Στα πέτρινα χρόνια της πορείας της Πατρίδας μας, κατά τα οποία το έρεβος της οικονομικής πολιτικής έχει κατακλύσει τον ελληνικό λαό και τον περισφύγγει θανασίμως, παρατηρείται μία κορύφωση της παραφιλολογίας, εάν και πως θα προσαχθούν σε «δίκαιη δίκη»… οι εντιμότατοι εκείνοι πολιτικοί άνδρες, οι οποίοι εστερημένοι της εθνικής και πολιτικής αγωγής, με τον άκρατο ηδονισμό τους και την αλαζονεία τους, έπληξαν τα θεμέλεια της Δημοκρατίας. Δίκαιη όμως δίκη σημαίνει και ότι η κοινή γνώμη θα πρέπει να πάρει απάντηση σε όλα τα ερωτήματα, τα οποία την βασανίζουν και τα οποία ορθώνονται αμείλικτα.

Η νομική αυτή παραφιλολογία και τα όσα γράφονται και λέγονται τις ημέρες αυτές έχουν υπερβεί τα όρια της αντοχής των αναγνωστών και ιδίως των τηλεθεατών. Μάλιστα δε ορισμένοι κάλαμοι, άμοιροι των ειδικών νομικών γνώσεων και του δικαιικού συστήματός μας, δεν διστάζουν να διατυπώνουν αυθαίρετες προσωπικές απόψεις τους και μάλιστα απροκαλύπτως χλευαστικές και με υπονοούμενα περί συμπαιγνίας δικαστικών αρχών και πολιτικών κομμάτων(!!!), Κατ’ αυτόν όμως τον τρόπο υφέρπει η αμφιβολία, αν αυτά τα οποία λέγονται από τους … «καλαμογραφούντες» καθημερινώς είναι η αλήθεια ή δεν είναι όλη η αλήθεια.

Ο θεσμός της παραγραφής των εγκλημάτων, ο οποίος ενδιαφέρει σήμερα και ο οποίος έχει τις ρίζες του στο αρχαίο ελληνικό δίκαιo αναγνωρίζεται σχεδόν από όλα τα δικαιικά συστήματα. Δικαιολογητικός λόγος του θεσμού της παραγραφής είναι ότι, με την πάροδο του χρόνου, η πραγμάτωση των σκοπών της ποινής αποβαίνει προβληματική ή και ανέφικτη και επομένως εκλείπει η ανάγκη του ποινικού κολασμού, αφού, κατά τον Σοφοκλή, «πανθ’ ο μέγας χρόνος μαραίνει».

Κατά το δικό μας δικαιικό σύστημα η παραγραφή ρυθμίζεται ειδικώτερα από τις διατάξεις των άρθρων 111 επ. του Ποινικού Κώδικα. Έτσι τα κακουργήματα παραγράφονται ύστερα από είκοσι έτη, αν ο νόμος προβλέπει την ποινή της ισόβιας καθείρξεως, ύστερα από δέκα πέντε δε έτη σε κάθε άλλη περίπτωση, τα πλημμελήματα παραγράφονται ύστερα από πέντε έτη και τα πταίσματα ύστερα από ένα έτος.

Ειδικώτερα όμως ο νόμος 3126/19-3-2003 «Περί ποινικής ευθύνης των Υπουργών, αλλά και των Υφυπουργών» διαλαμβάνει ειδική διάταξη (άρθρο 3 παρ. 2), κατά την οποία … «το αξιόποινο των πράξεων των Υπουργών, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1, δηλαδή τα πλημμελήματα ή κακουργήματα, τα οποία τελούνται από Υπουργό κατά την άσκηση των καθηκόντων του, εξαλείφεται με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου, η οποία αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξεως, εάν έως τότε η Βουλή δεν έχει αποφασίσει να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του Υπουργού». Θα πρέπει να επισημανθεί εδώ, ότι εσφαλμένως χρησιμοποιείται ο νομικός όρος της «παραγραφής», δεδομένου ότι δεν πρόκειται για παραγραφή, αλλά για έννομη συνέπεια, η οποία επέρχεται από την παράλειψη της Βουλής να ασκήσει την δίωξη (άρθρο 86 Συντ.). Έτσι εάν αποφασισθεί η άσκηση ποινικής διώξεως, με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, ο Πρόεδρος της Βουλής αποστέλλει στον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου την απόφαση της Βουλής, για την άσκηση ποινικής διώξεως κατά του κατηγορουμένου Υπουργού, καθώς και τα ονόματα των τακτικών και αναπληρωματικών μελών του Συμβουλίου, τα οποία κληρώθηκαν (άρθρο 8 παρ. 1,2), μαζί δε και όλη την δικογραφία. Ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου διαβιβάζει όλα τα ανωτέρω στοιχεία στον Πρόεδρο του Δικαστικού Συμβουλίου, το δε Δικαστικό Συμβούλιο ορίζει ένα από τα μέλη του, μάλιστα Αρεοπαγίτη , ως ανακριτή. Μετά το πέρας της κυρίας ανακρίσεως η δικογραφία διαβιβάζεται στον Εισαγγελέα του Δικαστικού Συμβουλίου, ο οποίος μετά την μελέτη της δικογραφίας οφείλει να υποβάλει αυτή με πρότασή του στο Δικαστικό Συμβούλιο.

Εάν η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής της ποινικώς κολάσιμης πράξεως του Υπουργού ή της εξαλείψεως του αξιοποίνου, έχει συμπληρωθεί προ της ασκήσεως – κινήσεως της ποινικής διώξεως από την Βουλή ή και μετά την άσκηση της ποινικής διώξεως, αλλά προ της ενάρξεως της κυρίας διαδικασίας, θα πρέπει αφού περατωθεί κανονικώς αυτή, η υπόθεση να εισαχθεί, με πρόταση του Εισαγγελέα του Δικαστικού Συμβουλίου, στο Δικαστικό Συμβούλιο. Και εδώ ανακύπτει το πρόβλημα. Η πρόταση του Εισαγγελέα θα είναι να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, χωρίς να αναφέρεται σ’ αυτή η ύπαρξη ή και η ανυπαρξία «σοβαρών ενδείξεων» ή να μη γίνει κατηγορία, αν δεν υπάρχουν «σοβαρές ενδείξεις» ή, τέλος, αν υπάρχουν «σοβαρές ενδείξεις», να αποφανθεί το Δικαστικό Συμβούλιο, ότι θα πρέπει να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη λόγω εξαλείψεως του αξιοποίνου της πράξεως η οποία διαπιστώθηκε ότι υπάρχει, δεδομένου ότι η παραγραφή είναι αφ’ ενός μεν θεσμός του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, αφ’ ετέρου δε τοιούτος δημοσίας τάξεως, εξετάζεται δε κατά πάσα στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, προ πάσης άλλης έρευνας κατ’ ουσίαν της υποθέσεως. Και ο προβληματισμός αυτός γίνεται εντονώτερος εάν λάβει κανείς υπ’ όψη του, ότι με την κήρυξη παραγεγραμμένου του αξιοποίνου μιας πράξεως, δεν επέρχεται πλήρης ηθική και κοινωνική αποκατάσταση του «κατηγορουμένου». Ευστόχως παρατηρείται, ότι με την παραγραφή εξαλείφεται το ουσιαστικό δικαίωμα της πολιτείας να τιμωρήσει το έγκλημα, όχι όμως και το δικαίωμα του «κατηγορουμένου» να υπερασπίσει τον εαυτό του, αλλά και το δικαίωμα των θυμάτων και στην εξεταζόμενη περίπτωση, του λαού ή και του εκλογικού σώματος, να πληροφορηθούν τον «θύτη», έστω και αν αυτός μείνει ατιμώρητος.

Αποτελεί πράγματι καινοτόμο διάταξη και είναι προς έπαινο του κοινοβουλευτισμού, η διάταξη του άρθρου 16Α του νόμου «περί ποινικής ευθύνης των υπουργών», το οποίο άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 6 του Ν. 3961/2011, κατά την οποία σε περίπτωση ανακύψεως ζητήματος παραγραφής της αξιόποινης πράξεως ή της εξαλείψεως του αξιοποίνου, συμφώνως προς το άρθρο 3 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Ειδικό Δικαστήριο ερευνά την ουσία της κατηγορίας, όταν τούτο ζητήσει εγγράφως ο κατηγορούμενος Υπουργός. Ευλόγως όμως θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης των επισημάνσεων αυτών. Αλήθεια θα διακινδυνεύσει ο «κατηγορούμενος υπουργός» να αιτήσεται την έρευνα της ουσίας της κατηγορίας, η οποία του αποδίδεται, όταν έχει εις χείρας του… «την παραγραφή…» (!!). Και εάν δεν την ζητήσει θα διακινδυνεύσει να θεωρηθεί, a contrario, ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη, η οποία του αποδίδεται (!!). Φρονώ ότι είναι θέμα εμμέριμνης συνειδήσεως, αλλά και εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς. Οι θεσμοί όμως έχουν έρεισμα την κοινή συνείδηση, την αγάπη του λαού. Και ο λαός αξιώνει να πληροφορείται την αλήθεια. Είναι με άλλα λόγια θέμα νομικού πολιτισμού.

Oι Έλληνες νομικοί γνωρίζουν, ότι όλες οι έννοιες και οι γενικές αρχές του δικαίου είχαν γεννηθεί στον στοχασμό των Ελλήνων φιλοσόφων. Μία από τις αρχές αυτές είναι και η θεσμοθετηθείσα από τον Χαρώνδα (610 π.Χ – νομοθεσία Θουρίων της Μεγάλης Ελλάδος), γνωστή ως «πολιτική αρά», ήτοι η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, καθώς και η «ατιμία – απώλεια όλων των πολιτικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων» της νομοθεσίας του Σόλωνος…(592/1 π. Χ. – άρθρα 212,438 κ.α.)…. «Ος αν, στασιαζούσης της Πόλεως, μηδέ μεθ’ ετέρων θήται τα όπλα, τούτον άτιμον είναι και της Πόλεως μη μετέχειν». Γνωστά άλλωστε είναι και η «διαπόμπευση», το «γεβέντισμα» και η «στέρηση της ιδιότητας του μέλους της κοινότητας», κατά το Βυζαντινορρωμαικό δίκαιο.

Η περίφημη «infania – ατίμωση» του Ρωμαϊκού Δικαίου. Θα αποτολμήσω να σημειώσω, ότι έχει έλθει το πλήρωμα του χρόνου, η παρούσα Βουλή, παρά τους κλυδωνισμούς από την πλημμυρίδα των ηθικών και οικονομικών σκανδάλων, με νηφαλιότητα και σύνεση, θα πρέπει να τροποποιήσει ή και να αντικαταστήσει το άρθρο 18 του Ν. 3126/2003 «Περί ποινικής ευθύνης των Υπουργών κλπ» και αντ’ αυτού να θεσπίσει διατάξεις, με τις οποίες να προβλέπεται ότι α) σε περιπτώσεις κατά τις οποίες Υπουργός ή και Υφυπουργός, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, φέρονται ότι τέλεσαν πλημμέλημα ή κακούργημα, εφ’ όσον κατ’ αυτών, αλλά και των συμμετοχών τους, ασκείται ποινική δίωξη (άρθρα 6 και 7), θα πρέπει, μετά το πέρας της κυρίας ανακρίσεως, το Δικαστικό Συμβούλιο να εξετάζει και την ουσία της υποθέσεως, ώστε τα τυχόν θύματα, αλλά και ο ελληνικός λαός, να πληροφορούνται την όλη πορεία της υποθέσεως, β) σε περίπτωση υπάρξεως «σοβαρών ενδείξεων» θα πρέπει να παραπέμπονται ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου και εάν προκύψει ζήτημα παραγραφής της αξιόποινης πράξεως, τότε να εφαρμοσθεί μεν η διάταξη περί παραγραφής, πλην όμως να υπάρχουν παρεπόμενες συνέπειες, όπως κώλυμα ανακηρύξεως ως υποψηφίου Βουλευτού, για μία ή δύο περιόδους κλπ, καθώς και δυνατότητα οποιουδήποτε ζημιωθέντος εγέρσεως αγωγής για αποζημίωσή του, υλική ή ηθική, γ) σε περίπτωση παραπομπής μεν ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου, πλην όμως απαλλαγής «λόγω αμφιβολιών», να υπάρχει η αυτή ως άνω παρεπόμενη συνέπεια και μόνο σε περίπτωση «αθωώσεως» να μην υπάρχουν συνέπειες και δ) σε περίπτωση καταδίκης, είτε για πλημμέλεια, είτε για κακούργημα, να ισχύουν οι κοινές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 59 επ.), επί πλέον δε δήμευση της «περιουσίας» η οποία αποκτήθηκε από τις αξιόποινες πράξεις (όπως η διάταξη του άρθρου 373 ΚΠΔ) και ισόβιος αποκλεισμός από την συμμετοχή του στο Κοινοβούλιο και τα άλλα δημόσια λειτουργήματα. Και επειδή διαισθάνομαι, ότι «η κακοβουλία είναι έτοιμη να επισημάνει ότι… οφλισκάνω μωρίαν», για να χρησιμοποιήσω την φράση του αείμνηστου Κων. Τσάτσου (Καθημερινή 23-24 Απριλίου 1976), θα πρέπει να της υπενθυμίσω, ότι στον Κώδικα Νόμων του 1824, οι Κολοκοτρωναίοι και οι Καραισκάκηδες της Εθνεγερσίας του 1821 είχαν συμπεριλάβει διάταξη κατά την οποία… «Όποιος των Υπουργών φωραθή ότι έλαβε δώρα και παρέβη τα χρέη του, να εκπίπτη του υπουργήματός του και να πληρόνει διπλά των όσα έλαβε, ποτέ όμως λιγότερα των εκατόν γροσιών» (διατηρήθηκε η ορθογραφία της διατάξεως).

Πέραν των όσων αναφέρονται ανωτέρω, θα πρέπει να επισημανθεί, ότι όσον αφορά τους Υπουργούς κλπ, κατ’ άρθρο 15 παρ. 5 του Ν. 3126/2003… «Πολιτική αγωγή δεν επιτρέπεται να ασκηθεί στο Ειδικό Δικαστήριο. Η αγωγή αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ασκείται και εκδικάζεται κατά τις ισχύουσες διατάξεις». Προϋπόθεση όμως αστικής ευθύνης των Υπουργών κλπ είναι η ύπαρξη ποινικής τοιαύτης και ως εκ τούτου προ της αναγνωρίσεως, κατά τον νόμο, της ποινικής ευθύνης με καταδικαστική απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86 Συντ, δεν είναι παραδεκτή η κατ’ αυτού (Υπουργού κλπ) αγωγή περί αποζημιώσεως. Και τούτο κατά παρέκκλιση από την γενική αρχή του δικαιικού μας συστήματος, κατά την οποία δεν ταυτίζεται η έννοια της «αδικοπρακτικής ευθύνης» προς αυτή της «ποινικής ευθύνης».
Από την ανωτέρω grosso modo ανάλυση καθίσταται φανερό, ότι το ζήτημα της «παραγραφής» των ποινικών αδικημάτων, των Yπουργών κλπ, δεν προσφέρεται για «συζητήσεις» στα «τηλεοπτικά παράθυρα» ή τα «καφενεία», όπου συνήθως ακούγονται «ανεμώλια έπη».

* O κ. Δημήτρης Κωνσταντίνου Ρίζος είναι Εφέτης επί τιμη