Γαλλία, 1861. O Ερβέ Ζονκούρ ζει μια ήσυχη ζωή σε ένα απομακρυσμένο χωριό, το Λαβιλεντιέ, παντρεμένος με την Ελέν. Προορίζεται από τον πατέρα του για μια λαμπρή στρατιωτική θητεία αλλά εκείνος, με την καθοδήγηση μιας δαιμονικής περσόνας ονόματι Μπαλνταμπιού, αναλαμβάνει το ρίσκο της παράνομης μεταφοράς αυγών μεταξοσκώληκα από τη μακρινή Ιαπωνία. Είναι η εποχή που η Ευρώπη, η Ανατολή και ολόκληρος ο κόσμος αλλάζουν κοινωνικοπολιτικά, οι καλλιέργειες μεταξιού στη Γηραιά Ήπειρο μαστίζονται από την πανδημία της πιπερίτιδας, ενώ αν πιαστείς επί ιαπωνικού εδάφους με αυγά μεταξοσκώληκα στις τσέπες σου απαγχονίζεσαι. Στα τέσσερα ταξίδια του στην άλλη άκρη της Γης ο Ερβέ ερωτεύεται την παλλακίδα ενός τοπικού άρχοντα-αρχιλαθρέμπορου, του Χάρα Κέι. Ένας έρωτας υφασμένος αποκλειστικά στα μάτια και όχι στα λόγια τους.

Ο Αντώνης Φραγκάκης υποδύεται τον Ερβέ ξετυλίγοντας επί σκηνής την ιστορία του Ιταλού συγγραφέα Αλεσάντρο Μπαρίκο, μέσα από τις σελίδες ενός από τα πιο εμβληματικά, πανευρωπαϊκά μπεστ-σέλερ των ’90s, του Μεταξιού. «Δεν μιλάνε ποτέ, παρά μόνο με τα μάτια (το ρόλο της «γυναίκας με το πρόσωπο παιδούλας» ερμηνεύει η Μαρίνα Καλογήρου), και ο Ερβέ το κάνει ακόμα πιο επικίνδυνο με τα επίμονα βλέμματα στην ερωμένη του λαθρέμπορου μπροστά του», μου λέει ο Φραγκάκης. Πώς απαντάει εκείνη; «Στην πρώτη συνάντησή τους, όπου κάθεται ξαπλωμένη στα πόδια του Χάρα Κέι, βγάζει το χέρι της, ακουμπάει το φλιτζάνι του Ερβέ, το γυρνάει και πίνει ακριβώς από το σημείο που έπινε και αυτός».

Τον ρωτάω αν ο ρόλος του Ερβέ είναι δύσκολος, αν είναι ενεργοβόρα διαδικασία η απόδοση της έντασης που βράζει στις συναντήσεις του ήρωα με τη νεαρή Γιαπωνέζα. «Είναι δύσκολο σαν έργο κατ’ αρχήν. Είναι ένα διήγημα το οποίο πρέπει να γίνει θέατρο. Όταν το διαβάζεις, σχεδόν πιο πολύ ονειρεύεσαι γιατί σου αφήνει εικόνες, ήχους, μυρωδιές, κάτι που σε ταξιδεύει χωρίς να είναι συγκεκριμένο. Κάτι το ανάερο, σαν το μετάξι, σαν να κρατάς στο χέρι σου το τίποτα. Γι’ αυτό είναι και πολύ πετυχημένος ο τίτλος. Και επειδή ακριβώς το βιβλίο ρέει σαν μετάξι δεν θέλεις να το χάσεις όλο αυτό όταν το μεταφέρεις στο θέατρο».

ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ

Μοιάζει με ένα ταξίδι η μεταφορά του έργου στη σκηνή. Και τα ταξίδια εξιτάρουν τον Αντώνη Φραγκάκη που έχει ήδη ζήσει μια παντελώς τράνζιτ ζωή. Ξεκινώντας από την Ελλάδα, θα βρεθεί στη Γαλλία για οχτώ χρόνια κάνοντας καριέρα στο μόντελινγκ και σεμινάρια υποκριτικής με τον Ανδρέα Βουτσινά στο Παρίσι (εκεί θα συναντήσει για πρώτη φορά τη σκηνοθέτιδα της παράστασης Μαριάννα Κάλμπαρη) ενώ στη συνέχεια πηγαίνει στην Αμερική για περίπου μία πενταετία, μοιράζοντας το χρόνο του ανάμεσα σε μαθήματα ηθοποιίας και σε ταξίδια μεγάλων αποστάσεων με μηχανές που καταναλώνουν τα χιλιόμετρα σαν ποπ κορν, από τη Νέα Υόρκη στο Μαϊάμι και από εκεί στο Λος Άντζελες. Έχει κάνει τη διαδρομή από το Παρίσι στην Αθήνα πάμπολλες φορές, το μυαλό μου «κολλάει» στον τρομακτικό αριθμό των 2.100 χιλιομέτρων που χωρίζουν τις δύο πόλεις, πάνω στη σέλα.

Η καριέρα του στην Ελλάδα ξεκινάει από τον κινηματογράφο με τον Αυτόπτη μάρτυρα, ένα αστυνομικό θρίλερ του Μάρκου Χολέβα στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Αρκετά χρόνια αργότερα εμφανίζεται στον Όμηρο του Κωνσταντίνου Γιάνναρη και σταδιακά το βιογραφικό του θα εμπλουτιστεί με μια γαλλική ταινία αλλά και με πολλές ενδιάμεσες συμμετοχές σε ελληνικές σειρές, όπως στα Παιδιά της Νιόβης ή στους Singles, και θέατρο (οι μυημένοι θεατρόφιλοι θυμούνται τη χαρακτηριστική σκηνή με την αιμάτινη πλάτη του στο Ξενοδοχείο Ορφέας του Κωνσταντίνου Ρήγου στο Εμπρός).

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΖΩΗΣ

Από τα χρόνια του μόντελινγκ δεν θυμάται πολλά. Μου χαμογελάει. «Ο τρόπος που δουλεύει η μνήμη είναι λίγο παράξενος, δεν θυμάμαι πολλά πράγματα. Μάλλον απορροφούνται και καταγράφονται χωρίς τίτλους και ονόματα. Πέρα από τα ταξίδια και τα πράγματα που βλέπεις, συναντάς άτομα όλων των κοινωνικών τάξεων τα οποία βρίσκονται σε ένα συγκεκριμένο χώρο με πολύ παράξενους τρόπους. Και όλο αυτό το συνονθύλευμα έχει πλάκα. Δεν έχει στεγανά. Το μόντελινγκ ουσιαστικά ήταν πληροφορία, μια παιδεία διαφορετικών σχολείων». Αν του δινόταν η ευκαιρία να κυβερνήσει, με ένα μαγικό τρόπο, τη χώρα δεν ξέρει τι θα άλλαζε. «Είναι ένα δύσκολο «επάγγελμα». Τι θα άλλαζα, το μυαλό των ανθρώπων και το δικό μου μαζί; Αν θα άλλαζα κάτι όμως θα ξεκινούσα σίγουρα από το εκπαιδευτικό μας σύστημα».

Δεν ξέρει τι είναι ευτυχία. «Πολλά πράγματα μπορεί να είναι, μια βόλτα με τη Φανή (η 8χρονη σκύλα του που κάθεται στην αγκαλιά του την ώρα της συνέντευξης), το να βουτάω στη θάλασσα, το να περπατάω στο μονοπάτι κάποιου βουνού, να γνωρίζω ένα καινούργιο μέρος, τα πάντα». Αυτή η γοητεία του ανεξερεύνητου κουμπώνει τέλεια πάνω στην παρορμητικότητά του. Δεν ονειρεύεται ρόλους, δεν κάνει σχέδια για το μέλλον. «Εμένα αυτήν τη στιγμή η σκέψη μου πάει μέχρι το βράδυ. Ή σε ένα πιο ευρύ πλαίσιο στη δουλειά, στο έργο. Δεν σκέφτομαι το καλοκαίρι ή τον επόμενο χειμώνα. Ό,τι είναι να γίνει, να γίνει».

Σαν να θέλει να είναι διαθέσιμος για οποιαδήποτε παραγωγή, οπουδήποτε στον πλανήτη, που θα δεχτεί χωρίς δεύτερη σκέψη. «Να μου έλεγαν στη Νότια Αφρική, στη Ζιμπάμπουε, στη Ζάμπια, στην Αίγυπτο, στην Αργεντινή, στην Ινδονησία. Θα πήγαινα για τη χαρά τού να πας κάπου, γιατί μέσα από τη δουλειά παύεις να είσαι τουρίστας». Γίνεται πλάνητας-ταξιδευτής, όπως δηλώνει και ο Πορτ, ο ήρωας στο Τσάι στη Σαχάρα του Πολ Μπόουλς.

από τον Αλέξανδρο Ρουκουτάκη – φωτογραφία: Μανώλης Πετρουλάκης

*Μετάξι του Αλεσάντρο Μπαρίκο, από την 1η Φεβρουαρίου στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων (τηλ. 210-8217877)