Η λειτουργία των μονάδων περίθαλψης οφείλει να είναι διαρκής καθόλη την διάρκεια της ημέρας, εξασφαλίζοντας επάρκεια στην διαχείριση περιστατικών που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης. Η έννοια της «επάρκειας» αφορά τόσο ποσοτικούς όσο –κυρίως- ποιοτικούς επί μέρους παράγοντες που συμβάλλουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Σαν τέτοιο μπορεί να είναι η άμεση δράση, σε περιπτώσεις υποτροπής χρονίων νοσημάτων ή η κατεπείγουσα νοσηλεία σε περιπτώσεις οξέων και επικίνδυνων περιστατικών (τροχαία ατυχήματα, εμφράγματα, εγκεφαλικά επεισόδια, τοκετοί και νοσηλεία νεογνών κ.τ.λ).

Στον «Χάρτη» της Υγείας, παρουσιάζεται η κατανομή των κλινικών ειδικοτήτων σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο .Ανάλογα, είναι ευχερής ο εντοπισμός των υποδομών (κλίνες, χειρουργικές αίθουσες, Μ.Ε.Θ. κ.ά).

Προφανώς, το σημείωμα δεν φιλοδοξεί να ψέξει ή να εκφράσει φιλοφρονήσεις απόλυτης ικανοποίησης γι’ αυτό που έχουμε σήμερα. Το πρόβλημα αφορά στην επικέντρωση των «στραβών» μόνο σε στενό τοπικό και πολιτικό επίπεδο. Αν π.χ. στην Αθήνα έχουμε μεγαλύτερη «πυκνότητα» κλινών, ειδικοτήτων και υποδομών Βιο-ιατρικής Τεχνολογίας σε σχέση με την ΄Ηπειρο, πάντοτε έχουμε σαν μοναδικό κριτήριο την πρωτεύουσα.

Με βάση τα στοιχεία που παρέχονται από έγκυρους φορείς, τόσο σε αναπτυγμένες κλίνες, όσο και σε ειδικότητες (& κλινικές), διαθέτουμε ισχυρό βαθμό επάρκειας, που αγγίζει τα όρια και της αναποτελεσματικότητας. Η τελευταία προσδιορίζεται από τα απόλυτα «κενά» σε βαθμό που, η μεταφορά ενός περιστατικού στο εγγύτερο διαθέσιμο νοσηλευτήριο να σημαίνει απώλεια πολύτιμου χρόνου, κρίσιμης σημασίας για την επιβίωση του ασθενούς ή το περιθώριο αποκατάστασης της υγείας του, πέρα από την δαπάνη οικονομικών πόρων κατά και μετά την νοσηλεία.

Η τρέχουσα οικονομική δυσπραγία είχε σαν μια από τις επιπτώσεις της, την αύξηση προσέλευσης και νοσηλείας στις δευτεροβάθμιες μονάδες υγείας και μάλιστα με μειωμένους πόρους, ιδιαίτερα αυτών που σχετίζονται με την αμοιβή του ιατρικού προσωπικού. Η μέθοδος της «οριζόντιας» περικοπής πέραν του μισθού εισοδηματικών ενισχύσεων, οδήγησε στην ουσιαστική «ισοπέδωση» του «γιατρού» με τον μηχανοδηγό του metro ή τον «καταμετρητή» της Δ.Ε.Η. Απέμεινε λοιπόν ως το μόνο «εργαλείο» μερικής αποκατάστασης η «εφημερία» των λειτουργών της υγείας, εν προκειμένω των γιατρών (το νοσηλευτικό, παραϊατρικό και λοιπό προσωπικό απασχολείται σε «βάρδιες»).

Το σημαντικότερο επιχείρημα εδώ αφορά στο στοιχείο της άνισης –κατά την ταπεινή μας γνώμη- πρόσθετης αμοιβής. Αυτό που ισχύει σήμερα στην ουσία εξομοιώνει τον «ωσεί» παρόντα κατά την παραλαβή και διαχείριση του περιστατικού λειτουργό της υγείας με τον καλούμενο να δράσει άμεσα και καθοριστικά για την ζωή του ασθενούς. Με απλά όσο γίνεται λόγια, ο ειδικευόμενος –συνήθως «στο πόδι» επί 15-20 ή και παραπάνω ώρες, με την επίβλεψη των έμπειρων συναδέλφων, αμοίβεται το ίδιο με τον καρδιοχειρούργο , γαστροεντερολόγο, νευροχειρούργο η ορθοπεδικό που, έστω και με 10΄ άσκησης του καθήκοντος, διασώζει μια ζωή ή αποκαθιστά την ποιότητά της σε βάθος χρόνου.

Παράλληλα, οι απασχολούμενοι σε μονάδες «αιχμής», στις οποίες είναι διαθέσιμες όλες οι κρίσιμες ειδικότητες και τεχνολογίες, εξομοιώνονται με τους συναδέλφους τους σε επαρχιακά νοσηλευτήρια. Στα τελευταία, για λόγους που είναι λίγο-πολύ γνωστοί, η «παραγωγή» είναι ποσοτικά και επιστημονικά κατώτερη, χωρίς η υπαιτιότητα να αφορά στο προσωπικό.

Δεν είναι στις προθέσεις μας η σύνταξη «τιμοκαταλόγου» αλλά η πρόκληση ενός δημόσιου διαλόγου που θα αποκαταστήσει το αίσθημα δικαίου και θα βελτιώσει τον βαθμό ικανοποίησης προσωπικού και κοινού. Δεν πιστεύουμε πως, ειδικά σε αυτό το ζήτημα, υπάρχει διαφωνία από την πλειονότητα των εμπλεκομένων στο κύκλωμα της περίθαλψης. Η «δίκαιη» αμοιβή συμβάλλει σε καλύτερα και ταχύτερα αποτελέσματα, με τελικό αποτέλεσμα την μείωση του χρόνου και του ολικού μετρήσιμου και μη κόστους παροχής των υπηρεσιών.