Όσο περνάει ο καιρός το ΠαΣοΚ και η ΔημΑρ γίνονται και στην ουσία ουραγοί των πράξεων της Νέας Δημοκρατίας που φαίνεται ότι θέλει να συγκρουστεί με το ΣυΡιζΑ. Από την άλλη πλευρά η Κουμουνδούρου θα πρέπει να προβληματιστεί για το πώς θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτό το φαινόμενο, αφού από την μία η όξυνση συσπειρώνει και η αντιπαράθεση σκοτώνει.

Στην περίπτωση της Νέας Δημοκρατίας τα περιθώρια συσπείρωσης είναι πολύ μεγαλύτερα από αυτά του ΣυΡιζΑ και λογικό είναι από την πλευρά της να προχωρούν σε σφοδρή σύγκρουση με τις πολιτικές και τις επιλογές του κ. Αλέξη Τσίπρα. Τους επόμενους μήνες αναμένεται αυτή η αντιπαράθεση να ενταθεί με πρόσχημα την οικονομική πολιτική της χώρας, τις σχέσεις με τους εταίρους και φυσικά, τις κοινωνικές επιπτώσεις των εκατέρωθεν δηλώσεων που δημιουργούν εύλογο κλίμα αντιπαράθεσης αλλά και συσπείρωσης. Όλα θα εξαρτηθούν από τρία βασικά θέματα.

Πρώτα, πως θα κινηθεί η οικονομία τους επόμενους μήνες που θα είναι κρίσιμοι για την αγορά και θα υπάρξουν συνέπειες θετικές ή αρνητικές από την ανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών, αν θα υπάρξει μείωση της ανεργίας και μείωση της φορολογίας και τέλος, ποιες θα είναι οι συνέπειες των μέτρων που έχουν επιβληθεί από το 3ο Μνημόνιο. Ο ΣυΡιζΑ βρίσκεται σε μια κρίσιμη πολιτική καμπή.

Από τη μια το φιλελεύθερο μπλοκ πιέζει για πιο κεντρώες πολιτικές και βέβαια, συμβιβαστική πολιτική απέναντι στα Μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις και κατά συνέπεια προς τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από την άλλη οι περισσότερες φωνές μιλάνε για μετωπική σύγκρουση με τα συμφέροντα και απόλυτη ρήξη των σχέσεων με καταγγελία των Μνημονίων. Όπως δείχνουν τα πράγματα η κατάσταση θα οδηγηθεί σε αναμέτρηση Νέας Δημοκρατίας και ΣυΡιζΑ μέχρι τις επόμενες εκλογές. Κάτι σαν το παλιό δίδυμο ΠαΣοΚ και Νέα Δημοκρατία. Όμως με πολύ διαφορετικές συνισταμένες.

Αν και τον τελευταίο καιρό ο ΣυΡιζΑ προσπαθεί να προσδώσει φιλοευρωπαϊκή πορεία στην πολιτική του, θέλοντας να δείξει ότι έχει επαφές με τους θεσμούς ανά τον κόσμο, όπως το ΔΝΤ και δεν πρόκειται να απομονώσει την χώρα όταν έλθει στην εξουσία αλλά απεναντίας να διαπραγματευτεί με ουσία τα προβλήματα του τόπου.