνούς Ημέρας Προστασίας Δεδομένων (28 Ιανουαρίου).