Oι συνδικαλιστές πρωτοτυπούν. Η πρόταση του Συνδέσμου Γερμανικών Συνδικάτων DGB για ένα μεγαλεπήβολο πρόγραμμα επενδύσεων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης («Σχέδιο Μάρσαλ για την Ευρώπη») έδωσε νέα τροπή στη συζήτηση για τη σωτηρία του ευρώ. Η αξία της πρότασης, που έχει γίνει ήδη δεκτή από το σύνολο του ευρωπαϊκού συνδικαλιστικού κινήματος (η επίσημη «ευλογία» της θα γίνει αύριο σε διάσκεψη των ευρωπαϊκών συνδικάτων στη Μαδρίτη) συνίσταται πριν από όλα στον πολιτικό χαρακτήρα της –ως σοβαρή εναλλακτική λύση στην κυρίαρχη πολιτική της λιτότητας. Ξαφνικά η Ανγκελα Μέρκελ και οι ιθύνοντες των Βρυξελλών αποκτούν, για πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα της κρίσης, έναν υπολογίσιμο αντίπαλο, που δεν έχει μόνο την καλή μαρτυρία, αλλά πανευρωπαϊκή βάση και δικτύωση. Ενδιαφέρον έχει και η χρηματοδότηση του ευρωπαϊκού αυτού σχεδίου Μάρσαλ (βλέπε «Tο Βήμα της Κυριακής» της 20.01.13) που αντλεί τους πόρους του αποκλειστικά από έναν φόρο περιουσίας ύψους 3% για τους πολύ πλούσιους, καθώς και από τη φορολόγηση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Τα αναμενόμενα έσοδα ύψους 2.600 δισεκατομμυρίων θα έφταναν για να κινήσουν ασύγκριτα περισσότερες επενδύσεις από όσες προβλέπουν τα διαρθρωτικά ταμεία της Κοινότητας. Και το κρίσιμο ερώτημα είναι αν το σχέδιο αυτό μπει και στην καθαυτή πολιτική ατζέντα μέσω της υιοθέτησής του από τα κεντροαριστερά κόμματα της Ευρώπης.
«Το σχέδιο Μάρσαλ για την Ευρώπη» που προτείνει ο Σύνδεσμος των Γερμανικών Συνδικάτων (DGB) δείχνει ότι πλέον οι εργαζόμενοι της Ευρώπης διεκδικούν σοβαρό ρόλο στον αγώνα για την έξοδο από την ευρωκρίση. «Η Μέρκελ ξέρει ότι η πολιτική της λιτότητας δεν αποδίδει. Την περίοδο 2008-2009 έκανε στη Γερμανία το ακριβώς αντίθετο από αυτό που επιβάλλει σήμερα στην Ελλάδα: αντί για λιτότητα, χρηματοδοτούσε μεγάλα επενδυτικά προγράμματα και αντί για απολύσεις, προέβη μόνο σε μείωση του χρόνου εργασίας. Είμαστε αλληλέγγυοι με τους Ελληνες και βοηθάμε όπου μπορούμε. Ομως δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά πράγματα» υποστηρίζει ο Μίχαελ Σόμερ, πρόεδρος του DGB.
Τι σας παρακίνησε να δώσετε στο σχέδιό σας ένα αμερικανικό όνομα;
«Αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία ήταν υπερχρεωμένη σε απελπιστικό βαθμό. Χωρίς τα μεγάλα κονδύλια που πήραμε στο πλαίσιο του αμερικανικού σχεδίου Μάρσαλ, δεν θα τα είχαμε βγάλει πέρα. Γι’ αυτό και αποφασίσαμε να δώσουμε στο ευρωπαϊκό μας σχέδιο, τιμής ένεκεν, αμερικανικό όνομα».
Προβλέπει το σχέδιό σας ειδικά προγράμματα για ξεχωριστές χώρες;
«Οχι, αυτό θα ήταν μεγάλο λάθος. Οι συνάδελφοί μου στην Ελλάδα, ή την Ισπανία ξέρουν πολύ καλύτερα τι χρειάζεται ο τόπος τους. Οι επενδύσεις σε κάθε χώρα πρέπει να μελετηθούν και να αποφασιστούν από τους ίδιους σε συνεργασία με τους άλλους εγχώριους φορείς. Ομως πρέπει να πω ότι εμείς δεν θέλουμε περισσότερο μπετόν, περισσότερους αυτοκινητοδρόμους και αερολιμένες, αλλά κυρίως αειφόρες επενδύσεις, για παράδειγμα στον τομέα των εναλλακτικών μορφών ενέργειας, των μοντέρνων τηλεπικοινωνιών, ή της μόρφωσης και επιμόρφωσης».
Τα συνδικάτα στις χειμαζόμενες χώρες της Νότιας Ευρώπης σας κατηγορούν ότι δεν κάνετε τίποτε για να τα βοηθήσετε, παρ’ όλο που είστε η ισχυρότερη συνδικαλιστική οργάνωση της ηπείρου. Δεν σας θίγει αυτή η κατηγορία; Ελπίζετε να την αποσείσετε παρουσιάζοντάς τους ένα ακόμα θεωρητικό σχέδιο βοήθειας;
«Με θίγει πολύ και μάλιστα προσωπικά, επειδή βασικά έχουν δίκιο. Από την άλλη ωστόσο δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά πράγματα. Πολλοί εργαζόμενοι στη Γερμανία δεν έχουν συνείδηση της κρίσης, επειδή αυτή δεν τους έχει χτυπήσει ακόμα. Αρκετοί βέβαια είναι της άποψης ότι είναι άδικο να πετσοκόβονται οι μισθοί και οι συντάξεις των συναδέλφων τους στην Ελλάδα. Από την άλλη όμως δεν θέλουν να κατέβουν στους δρόμους γι’ αυτούς. Ανάμεσα στην άποψη και στη θέλησή τους για κινητοποίηση υπάρχει τεράστια διαφορά. Και αυτό μάς δένει τα χέρια. Σε αυτό προστίθεται και το γεγονός ότι τα αναίσχυντα ψέματα, που διαδίδουν τα λαϊκιστικά μέσα ενημέρωσης, όπως η «Bild Zeitung», κατά των Νότιων Ευρωπαίων, γίνονται πιστευτά από πολύ κόσμο. Γι’ αυτό και η πιο αποτελεσματική βοήθεια που μπορούμε να προσφέρουμε σήμερα είναι ένα πλάνο οικονομικής ανάκαμψης, που μπορεί να προωθηθεί σήμερα κυρίως με πολιτικά μέσα».
Τι λέτε για την πολιτική της τρόικας στην Ελλάδα;
«Πρόκειται για λάθος πολιτική. Με τις συνεχείς περικοπές σε μισθούς και συντάξεις δεν πρόκειται να ανορθωθεί ποτέ πάλι η οικονομία. Αυτό που με ενοχλεί ιδιαίτερα είναι ότι τα μέτρα της πλήττουν αποκλειστικά τους φτωχότερους των φτωχών. Οι λεφτάδες αφήνονται εντελώς ανενόχλητοι».
Δεν φταίει και η ελληνική κυβέρνηση για τη μιζέρια;
«Σίγουρα. Είναι καιρός να κάνει κι αυτή τα μαθήματά της στήνοντας για παράδειγμα ένα λειτουργικό φορολογικό σύστημα. Εμείς δυσκολευόμαστε να πείσουμε τους γερμανούς φορολογουμένους να βοηθήσουν τη χώρα, τη στιγμή που οι έλληνες κροίσοι βγάζουν τα λεφτά τους αφορολόγητα στο εξωτερικό. Ομως, επαναλαμβάνω, τη νύφη δεν πρέπει να την πληρώσουν οι χαμηλόμισθοι. Δεν είναι αυτοί που προκάλεσαν την κρίση».
Ο Σύνδεσμος Γερμανών Βιομηχάνων προτείνει τη μετατροπή της Ελλάδας σε Ειδική Οικονομική Ζώνη της Ευρώπης. Τι λέτε για αυτό;
«Ενα σκέτο «όχι». Τέτοιο βήμα δεν αποτελεί λύση. Με αυτό θα προωθούνταν μόνο το κοινωνικό ντάμπινγκ και το ξεπούλημα ενός ολόκληρου έθνους».
Συμμετέχουν τα συνδικάτα σας στις γερμανικές πρωτοβουλίες που στέλνουν πακέτα βοήθειας με φάρμακα και τρόφιμα στην Ελλάδα;
«Είμαστε αλληλέγγυοι με τους Ελληνες και βοηθάμε όπου μπορούμε. Αλλά με πακέτα βοήθειας δεν πρόκειται να λυθεί ποτέ το πρόβλημα της κρίσης. Είμαι πεπεισμένος ότι αυτό που χρειάζονται οι Ελληνες είναι μια άλλη ευρωπαϊκή πολιτική. Οχι πακέτα βοήθειας, αλλά μια προοπτική για καλύτερη δουλειά και ζωή στη χώρα τους. Γι’ αυτό ακριβώς και εκπονήσαμε ένα δικό μας επενδυτικό σχέδιο, που αν υλοποιηθεί θα εξασφαλίσει τη σταθερότητα και την ανταγωνιστικότητα της χώρας».
Τι επαφή έχετε με τους έλληνες συναδέλφους σας;
«Ανταλλάσσουμε τακτικά απόψεις. Κατά τα άλλα, θυμάμαι καλά ακόμα τη συνάντησή μου με τον Γιάννη Παναγόπουλο τον περασμένο Μάρτιο στο Βερολίνο, όπου μεσολάβησα για να μιλήσει με την Ανγκελα Μέρκελ. Είχα την εντύπωση ότι εκμεταλλεύθηκε καλά την ευκαιρία για να της δώσει από πρώτο χέρι μια εικόνα της δύσκολης κατάστασης στην Ελλάδα».
Εχετε σκοπό να τον επισκεφτείτε στην Αθήνα για να υπογραμμίσετε έτσι την υποστήριξή σας σε αυτόν;
«Νομίζω ότι ο καλύτερος τρόπος υποστήριξης είναι η πίεση που ασκώ εδώ στη γερμανική κυβέρνηση για να θέσει τέρμα στην πολιτική λιτότητας. Αλλά δεν μένω μόνο στην πίεση. Ταυτόχρονα προτάσσω και το σχέδιο Μάρσαλ ως εναλλακτική λύση στην πολιτική της Μέρκελ».
Δεν θα ήταν σκόπιμο η τελική απόφαση γι’ αυτό το σχέδιο να ληφθεί σε μια διάσκεψη των ευρωπαϊκών συνδικάτων στην Αθήνα;
«Δεν είναι στο χέρι μου να το αποφασίσω. Πρέπει κατ’ αρχάς να το συζητήσουμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αν όμως αποφασιστεί να γίνει η διάσκεψη στην Αθήνα, αυτό θα ήταν καλό μήνυμα».
Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει τη διεξαγωγή μιας διεθνούς διάσκεψης με στόχο το «κούρεμα» των χρεών σε όλη την Ευρώπη. Καλή πρόταση;
«Εγώ τείνω προς περισσότερο ρεαλισμό. Το «κούρεμα» θα μπορούσε να αποτελέσει επιλογή μόνο αν δεν υπάρχει καμία άλλη διέξοδος. Αυτό όμως δεν το χρειάζονται τα περισσότερα κράτη. Το «κούρεμα» έστω σε μία μόνο χώρα θα είχε συνέπειες για την οικονομία όλων των ευρωπαϊκών χωρών. Γι’ αυτό και πρέπει να αποφευχθεί ένας απερίσκεπτος χειρισμός του».
Πώς κρίνετε τις διάφορες δηλώσεις της Ανγκελα Μέρκελ για την Ελλάδα;
«Νομίζω ότι θα έπρεπε να επιλέγει προσεκτικότερα τα λόγια της. Αλλά πέρα από αυτό, αυτό που με ενοχλεί πραγματικά είναι η λιτότητα που απαιτεί από την Ευρώπη. Η ίδια έκανε την περίοδο 2008-2009 το ακριβώς αντίθετο στη Γερμανία: αντί για λιτότητα, χρηματοδοτούσε μεγάλα επενδυτικά προγράμματα και αντί σε απολύσεις, προέβη μόνο σε μείωση του χρόνου εργασίας. Κατά βάση ξέρει ότι η δεύτερη αυτή πολιτική είναι καλύτερη».
Ποιος δείχνει περισσότερο σύμφωνος με το σχέδιό σας, η Μέρκελ ή ο υποψήφιος καγκελάριος των Σοσιαλδημοκρατών Πέερ Στάινμπρουκ;
«Σαφώς ο δεύτερος. Η καγκελάριος το απέρριψε αμέσως αποκαλώντας το ενδιαφέρον, αλλά οικονομικά ανεφάρμοστο».
Λέγεται ότι βρίσκεστε στα μαχαίρια με τον Στάινμπρουκ. Τα πάτε καλύτερα με τη Μέρκελ;
«Με την καγκελάριο μπορείς να συζητήσεις πολύ άνετα. Ο Στάινμπρουκ, αντίθετα, είναι στρυφνός συνομιλητής, που είναι καλό να τον αποφεύγεις. Πολιτικά όμως είμαι ασύγκριτα πιο κοντά του».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ