Εβδομήντα ένα χρόνια συμπληρώνονται από την ιστορική απόφαση των Ναζί να προχωρήσουν στην «Τελική Λύση», και 80 από την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία, και καθώς ο κόσμος θυμάται τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης και των θαλάμων αερίων, έναν νέο βιβλίο έρχεται να αποκαλύψει πόσοι πολλοί από τους αρχιτέκτονες του Ολοκαυτώματος κατάφεραν τελικά να ξεγελάσουν τη δικαιοσύνη για δεκαετίες και σε ορισμένες περιπτώσεις και μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Oπως λέει ο γερμανός ιστορικός Ντανιέλ Σταλ στο βιβλίο του με τίτλο «Το κυνήγι των Ναζί: Δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής και η Εκδίκηση των Ναζιστικών Εγκλημάτων», μετά από εκτεταμένη έρευνα σε ευρωπαϊκά και λατινοαμερικάνικα αρχεία, φαίνεται πως κορυφαίοι αξιωματούχοι και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, συμπεριλαμβανομένων δικαστικών, αστυνομικών και κυβερνητικών αξιωματούχων, στάθηκαν απρόθυμοι να εντοπίσουν Ναζί εγκληματίες πολέμου και μάλιστα πέρασαν και δεκαετίες αποτρέποντας την προσαγωγή τους στη δικαιοσύνη.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Βάλτερ Ραούφ ο οποίος διέφυγε στην Νότιο Αμερική μετά τον πόλεμο. Από εκεί ταξίδευε ατιμώρητος στην Γερμανία ως εμπορικός αντιπρόσωπος ως τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Η Γερμανία εξέδωσε ‘ένταλμα σύλληψής τους μόλις το 1961 και δεν δικάστηκε ποτέ. Πέθανε στην Χιλή το 1984 και εκατοντάδες πρώην Ναζί συνέρρευσαν στο Σαντιάγκο για να παρακολουθήσουν την κηδεία του.
Πώς όμως ενώ η διεύθυνσή του στο Σαντιάγκο ήταν γνωστή απέφευγε τη σύλληψη; Το υπουργείο Εξωτερικών της μεταπολεμικής Δυτικής Γερμανίας ζήτησε την έκδοση και ο γερμανός πρέσβης στην Χιλή, Χανς Στρακ διατάχθηκε να εκτελέσει την εντολή. Oμως ο Στρακ, ο οποίος ήταν συμπαθών των ναζί καθυστέρησε τις απαραίτητες διαδικασίες επί 14 μήνες, με αποτέλεσμα όταν το έκανε πια, το 1962 η Χιλή να είναι σε θέση να αρνηθεί το αίτημα έκδοσης υπό την αιτιολογία ότι οι φόνοι είχαν παραγραφεί σύμφωνα με την χιλιανή νομοθεσία.
Η «επίσημη» απροθυμία απέτρεψε και τη σύλληψη ενός από τους χειρότερους Ναζί εγκληματίες πολέμου, του διαβόητου γιατρού Γιόζεφ Μένγκελε ο οποίος πραγματοποίησε εκατοντάδες βάναυσα ιατρικά πειράματα σε ασθενείς και υγιείς στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Aουσβιτς. Παρά τις φήμες ότι είχε βρει καταφύγιο κάπου στην Βραζιλία ή στην Χική, ουδέποτε βρέθηκαν τα ίχνη του. ο Σταλ υποστηρίζει στο βιβλίο του ότι ο Μένγκελ δεν πιάστηκε ποτέ επειδή οι γάλλοι αστυνομικοί που απασχολούνταν από την Ιντερπόλ αρνούνταν να διεξάγουν έρευνες για εγκληματίες πολέμου επειδή ήταν μπλεγμένοι σε υποθέσει συνεργασίας με τους Ναζί. «Ως πρωτοπαλίκαρα του καθεστώτος του Βισί, συνεργάστηκαν με τους Ναζί ως το 1944», λέει ο Σταλ.
Ο γενικός γραμματέας της Ιντερπόλ το 1962, Μαρσέλ Σικό -σύμφωνα με τον Σταλ- θεωρούσε ότι η προσαγωγή των εγκληματιών πολέμου ήταν «η δικαιοσύνη του νικητή».
Από την άλλη, οι ανησυχίες της ίδιας της κυβέρνησης της Βραζιλίας σχετικά με την δική της νομιμότητα ήταν ο λόγος που ο Γκούσταβ Βάγκνερ, αξιωματικός των SS κατηγορούμενος για συνέργεια στη δολοφονία 152.000 Εβραίων στο στρατόπεδο εξόντωσης Σομπιμπόρ, δεν στάλθηκε ποτέ στη Γερμανία για να δικαστεί.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, δικαστές του ανωτάτου ομοσπονδιακού δικαστηρίου της Βραζιλίας αρνήθηκαν αίτημα της τότε κυβέρνησης της Δυτικής Γερμανίας για την έκδοση του Βάγκνερ με την δικαιολογία ότι υπήρχαν ασάφειες στην σχετική αίτηση.

Αυτό που φοβούνταν οι βραζιλιάνικες αρχές στην πραγματικότητα ήταν ότι εάν υπέκυπταν σε αυτό το αίτημα θα μειωνόταν η εξουσία τους και ότι οι αντίπαλοί τους θα άρχιζαν πια να ζητούν την τιμωρία «κάθε εγκλήματος, ακόμη και αυτά που είχε διαπράξει ο στρατός ή η αστυνομία».
Η απροθυμία των γαλλικών και γερμανικών αρχών να διώξουν τους ναζί εγκληματίες πολέμου άρχισε να φθίνει στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν μια νέα γενιά ατόμων εισήλθε στις κυβερνήσεις, το δικαστικό σώμα και την αστυνομία. Παρόλα αυτά, ντοκουμέντα για το πώς ένας «συνασπισμός απρόθυμων» συνωμοτούσε για να αποκρύψει και να προστατέψει πρώην Ναζί.

Μόλις πριν από δύο χρόνια, διαρροή αρχείων της γερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών αποκάλυψαν ότι η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας γνώριζε επί μία δεκαετία ότι ο υπεύθυνος για την οργάνωση του Ολοκαυτώματος Αντολφ Αιχμαν κρυβόταν στη Λατινική Αμερική.

Τελικά η Μοσάντ ήταν που τον εντόπισε και τον απήγαγε από την Αργεντινή το 1960. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε αεροπορικώς στο Ισραήλ όπου καταδικάστηκε σε θάνατο για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και κρεμάστηκε το 1962.