Από τις τρεις κρατικές εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική) παλαιότερα ο κόσμος εμπιστευόταν περισσότερο τη νομοθετική. Ο λόγος ήταν μάλλον απλός: το Κοινοβούλιο αποτελούσε την αντιπροσωπεία του λαού και το αντίβαρο στην εκτελεστική εξουσία του μονάρχη. Οταν όμως σταδιακά τα μοναρχικά πολιτεύματα άρχισαν να φθίνουν και τα Κοινοβούλια να ταυτίζονται με τις κυβερνήσεις (με τον πρωθυπουργό να κινεί ουσιαστικά τα νήματα και των δύο εξουσιών), τότε η νομοθετική εξουσία έχασε σε μεγάλο βαθμό την αυθεντία που της προσέδιδε η λειτουργία της ως «αντίπαλον δέος» στην αυθαίρετη εξουσία του μονάρχη. Σε αυτό συνετέλεσαν και άλλοι παράγοντες, όπως η κακή νομοθέτηση και η εξυπηρέτηση πελατειακών συμφερόντων μέσω της νομοθετικής εξουσίας. Σημασία έχει πάντως ότι ταυτόχρονα αυξανόταν το κύρος της δικαστικής εξουσίας, ως εκείνης της εξουσίας που είναι ανεξάρτητη και υψηλού επιπέδου, διασφαλίζοντας τα θεμελιώδη δικαιώματα.
Τον τελευταίο όμως καιρό έχει αρχίσει στη χώρα μας η αμφισβήτηση και αυτής ακόμη της δικαστικής εξουσίας. Κορυφαίοι κρατικοί λειτουργοί ασκούν κριτική στη Δικαιοσύνη και δημοσιεύματα του Τύπου κρίνουν δικαστικές αποφάσεις με πολιτικούς όρους, όπως συνέβη με τις πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας για το μνημόνιο και την ιθαγένεια. Παράλληλα, πολλαπλασιάζονται τα ερωτήματα: Είναι ανεξάρτητη η ελληνική Δικαιοσύνη; Επιτρέπεται να της ασκείται κριτική, ιδίως όταν αυτή προέρχεται από τον υπουργό Δικαιοσύνης; Μήπως οι ίδιοι οι δικαστικοί λειτουργοί, ή τουλάχιστον ορισμένοι εξ αυτών, έχουν συμβάλει στον κλονισμό της εικόνας τους; Ποιος είναι ο ρόλος της Δικαιοσύνης στη σύγχρονη τάση να κρίνουμε αντισυνταγματικά όλα όσα δεν μας βρίσκουν σύμφωνους από πολιτική άποψη ή θίγουν τα προσωπικά μας συμφέροντα;
Κατ’ αρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι το Σύνταγμά μας κατοχυρώνει πολλαπλώς την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών. Βέβαια και στο σημείο αυτό υπάρχουν περιθώρια για βελτιώσεις, όπως λ.χ. στο θέμα της ανάδειξης των ηγεσιών των ανωτάτων δικαστηρίων, όπου θα μπορούσε να συζητηθεί η ανάδειξή τους από ένα συλλογικό όργανο υπό την ηγεσία τού θεσμικά σήμερα παροπλισμένου Προέδρου της Δημοκρατίας. Πάντως, η συνολική εικόνα για την ανεξαρτησία των δικαστών δεν αλλάζει, χωρίς ωστόσο ανεξαρτησία να σημαίνει και ανεπίτρεπτο άσκησης κριτικής. Και οι δικαστικές αποφάσεις υπόκεινται σε –ακόμη και οξεία –κριτική. Με δύο απαράβατες προϋποθέσεις: η κριτική στη Δικαιοσύνη θα πρέπει να είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη, να μη γίνεται με όρους πολιτικού παιχνιδιού και να σέβεται τις θεμελιώδεις αρχές του νομικού μας πολιτισμού (π.χ. τεκμήριο αθωότητας). Και κυρίως η Δικαιοσύνη δεν θα πρέπει να επιβαρύνεται με σφάλματα άλλων. Για τις καθυστερήσεις λ.χ. στην απονομή της Δικαιοσύνης δεν ευθύνονται, όχι τουλάχιστον πρωτίστως, οι δικαστικοί λειτουργοί. Ευθύνονται πολύ περισσότερο οι άλλες κρατικές εξουσίες που δημιούργησαν ένα πρωτοφανές πλαίσιο πολυνομίας, κακονομίας και ανασφάλειας Δικαίου, όπου ο νομικός δυσκολεύεται ακόμη και να βρει ποια νομοθετική διάταξη θα εφαρμόσει. Ευθύνεται η δημόσια διοίκηση που συχνά παραβιάζει τα δικαιώματα των πολιτών, όπως επίσης ευθύνονται και όσοι ασκούν αφειδώς εφέσεις και αναιρέσεις υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, ακόμη και όταν το θέμα έχει λυθεί από τη νομολογία. Και πάνω απ’ όλα ευθυνόμαστε εμείς οι πολίτες που έχουμε εθιστεί να «δικαστικοποιούμε», ακόμη και να ποινικοποιούμε, οποιαδήποτε διαφορά μας.
Επειδή όμως θα πρέπει να κάνουμε και αυτοκριτική και να μην αναζητούμε την ευθύνη μόνο στους άλλους, θα έπρεπε ίσως και οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης να προβληματιστούν για ορισμένα ζητήματα. Βεβαίως, το Σύνταγμα ορίζει ότι οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών «είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους» (άρθρο 88 παρ. 2) και βεβαίως οι αποδοχές τους, όπως έχουν διαμορφωθεί σήμερα, δεν συμβαδίζουν με την προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη. Ωστόσο, οι κατ’ εξοχήν εγγυητές της συνταγματικής νομιμότητας δεν επιτρέπεται να παραβιάζουν οι ίδιοι το Σύνταγμα, όταν αυτό προβλέπει ρητώς ότι απαγορεύεται η απεργία, «με οποιαδήποτε μορφή», στους δικαστικούς λειτουργούς (άρθρο 23 παρ. 2). Επίσης, ορισμένες φορές προκαλείται η εντύπωση ότι σε υποθέσεις που απασχολούν τη δημοσιότητα η ποινική δικαιοσύνη λειτουργεί με υπερβολική αυστηρότητα (υπέρμετρες ποινές, πολλές προφυλακίσεις), προκειμένου να ικανοποιήσει το «κοινό περί δικαίου αίσθημα». Δεν γνωρίζω εάν η εντύπωση αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Γνωρίζω ωστόσο ότι δικαστικές αποφάσεις που στηρίζονται στην κοινή γνώμη και όχι στον νόμο κλονίζουν βαθύτατα το κράτος δικαίου.
Τέλος, ο πολίτης έρχεται αντιμέτωπος με μία άλλη προβληματική πτυχή της έννομης τάξης μας που κλονίζει την εμπιστοσύνη του στη δικαστική εξουσία: άλλες δικαστικές αποφάσεις αποφαίνονται υπέρ της συνταγματικότητας των μέτρων του μνημονίου και άλλες υπέρ της αντισυνταγματικότητας. Αλλα δικαστήρια χορηγούν προσωρινή δικαστική προστασία στους δημοσίους υπαλλήλους που τέθηκαν σε διαθεσιμότητα και άλλα όχι. Μήπως, για όλους αυτούς τους λόγους, ήρθε η ώρα να συζητήσουμε νηφάλια και με επιστημονικούς όρους για την ίδρυση ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου με τη μεγαλύτερη δυνατή αντιπροσωπευτικότητα;

Ο κ. Σπύρος Βλαχόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Τμήματος Νομικής ΕΚΠΑ.



ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ