To πιο καυστικό σχόλιο που γράφτηκε κάτω από την προκήρυξη αυτών που χτύπησαν το Mall ήταν: «Ρε λεβέντες, λίγο ετεροχρονισμένους σάς βλέπω. Ή μάλλον εκτός τόπου και χρόνου. Πού τον είδατε τον καταναλωτισμό; Ο κοσμάκης δεν ψωνίζει, μάγκες. Αυτά που γράφετε μπορεί να ίσχυαν τα χρόνια της φούσκας. Οχι σε μια χρεοκοπημένη χώρα, που οδεύει από μόνη της στην κατάσταση που οραματίζεστε. Θα σας πρότεινα να μην κάνετε τίποτε και να κάτσετε να απολαύσετε την κατάρρευση και του κράτους και του καπιταλισμού και της δημοκρατίας. Αυτοκαταστρεφόμαστε μια χαρά!».
Πραγματικά, το πρώτο κομμάτι της προκήρυξης των αναρχικών ομάδων «Αγρια Ελευθερία» και «Υποκινητές Κοινωνικών Εκρήξεων», που συνιστά και το θεωρητικό μέρος που θέλει να δικαιολογήσει την πράξη τους, διαθέτει μια αφέλεια, ένα κλίμα ετεροχρονισμού προς τη δεκαετία του ’60 και μια διάθεση διδακτισμού, όπως όταν ο γιος θέλει να κάνει μάθημα στον πατέρα του. Καμία σχέση με το σκοτεινό, νετσαγεφικό κλίμα των προκηρύξεων των «Πυρήνων της Φωτιάς».
Κατ’ αρχάς οι ίδιοι οι τίτλοι των οργανώσεων, αφελείς και αστείοι, θυμίζουν παιδιά που παίζουν με τον αναρχισμό. Οι απόψεις τους για τον καταναλωτισμό και την κοινωνία του θεάματος παραπέμπουν σε τετριμμένες, παλιομοδίτικες θεωρίες της αντικουλτούρας. Η άποψή τους «το Mall φέρνει χρήμα και ικανοποιεί τη δίψα όλων αυτών των άπληστων μισάνθρωπων και από την άλλη βυθίζει στην απάθεια και στην άγνοια με αντάλλαγμα λίγες στιγμές πλαστού συναισθήματος, ψεύτικης ικανοποίησης και ολοκληρωτικού ελέγχου» παραπέμπει στις θεωρίες του Γκυ Ντεμπόρ από την «Κοινωνία του Θεάματος» (1967), ότι «ο αισθητός κόσμος αντικαθίσταται από μια επιλογή εικόνων», ότι «αλλοτριωμένη κατανάλωση γίνεται για τις μάζες μια επιπλέον υποχρέωση, που προστίθεται στην αλλοτριωμένη παραγωγή», ότι «το εμπόρευμα έχει μετατραπεί σε θέαμα και κατέχει ολοκληρωτικά την κοινωνία». Θέσεις, αξιόλογες στη σύλληψή τους, που αργότερα πήραν οι φιλόσοφοι, αυτοί κυρίως της Σχολής της Φραγκφούρτης, οι θεωρητικοί των media (Μάρσαλ Μακ Λούαν κ.ά.), ακόμη και οι διαφημιστές για να ανανεώσουν τις απόψεις τους και να ανανεώσουν το μάρκετινγκ.
Στη δεκαετία του ’60 το κίνημα της αντικαταναλωτικής, αντικουλτούρας στις ΗΠΑ, με προεξάρχουσα την πρόταση για μια πολιτιστική επανάσταση που με επιμέρους ρήξεις θα ανάγκαζε το κατεστημένο να καταρρεύσει, δεν είχε αποτέλεσμα. Γιατί το τρωτό σημείο αυτής της, κατά τα άλλα, διεισδυτικής ανάλυσης του καταναλωτισμού είναι ότι από μόνη της δεν εξηγεί τον κόσμο, τις δυνάμεις που τον κινούν. Δεν μπορεί να δει ποιες είναι οι βασικές αντιθέσεις, ποιες αξίες είναι αυτές που μπορούν να οδηγήσουν την ανθρώπινη κοινωνία στην ευημερία. Υπάρχει η πολιτική, η οικονομία, οι διεθνείς σχέσεις, ένα ολόκληρο πλέγμα που μια έκρηξη στο Mall είναι απλώς μια αθέατη μύγα στο υπερμέγεθες μάγουλό του.
Οι «αναρχικοί» της προκήρυξης ισχυρίζονται ότι με την επίθεση στο Mall κατάφεραν «ένα πλήγμα στην κυριαρχία της νόρμας, ένα πλήγμα στην αστυνομική εποπτεία και στις απαγορεύσεις». Φυσικά λίγες ώρες μετά το Mall γύρισε στην κανονική ζωή, γιατί αυτή είναι η πεισματάρα πραγματικότητα. Οι άνθρωποι συνεχίζουν να ζουν, να διασκεδάζουν και να αγοράζουν προϊόντα (βέβαια, μόνο τα απαραίτητα πλέον) και οι απονενοημένες ενέργειες των αυτοαποκαλούμενων αναρχικών ικανοποιούν, πιθανόν, μόνο τα δικά τους ταραγμένα εσώψυχα, τις μύχιες ενοχές και τα πολιτιστικά κουσούρια τους.
Κάπου στο τέλος της προκήρυξης υμνούν τους «ένοπλους συντρόφους» διεκδικώντας την ευμένειά τους και επιτίθενται αμυνόμενοι σε μερίδα του δικού τους «κινήματος» προαισθανόμενοι ότι θα τους κατηγορήσουν πως η πράξη τους είναι ανέξοδη, «επιζήμια» ή «προβοκατόρικη». Δυστυχώς γι’ αυτούς, το ζήτημα δεν είναι τι γνώμη έχουν αυτοί για τον εαυτό τους αλλά τι πιστεύουν οι άλλοι για τις πράξεις τους. Αν ούτε η κοινωνία ούτε καν οι δικοί σου σε αναγνωρίζουν, μήπως πρέπει να σκεφτείς πού είναι το λάθος;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ