Θα έπρεπε να υπάρχει ένα κέντρο Σιμόν Βίζενταλ για διασημότητες. Κάποια επίλεκτη ομάδα αμείλικτων vigilantes που θα εντόπιζαν ανά τον πλανήτη σταρ οι οποίοι διέπραξαν εγκλήματα και ύστερα τα κουκούλωσαν κάτω από ένα – κόκκινο – χαλί, κατά προτίμηση στο Χόλιγουντ ή στην Κρουαζέτ. Δεν θα υπήρχε καμία απολύτως δυνατότητα διαφυγής. Η λίστα με τους καταζητούμενους θα δημοσιευόταν, προς γνώση και συμμόρφωση, στο περιοδικό «Variety». Ο σταρ θα εντοπιζόταν είτε κολυμπούσε αμέριμνα, μετά το ημερήσιο μάθημα dance pilates, μπροστά από την έπαυλή του στο Μαλιμπού, είτε βρισκόταν κλεισμένος στο στούντιο για την ηχογράφηση του καινούργιου προσωπικού δίσκου του, είτε έκανε τις τελευταίες διορθώσεις στον ευχαριστήριο λόγο του για την τελετή απονομής των Emmy, είτε έδινε εκείνη ακριβώς τη στιγμή μια χαριτωμένα ειλικρινή συνέντευξη στο τηλεοπτικό σόου του Ντέιβιντ Λέτερμαν.
Δεν θα υπήρχε κανένα απολύτως έλεος. H τιμή διαπραγμάτευσης των αυτογράφων του θα καταβαραθρωνόταν στο eBay, οι γκρούπις θα τον εγκατέλειπαν εν μιά νυκτί, οι παραγωγοί θα «ξέκοβαν». Δεν θα είχε, επίσης, καμία απολύτως σημασία αν ο εντοπισθείς έχει προλάβει κάποτε να αφήσει τα αποτυπώματα των χεριών και των ποδιών του επάνω στους ιερούς τσιμεντόλιθους του Κινεζικού Θεάτρου στη Hollywood Boulevard. Θα οδηγείτο με συνοπτικές διαδικασίες στο αστυνομικό τμήμα, όπου τα δαχτυλάκια του θα εμβαπτίζονταν, όπως και του τελευταίου drug dealer του Μπρονξ, σε σκούρο πίσσα μελάνι.
Η πρόσφατη υπόθεση του Κλάους Κίνσκι είναι ενδεικτική της αβελτηρίας στην οποία εμβαπτίζεται συνήθως η όλη υπόθεση των σελέμπριτι-κατηγορουμένων για ειδεχθή εγκλήματα. Η 60χρονη κόρη του, Πόλα, αποκάλυψε, 22 χρόνια μετά τον θάνατό του, ότι την κακοποιούσε συναισθηματικά και σεξουαλικά από νήπιο και όμως όλοι ασχολούνται με την υστεροφημία του «μεγάλου γερμανού ηθοποιού που μετέφερε στην 7η τέχνη το σκοτάδι της ψυχής του». Οπως θα γράψει ο Αρνο Φρανκ στην ιστοσελίδα του περιοδικού «Der Spiegel»: «Θα είναι ποτέ ξανά δυνατό να απολαμβάνει κανείς να είναι θαυμαστής του Κίνσκι; Ή μήπως δεν γίνεται πλέον να είναι κανείς θαυμαστής του Κίνσκι; Και όμως, χάρη στη μοναδική ευφυΐα με την οποία μας επέτρεψε να κοιτάξουμε μέσα στην ταραγμένη ψυχή του, η επιβεβαίωση της φαυλότητάς του μοιάζει να ταιριάζει γάντι στη συνολική εικόνα που είχαμε πλάσει για αυτόν».
Κανείς δεν ασχολείται επί της ουσίας με την ακόμη ζωντανή θυγατέρα του που παλεύει να κλείσει τα τραύματά της (η ίδια διατείνεται ότι προέβη σε αυτές τις αποκαλύψεις επειδή δεν άντεχε πλέον να ακούει να εκθειάζουν τον πατέρα της, ουδείς βέβαια αποκλείει και το οικονομικό δέλεαρ της αυτοβιογραφίας της). Κανείς δεν μετράει τα χρόνια ψυχολογικής υποστήριξης που χρειάζονται τα παιδιά που έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής κακοποίησης από τον ίδιο τους τον πατέρα. Ολοι ασχολούνται με τον παλαβιάρη σταρ – όλοι το ήξεραν – με το «ψαρωτικό» βλέμμα, ο οποίος με την ερμηνεία του ως «Αγκίρε», στην ομώνυμη ταινία του Βέρνερ Χέρτζογκ, σου παγώνει το αίμα.
Τα ίδια και στην υπόθεση Τζίμι Σάβιλ, του «εκκεντρικού» βρετανού παρουσιαστή που όλοι γνώριζαν ότι ασελγούσε σε αγοράκια και κοριτσάκια (ακόμη και μέσα στα ίδια τα γραφεία του BBC), αλλά κανείς δεν μιλούσε. Ολοι συγκάλυπταν τα εγκλήματα για 40 ολόκληρα χρόνια (ακόμη και τα βρετανικά ταμπλόιντ που συνήθως δεν αφήνουν τίποτε όρθιο), ώσπου ήρθαν, πάλι μετά θάνατον, η έρευνα-αποκάλυψη και η… τιμωρία. Ουδείς, πάλι, ασχολείται με τα παραπάνω από 200 παιδιά-θύματα ή για την προστασία τους από την αναλγησία των ειδικών και των media. Ολοι προτιμούν να σκάβουν μέσα στον απύθμενο ζόφο του Σάβιλ που σοκάρει, αλλά πουλάει. Τα ίδια και στην υπόθεση του Ρομάν Πολάνσκι με τη 13χρονη. Και αυτός έτυχε μιας πανομοιότυπης σελέμπριτι ασυλίας, με διάσημους συνάδελφους να στριμώχνονται να υπογράψουν ψηφίσματα υπέρ του.
Οι σταρ έχουν έναν μαγικό τρόπο να γλιτώνουν από τα θραύσματα που εκτοξεύονται και από τις πλέον αποτρόπαιες πράξεις τους. Ενα ολόκληρο πλέγμα δόλου και αφέλειας συγκαλύπτει αυτά που θα είχαν στείλει έναν κοινό θνητό προ πολλού στην γκιλοτίνα. Θυμίζω το δημοφιλές μότο του Κλάους Κίνσκι: «Είμαι ο Θεός μου, το σώμα των ενόρκων μου, ο εκτελεστής μου».