Την περασμένη Τρίτη η Βουλή υπερψήφισε το νομοσχέδιο της κυβέρνησης για την επαναφορά των προνομίων στους διακριθέντες αθλητές. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για τα ίδια προνόμια τα οποία η Βουλή είχε καταργήσει τον Οκτώβριο του 2008 στον απόηχο των θλιβερών σκανδάλων ντόπινγκ στα οποία είχαν εμπλακεί η εθνική ομάδα άρσης βαρών, βαριά ονόματα του ελληνικού στίβου, όπως η χρυσή ολυμπιονίκης του 2004 Φανή Χαλκιά, ο πρωταθλητής των 200 μ. Τάσος Γκούσης και ο πρωταθλητής των 400 μ. Δημήτρης Ρέγας, αλλά και της κολύμβησης, όπως ο Γιάννης Δρυμωνάκος. Την εποχή εκείνη τα προνόμια για εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση και οι διευκολύνσεις σε αθλητές που είχαν προσληφθεί στο Δημόσιο είχαν στοχοποιηθεί ως υπεύθυνα για την έξαρση του ντόπινγκ, για την άνθηση της διαφθοράς, για τον αθέμιτο ανταγωνισμό που βρώμιζε ακόμη και τα σχολικά πρωταθλήματα.
Οι πιο ψύχραιμες (τότε) φωνές για εξορθολογισμό των προνομίων και για θέσπιση κινήτρων που να μην ευνοούν τους απατεώνες και τους δολοπλόκους δεν είχαν εισακουσθεί και η τότε κυβέρνηση «μαζί με τα βρωμόνερα της σκάφης πέταξε και το παιδί». Το «ωραίο» στην υπόθεση είναι ότι, τότε όπως και τώρα, στους κυβερνητικούς θώκους βρίσκονταν υπουργοί της Νέας Δημοκρατίας, ενώ υφυπουργός Αθλητισμού και στις δύο περιπτώσεις ήταν ο κ. Γιάννης Ιωαννίδης.
Και το ερώτημα είναι: πότε τελικά είχαν δίκιο; Τότε που φόρτωναν στα προνόμια τις… επτά πληγές του Φαραώ ή σήμερα που τα επαναφέρουν θεωρώντας ότι θα βοηθήσουν τον χειμαζόμενο ελληνικό αθλητισμό; Και εν τέλει πόσο φερέγγυα μπορεί να είναι μια Πολιτεία που αλλάζει κάθε τόσο απόψεις, ανάλογα με το κατά πού φυσάει ο άνεμος; Από αυτή την άποψη είναι χαρακτηριστικό ότι ο αθλητικός νόμος 2725/1999 έχει υποστεί δεκάδες τροποποιήσεις μέσα σε 13 χρόνια.
Η ανάγκη ύπαρξης κινήτρων για τους αθλητές δεν αμφισβητείται από κανέναν, τουλάχιστον στον χώρο του αθλητισμού. Το ερώτημα όμως είναι: τι πρέπει να επιβραβεύει, τη μία διάκριση ή το σύνολο μιας επιτυχημένης αθλητικής πορείας, όπως έχουν επιλέξει να κάνουν αρκετές ευρωπαϊκές χώρες; Για παράδειγμα, στην Ιταλία οι διακριθέντες αθλητές λαμβάνουν το μεγάλο μέρος των οικονομικών επιβραβεύσεων μετά το τέλος της καριέρας τους ως ένα είδος συνταξιοδότησης. Διότι το κίνητρο πρέπει να ωθεί τον αθλητή να συνεχίσει να προσφέρει στον αθλητισμό και όχι να τον βάζει στην πονηρή ατραπό της αρπαχτής.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ