Πίσω, στη δεκαετία του ’70, στο κέντρο της πόλης. Εμείς ζούσαμε στον τέταρτο όροφο, η γιαγιά στον πρώτο. Την πολυκατοικία μας τη θυμάμαι με τα κλειδιά επάνω στις πόρτες. Οχι μόνο στα δικά μας διαμερίσματα, αλλά και σε άλλα. Φόβος δεν υπήρχε, τουλάχιστον τόσο έντονος όσο στις μέρες μας. Σήμερα, στο ίδιο συγκρότημα όπου εξακολουθώ να ζω, όλοι οι ένοικοι των διαμερισμάτων, δίπλα στις κλειδαριές που προϋπήρχαν, έχουν προσθέσει κλειδαριές ασφαλείας, ορισμένοι έχουν τοποθετήσει και πορτοπαράθυρα ασφαλείας, άλλοι έχουν ενεργοποιήσει και συναγερμό. Και όμως όλοι αισθανόμαστε απροστάτευτοι απέναντι στον εισβολέα που ανά πάσα στιγμή μπορεί να βάλει στο μάτι το σπίτι μας (ή μάλλον τη φυλακή μας, καθώς η πολυκατοικία έχει μετατραπεί σε ένα Γκουαντάναμο γεμάτο ενοίκους που οικειοθελώς αποφάσισαν τον εγκλεισμό τους), ελπίζοντας σε ακόμη πιο δραστικά μέτρα φύλαξης.
Ακούω κάθε βράδυ τους γείτονες να αποσύρονται στον οχυρωμένο μικρόκοσμό τους, διακρίνοντας ποιος είναι ποιος από τους ξεχωριστούς θορύβους που κάνουν τα κλειδιά τους επάνω στις κλειδαριές, από τα «μπιπ μπιπ» των συναγερμών που καλούνται να απενεργοποιήσουν, από τη φασαρία που κάνουν τα παλαιού τύπου ρολά όταν κατεβαίνουν για να αποκόψουν εντελώς την επαφή του σπιτιού τους με τον έξω κόσμο. Ολοι αυτοί οι ήχοι μεγεθύνονται από την ηχώ των άδειων διαδρόμων και, συνθέτοντας μια ανατριχιαστική ατονάλ συναυλία, αποσπούν ενίοτε την προσοχή μου από αυτά που κάνω. Σταματώ να παρακολουθώ τηλεόραση, να διαβάζω το βιβλίο μου ή να τακτοποιώ τα χαρτιά και τα γραπτά μου και ενώ αφουγκράζομαι τα βιαστικά βήματά τους παίζοντας το «who is who των γειτόνων» (η Στελλάτου του τρίτου κάνει εμφανή την παρουσία της από τα καμπανάκια που έχει κρεμάσει στο μπρελόκ της, ο Αλβανός του δευτέρου από τη νευρικότητα με την οποία ξεκλειδώνει την κλειδαριά ασφαλείας, με τρόπο που αντηχεί σε όλο το κτίριο κτλ.), νοσταλγώ την περίοδο προτού ο φόβος εγκατασταθεί στη γειτονιά μου.
Δεν είμαι και… η Ακρόπολη, οπότε δεν αναφέρομαι σε πολύ παλιές εποχές. Μερικά χρόνια πριν, όλα ήταν αλλιώς. Αλλαξαν, όμως, τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβα να καταλάβω πώς έγινε όλο αυτό. Πώς από το κλειδί έξω από την πόρτα πέρασα και εγώ στο «Συστήματα ασφαλείας “Το γεράκι”». Αλλά και πώς από μια πολυκατοικία με νοικοκύρηδες που γνωριζόμασταν μεταξύ μας (με τα καλά μας και με τα κακά μας, με τις συμπάθειες και με τις αντιπάθειές μας) μετατραπήκαμε σε μια «Βαβέλ» αδιαφορίας και φτηνών εντάσεων όπου καλούμαστε να συμβιώσουμε (Ελληνες, Αλβανοί, Γεωργιανοί, Ρώσοι, Αιθίοπες…) άνθρωποι που αδιαφορούμε επιδεικτικά ο ένας για τον άλλον, που δεν ανταλλάσσουμε πια ούτε καλημέρα όταν συναντιόμαστε. Το μόνο που ρωτάμε είναι «θα κλειδώσετε την εξώπορτα ή να την κλειδώσω εγώ;» – γιατί από πέρυσι ασφαλίζουμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και την κεντρική είσοδο.
Υπάρχουν πάντα και εκείνοι με τους οποίους δεν ανταλλάσσουμε ούτε κουβέντα και που περιμένουμε να διαπιστώσουμε με τα ίδια μας τα μάτια ότι, κόντρα στη γενική απόφαση, αφήνουν την εξώπορτα ανοιχτή, ώστε αμέσως μετά να τους καρφώσουμε στον διαχειριστή. Που με τη σειρά του θα αναρωτηθεί: «Τους το έχω πει εκατό φορές, τι άλλο θέλετε να κάνω;». Τι άλλο να κάνει; Τι να κάνουμε όλοι έτσι όπως καταντήσαμε; Γιατί το θέμα δεν είναι μόνο η ασφάλεια, είναι κυρίως η αποξένωση, η οποία γιγαντώνει την ανασφάλεια, τον φόβο, την αίσθηση πως είσαι ολομόναχος. Κάποτε αισθανόσουν ότι ο γείτονας ήταν εκεί για εσένα. Σ’ το επιβεβαίωνε όταν σου χτυπούσε το κουδούνι για να σου φέρει ζεστό γαλακτομπούρεκο «για να μη μείνετε με τη μυρωδιά». Του το επιβεβαίωνες και εσύ αναλαμβάνοντας να ποτίζεις τα λουλούδια του όποτε πήγαινε στο εξοχικό. Τώρα, σε σπίτι γείτονα δεν μπαίνεις, το φαγητό του δεν το δοκιμάζεις, το χαμόγελό του δεν το βλέπεις – με σπάνιες εξαιρέσεις.
Και αν κάποιοι εξακολουθούν να αναμασάνε την αρωματική τσίχλα περί της έγνοιας του Ελληνα για τον διπλανό του, «που δεν το βρίσκεις στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης», μάλλον δεν έχουν παρακολουθήσει τις εξελίξεις που μας έχουν μετατρέψει σε κάτι άλλο από εκείνο που ήμασταν – ή που θα θέλαμε να είμαστε; Τους παραπέμπω (και) στην ακραία, αλλά ενδεικτική υπόθεση της 53χρονης που βρισκόταν νεκρή μέσα στο σπίτι της πάνω από δέκα χρόνια, χωρίς να την αναζητήσει κανείς. Οι γείτονες, διάβασα, θεωρούσαν είτε πως είχε αποφασίσει να μονάσει είτε ότι ήταν έγκλειστη σε ψυχιατρική κλινική…
Παρακολουθώντας τα σχετικά ρεπορτάζ, σκέφτηκα αρχικά ότι θα μπορούσε και σε κάποιο διαμέρισμα της δικής μας πολυκατοικίας να βρίσκεται ένα πτώμα που θα το ανακαλύψουμε πολλά χρόνια αργότερα. Ξαφνικά, το θρίλερ έγινε ακόμη πιο άγριο μέσα στη φαντασία μου: μας είδα όλους σαν ζωντανούς νεκρούς, τον καθένα μόνο, ολομόναχο, καθισμένο μέσα στο διαμέρισμα-τάφο του, να μετράμε τον χρόνο που μονότονα και αδιάφορα περνά, περιμένοντας μάταια το χτύπημα στην πόρτα της γειτόνισσας με τους φρεσκοτηγανισμένους λουκουμάδες. Αθήνα 2013!