Ακριβώς πενήντα χρόνια συμπληρώνονται αύριο, 22 Ιανουαρίου, από την ιστορική στιγμή που ο γάλλος πρόεδρος Στρατηγός Σαρλ Ντε Γκωλ και ο γερμανός Καγκελάριος Κόνραντ Αντενάουερ έβαζαν τις υπογραφές τους, μία ψυχρή ημέρα του1963 στο μέγαρο Ελυζέ στο Παρίσι, στο κείμενο της ομώνυμης συνθήκης, επικυρώνοντας ουσιαστικά τις βάσεις του «γαλλογερμανικού άξονα» στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Πενήντα χρόνια αργότερα, η επέτειος αναμένεται να τιμηθεί δεόντως, με εκδηλώσεις στις οποίες συμπεριλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η κοινή συνεδρίαση γάλλων και γερμανών βουλευτών στο ιστορικό κτίριο Ράιχσταγκ της γερμανικής Μπούντεστανγκ στο Βερολίνο, κοινό συμβούλιο υπουργών στην Καγκελαρία, δίπλα στη γερμανίδα Καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ και τον γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, αλλά και η έκδοση κοινής «δήλωσης για την πεντηκονταετία» στην οποία οι δύο ηγέτες αναμένεται να επιβεβαιώσουν εκ νέου «την επιθυμία των δύο χωρών να συνεχίσουν αυτή τη συνεργασία».

Παρά τις μεγαλοστομίες και τις επισημότητες ωστόσο, «ελάχιστες είναι οι συγκεκριμένες δεσμεύσεις που αναμένεται ότι θα περιλαμβάνει» η αυριανή κοινή δήλωση, όπως επισημαίνει σκωπτικά ο γαλλικός Le Monde. Η γαλλική εφημερίδα φιλοξενεί ένα ιδιαιτέρως ειρωνικό άρθρο με τίτλο «Τα μεγάλα κενά της συνθήκης του Ελυζέ», στο οποίο επιχειρείται μία αποτίμηση των- ισχνών έως ανύπαρκτων- αποτελεσμάτων της γαλλογερμανικής συνεργασίας, όπου, μεταξύ άλλων, επισημαίνεται χαρακτηριστικά ότι «σήμερα οι εντάσεις μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας είναι και πάλι αισθητές».

«Η Γαλλία πρέπει να αναμετρηθεί με την αυξανόμενη επικράτηση της Γερμανίας και τη διαφορετική της άποψη περί ευρωπαϊκής ενοποίησης», σημειώνουν από την πλευρά τους οι βρετανικοί Financial Times, οι οποίοι φιλοξενούν και αυτοί εκτενές αφιέρωμα στην αυριανή επέτειο υπό τον, εύγλωττο, τίτλο, «Ευρώπη: μία άνιση σύμπραξη (entente)».

Σε διαφορετικό μήκος κύματος, η αγγλόφωνη ιστοσελίδα της Deutche Welle επιλέγει να προβάλει συνέντευξη του κ. Γκίντο Βεστερβέλε όπου Γερμανία-Γαλλία παρουσιάζονται ως «εταίροι για την Ευρώπη», με τον γερμανό υπουργό Εξωτερικών να εξάρει την πολύπλευρη συνεργασία των δύο χωρών, επισημαίνοντας ωστόσο ότι «η γαλλογερμανική φιλία δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη, καθώς, όπως κάθε φιλία απαιτεί δουλειά»…

Financial Times: η άνιση σύμπραξη (entente)

«Μία εικόνα χίλιες λέξεις: ο Χέλμουτ Κολ και ο Φρανσουά Μιτέράν πιάνονται χέρι με χέρι στο κοιμητήριο Ντουομόν το 1984, δίπλα από το πεδίο μάχης του Βερντέν του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, όπου περί τις 800.000 γάλλοι και γερμανοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους σε μία άνευ ουσίας σφαγή για λίγα τετραγωνικά μίλια (sic) λάσπης το 1916». Με αυτή τη χαρακτηριστική, όσο και πολυσήμαντη, εικόνα ξεκινάει το εκτενές αφιέρωμα του γνωστού αγγλοσαξωνικού εντύπου για τη συνθήκη του Ελυζέ

«Δύο μεσήλικες άνδρες», συνεχίζει η βρετανική εφημερίδα, «με τον γερμανό Καγκελάριο να υπερέχει σε ύψος του γάλλου προέδρου, που μοιάζουν αταίριαστοι και ελαφρώς αμήχανοι». «Και ωστόσο», υπογραμμίζουν οι FT, «πιασμένοι από το χέρι, είναι αποφασισμένοι να δείξουν τα κοινά τους αισθήματα σε αυτή τη συμβολική στιγμή εθνικής συμφιλίωσης».

«Η στενή πολιτική και προσωπική συμμαχία μεταξύ του κ. Κολ και του κ. Μιτεράν- κατά το τέλος του ψυχρού πολέμου, τη γερμανική επανένωση και τις διαπραγματεύσεις για τη συνθήκη του Μάαστριχτ όπου αποφασίστηκε το ευρώ ως κοινό νόμισμα- βασίστηκε σε αυτήν την κοινή κατανόηση. Ο γερμανός Συντηρητικός πολιτικός και ο γάλλος Σοσιαλιστής υπήρξαν ένα παράταιρο ζευγάρι το οποίο προσωποποίησε τη γαλλο-γερμανική συνεργασία», γράφουν χαρακτηριστικά οι Financialn Times.

«Αυτήν την εβδομάδα, οι δύο χώρες εορτάζουν την επέτειο των 50 ετών από τη Συνθήκη του Ελυζέ, το κείμενο που έθεσε τα θεμέλια της κοινής τους συνεργασίας για την οικοδόμηση της ενοποιημένης Ευρωπαϊκής Ενωσης, και τη μεταμόρφωση των δύο εχθρικών γειτόνων και παραδοσιακών εχθρών σε στενούς συμμάχους», γράφει η εφημερίδα.

«Ωστόσο, παρά το στόμφο, 50 χρόνια μετά την υπογραφή της συνθήκης από τον Κόνραντ Αντενάουερ και τον Σαρλ ντε Γκωλ το 1963…σήμερα τίθενται ερωτήματα για τη ζωτικότητα της συνεργασίας», με χαρακτηριστικό άρθρο της γαλλικής εφημερίδας Le Monde, «η οποία τόλμησε», όπως επισημαίνουν οι FT, «να χαρακτηρίσει τους αυριανούς εορτασμούς «φεστιβάλ υποκρισίας», υπονοώντας ότι οι πολιτικές σχέσεις μεταξύ της κυρίας Μέρκελ και του κυρίου Ολάντ είναι δηλητηριώδεις και η αμοιβαία καχυποψία έντονη».

«Αλλοι αναλυτές, στη Γαλλία ειδικά», συνεχίζει η εφημερίδα, «εκφράζουν ανησυχία για την ανισορροπία δυνάμεων που αναδύεται από την ενοποίηση της Γερμανίας το 1990, αλλά και τις δυνατές επιδόσεις της γερμανικής οικονομίας σε αντίθεση με αυτές της Γαλλίας, ειδικώς από το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης».

Ντελόρ: «Η κρίση της ευρωζώνης κινείται στο ρυθμό των αποφάσεων- ή της απουσίας αποφάσεων- της κυρίας Μέρκελ»

Εις εξ αυτών ο «πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά και αρχιτέκτονας του ευρώ» κ. Ζακ Ντελόρ. «Το εντυπωσιακό είναι ότι από οικονομικής απόψεως η Γερμανία κυριαρχεί και η Γαλλία υποφέρει εξαιτίας του χρέους της και της έλλειψης ανταγωνιστικότητας- και γι’ αυτό η σχέση είναι μη ισορροπημένη», δηλώνει στους FT ο κ. Ντελόρ. «Τόσο ο πρώην πρόεδρος κ. Νικολά Σαρκοζί, όσο και ο κ. Ολάντ προσπάθησαν να αντισταθμίσουν (σσ την ανισορροπία), αλλά η κρίση της ευρωζώνης κινείται στο ρυθμό των αποφάσεων- ή της απουσίας αποφάσεων- της κυρίας Μέρκελ. Δεν είναι ωραίο να το λέει κανείς αυτό, αλλά έτσι είναι», δηλώνει απερίφραστα ο κ. Ντελόρ.

Για την Κλαιρ Ντεμέσμεϊ, επικεφαλής των γαλλο-γερμανικών σχέσεων του Γερμανικού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (DGAP) στο Βερολίνο η απαρχή της ανισορροπίας τοποθετείται «στην πτώση του Τείχους και την επανένωση της Γερμανίας». «Η αρχική ισορροπία έγκειτο σε μία Γαλλία που ήταν ισχυρή στην εξωτερική πολιτική και τη Γερμανία, που, αν και πολιτικός νάνος, ήταν εν τούτοις οικονομικός γίγαντας. Το τέλος του ψυχρού πολέμου σηματοδότησε το τέρμα της ειδικής θέσεως της Γαλλίας. Το να είσαι πυρηνική δύναμη δεν σήμαινε πλέον πολλά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο , η Γαλλία έχασε σε πολιτική επιρροή, ενώ δε κέρδισε σε οικονομική ισχύ. Η Γερμανία κέρδισε πολιτική ισχύ με την επανένωση, αλλά επίσης και οικονομική επιρροή, με το άνοιγμά της στην ανατολική Ευρώπη», υποστηρίζει η κυρία Ντεμεσμέι.

Η Αν-Μαρί Λε Γκλοανέκ, εξάλλου, λέκτορας του γνωστού πανεπιστημίου Πολιτικών Επιστημών (Sciences Po) στο Παρίσι, θεωρεί ότι «η εμπιστοσύνη (μεταξύ των δύο χωρών) είναι ένα νόμισμα που αποδυναμώνεται όλο και περισσότερο». «Η γερμανική ανυπομονησία με τους Γάλλους, και η γαλλική ενόχληση με τη γερμανική επικράτηση, είναι ορατές περισσότερο από ποτέ», όπως χαρακτηριστικά λέει στους FT. «Οι κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις ωστόσο βασίζονται στην εμπιστοσύνη. Η τελευταία αποτελεί αναγκαίο νόμισμα», υποστηρίζει.

Ντε Γκωλ: «Αν αυτό είναι συμβόλαιο γάμου, εγώ είμαι παρθένα»

«Για τους μετέχοντες στην διμερή σχέση ωστόσο», επισημαίνουν οι FT, «τα πράγματα ήταν ανέκαθεν έτσι».

«Με την υπογραφή της, η Συνθήκη του Ελυζέ από τον κ. Αντενάουερ και τον Στρατηγό Ντε Γκωλ τον Ιανουάριο του 1963, προσπάθησε να συμφιλιώσει δύο εντελώς διαφορετικές οπτικές και δύο εντελώς διαφορετικές κουλτούρες», αναφέρει η βρετανική εφημερίδα. «Οραμα του Καγκελαρίου Αντενάουερ ήταν μία ομοσπονδιακή Ευρώπη με ισχυρούς υπερεθνικούς θεσμούς. Ο Στρατηγός Ντε Γκωλ αντιθέτως, ήταν υποστηρικτής μίας «Ευρώπης των πατρίδων» με τα κράτη έθνη να παραμένουν οι κυρίαρχοι παίκτες».

«Πράγματι», σημειώνουν οι FT, «ο γάλλος ηγέτης είδε τη συμμαχία με τη Γερμανία, ως αντιστάθμισμα στον κυρίαρχο ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρώπη. Οταν όμως ο κ. Αντενάουερ έφερε τη συνθήκη ενώπιον της γερμανικής Μπούντεσμπανκ, ήρθε αντιμέτωπος με τις ισχυρές αντιδράσεις των Ατλαντιστών του ιδίου του κόμματος, οι οποίοι ήταν επιφυλακτικοί έναντι της στρατηγικής Ντε Γκωλ. Οι τελευταίοι επέμειναν στο να εισαχθεί ένα προοίμιο στη συνθήκη, το οποίο θα υπογράμμιζε τον ισχυρό ρόλο της Ατλαντικής Συμμαχίας, δίπλα στη γαλλο-γερμανική συνεργασία». «Ο πρόεδρος Ντε Γκωλ έγινε έξαλλος: «αν αυτό είναι συμβόλαιο γάμου, εγώ είμαι παρθένα», φέρεται να είπε, σύμφωνα με τους FT.

Ζισκάρ Ντ’ Εσταίν: «Η γαλλογερμανική προσέγγιση (rapprochement) είναι μη αναστρέψιμη»

Για τον πρώην πρόεδρο της Γαλλίας (1974- 1981) κ. Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εσταίν, η συνεργασία του με τον γερμανό καγκελάριο Χέλμουτ Σμιτ υπήρξε μία «χρυσή εποχή», όπως δηλώνει σήμερα ο ίδιος στη βρετανική εφημερίδα, «από το γραφείο του κομψού παρισινού του διαμερίσματος με επένδυση ξύλου στους τοίχους», όπως επισημαίνουν χαρακτηριστικά οι FT.

«Συμβουλευόμασταν ο ένας τον άλλο κάθε δεύτερη εβδομάδα. Αν κοιτάξει κανείς στα πρακτικά και τα έγγραφα εκείνης της εποχής θα δει ότι δεν υπήρχε η παραμικρή έκφραση διαφωνίας», λέει σήμερα. «Και οι δύο είχαμε πολεμήσει», εξηγεί ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας. «Ο Χέλμουτ Σμιτ ήταν στο γερμανικό στρατό, εγώ στον αμερικανικό. Είχαμε πυροβολήσει ο ένας τον άλλον. Είχαμε μία εμπειρία που δεν οδηγούσε σε φιλία. Παρ’ όλα αυτά, ή ίσως εξαιτίας αυτών, διαθέταμε πλήρη κατανόηση ο ένας για την πολιτική του άλλου», λέει ο 86χρονος σήμερα Ντ΄ Εσταίν, ο οποίος «είναι βέβαιός ότι η γαλλο-γερμανική σχέση θα διαρκέσει». «Αρκεί να διαβάσει κανείς τα εγχειρίδια ιστορίας των τελευταίων δύο αιώνων για να καταλάβει ότι το γαλλο-γερμανικό rapprochement είναι σήμερα μη αναστρέψιμο», δηλώνει στους Financial Times.

«Ωστόσο», όπως επισημαίνει η βρετανική εφημερίδα, «η εποχή Ζισκάρ-Σμιτ είναι μοναδική όσον αφορά την ομαλότητα της συνεργασίας», μεταξύ των δύο χωρών.

«Σε θέματα οικονομικής πολιτικής», για παράδειγμα, «οι δύο χώρες είναι τις περισσότερες φορές αντίθετες: η Γερμανία ήταν πάντα προσηλωμένη στο στόχο μιας ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας, είτε αυτή ήταν η γερμανική Μπούντεσμπανκ, είτε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Παρίσι επεδίωκε ανέκαθεν τον πολιτικό έλεγχο της νομισματικής πολιτικής». Η συγκεκριμένη διαφορά αποτελεί, κατά τους FT, «μία από τις προστριβές οι οποίες περιπλέκουν ακόμα περισσότερο τη διαχείριση της σημερινής οικονομικής κρίσης».

Γι’ αυτό και η αρχική Συνθήκη του Ελυζέ, «απέφυγε να ενσωματώσει οποιαδήποτε αναφορά σε συντονισμό της οικονομικής πολιτικής, επειδή ακριβώς αυτές οι διαφορές θεωρούνταν πολύ μεγάλες», σχολιάζει η βρετανική εφημερίδα.

«Η Γαλλία ήταν υπερβολικά προσηλωμένη στη διατήρηση του ρόλου του κράτους, και η Γερμανία στην προώθηση της οικονομίας της αγοράς. Πενήντα χρόνια αργότερα, οι συγκεκριμένες διαφορές οπτικής παραμένουν ασυμβίβαστες», υποστηρίζουν οι FT.

Σήμερα, «η πραγματική πρόκληση έγκειται στο να συμφωνηθεί ένα κοινό όραμα όσον αφορά την πορεία της στενότερης οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης της ευρωζώνης», λέει η Ουλρίκε Γκέροτ, εκπρόσωπος της Γερμανίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων.

«Σε αυτό το θέμα», γράφει η εφημερίδα, «η Γερμανία είναι περισσότερο προσηλωμένη σε μία «ομοσπονδιακή» Ευρώπη, με ισχυρούς κοινούς θεσμούς, και η Γαλλία σε μία πιο «διακυβερνητική» Ευρώπη, με το κράτος πάνω από όλα».

«Πενήντα χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Ελυζέ, δεν έχουν καταφέρει ακόμα να συμφωνήσουν σε αυτό το θεμελιώδες ερώτημα», καταλήγει σκωπτικά η βρετανική εφημερίδα.

Le Monde: «Τα μεγάλα κενά της Συνθήκης του Ελυζέ»

Αν αυτή είναι η άποψη μίας από τις ναυαρχίδες του αγγλοσαξωνικού Τύπου, εντύπωση εν τούτοις προκαλεί το σημερινό άρθρο της γαλλικής εφημερίας «Monde» (http://www.lemonde.fr/international/article/2013/01/11/les-grandes-failles-du-traite-de-l-elysee_1815877_3210.html) , η οποία, έπειτα από μία σύντομη ειρωνική αναφορά στο πρόγραμμα των επίσημων εκδηλώσεων για τον εορτασμό της πεντηκονταετίας από την υπογραφή του επίσημου κειμένου, επισημαίνει ότι «όπως δείχνει η επικαιρότητα, η συνθήκη η οποία τιμάται σήμερα με κάθε επισημότητα, απέχει πολύ από την εφαρμογή».

Τρεις είναι οι πυλώνες στους οποίους στηρίχθηκε, όπως αναφέρει ο Monde, η Συνθήκη του Ελυζέ: α) οι διεθνείς σχέσεις, β) η άμυνα και γ) η εκπαίδευση των νέων. Στην πρώτη περίπτωση, επισημαίνει σκωπτικά η γαλλική εφημερίδα, «η ψηφοφορία στον ΟΗΕ για την επέμβαση στη Λιβύη το 2011 ή την αναγνώριση του κράτους της Παλαιστίνης το 2012…αποδεικνύουν ότι οι δύο χώρες είναι η κάθε μία για τον εαυτό της στη διεθνή σκηνή- και όχι μόνο τα τελευταία μόνο χρόνια», όπως αναφέρει ο Monde.

Αναφορικά με την οικονομική συνεργασία στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων των δύο χωρών, «διαβάζουμε», γράφει ο Monde, «ότι οι δύο χώρες θα εξετάσουν από κοινού τα μέσα για να ενισχύσουν τη συνεργασία τους σε άλλους τομείς, όπως είναι η αγροτική πολιτική, η ενεργειακή πολιτική και τα προβλήματα της μέσω του μεταφορικού τους δικτύου». «Μισόν αιώνα αργότερα, το συγκεκριμένο ζήτημα παραμένει», επισημαίνει η γαλλική εφημερίδα.

«Οσον αφορά τον δεύτερο πυλώνα,, την άμυνα, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα», γράφει ο Monde. «Με δεδομένη τη διαφωνία μεταξύ Ντε Γκωλ και Γερμανών για τον ρόλο του ΝΑΤΟ, δεν θα μπορούσε να τεθεί θέμα περαιτέρω συνεργασίας. Παρ’ όλα αυτά, κατά τη συνθήκη οι δύο χώρες πρέπει «να δεσμευθούν να προσεγγίσουν τα δόγματά τους σε μία κοινή βάση» και να «οργανώσουν από κοινού τη συνεργασία τους σε ζητήματα εξοπλισμών». «Εκτός από τη γαλλογερμανική ταξιαρχία και τη δημιουργία της EADS, όλα τα υπόλοιπα μένουν να γίνουν», σχολιάζει η εφημερίδα, επισημαίνοντας την «ειρωνεία της ιστορίας: σε αυτό το «γκωλικό» κατ΄εξοχήν ζήτημα, το Παρίσι βρίσκεται πιο κοντά στο Λονδίνο παρά στο Βερολίνο».

Στον τομέα της εκπαίδευσης, εξάλλου, όπου βάσει της συνθήκης, οι δύο χώρες «δεσμεύονται να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα με στόχο να αυξήσουν τον αριθμό των μαθητών» που μαθαίνουν αντιστοίχως τη γαλλική και τη γερμανική, «σήμερα, η μία γλώσσα δεν αποτελεί παρά την τρίτη ξένη γλώσσα που διδάσκεται σε κάθε κράτος, μακράν πέρα από τα αγγλικά, που αποτελούν την πρώτη και τα ισπανικά, που είναι η δεύτερη».

Τι κι αν «από την άνοδό του στην εξουσία και την πτώση του Τείχους, από το 1982 έως το 1989, ο Χέλμουτ Σμιτ είχε συναντήσει τον Φρανσουά Μιτεράν 74 φορές…και οι δύο ηγέτες μιλούσαν ή βλέπονταν κάθε 20 ημέρες», όπως γράφει ο Monde. Τι κι αν «από την άφιξή του στο Ελυζέ, στις 15 Μαΐου, ο Φρανουσά Ολάντ έχει συναντηθεί με τη γερμανίδα Καγκελάριο 14 φορές (10 συναντήσεις σε διεθνές επίπεδο- των οποίων συχνά προηγούνταν τετ-α-τετ συναντήσεις- και τέσσερις επίσημες επισκέψεις)».

«Ολα είναι αντίθετα σε αυτές τις δύο χώρες: η ιστορία, η γεωγραφία (η μία κοιτά προς την Ανατολή η άλλη στο Νότο), η πολιτική οργάνωση (το ένα είναι ομοσπονδιακό κράτος, το άλλο ενσαρκώνει το κράτος των Ιακωβίνων), το κοινωνικό μοντέλο, (το ένα αποφασίζει μέσω της συναίνεσης, το άλλο είναι περήφανο για το επαναστατικό του παρελθόν), τον ρόλο της θρησκείας…», γράφει ο Monde.

«Αν ωστόσο, παρά τις διαφωνίες τους, Γαλλία και Γερμανία συμφωνήσουν, υπάρχουν ισχυρές πιθανότητες να ακολουθήσουν και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες», επισημαίνει η γαλλική εφημερίδα, σχολιάζοντας ότι «και μόνον η πραγματική εφαρμογή της Συνθήκης του Ελυζέ που υπεγράφη εδώ και 50 χρόνια, θα αποτελούσε σήμερα ένα ουσιαστικό βήμα προς τα εμπρός».

Η οπτική του Βερολίνου

Πιο «ρόδινη» είναι η αποτίμηση της γαλλογερμανικής συνεργασίας από την πλευρά του Βερολίνου, όπως τουλάχιστον αποτυπώνεται σήμερα σε συνέντευξη του γερμανού υπουργού Εξωτερικών κ. Γκίντο Βεστερβέλε στην αγγλόφωνη ιστοσελίδα της Deutsche Welle (http://www.dw.de/).

Για τον κ. Βεστερβέλε η «γαλλογερμανική συμφιλίωση» αποτελεί «διαμάντι στο ευρωπαϊκό μπαούλο του θησαυρού», αλλά και «πυλώνα για τα κράτη μας».

«Σκεφθείτε το μονάχα αυτό: υπάρχουν σήμερα περίπου 2.000 συμπράξεις γαλλογερμανικής συνεργασίας», λέει ο κ. Βεστερβέλε, γεγονός το οποίο «αποδεικνύει πόσο ευρεία είναι η συγκεκριμένη συνεργασία», όπως υποστηρίζει. «Αυτό που ξεκίνησε 50 χρόνια πριν, έχει υποστεί μία εντυπωσιακή εξέλιξη», υποστηρίζει.

Παρά την εκτενή αναφορά στις πολλαπλές πλευρές αυτής της συνεργασίας ωστόσο, ο κ. Βεστερβέλε, δεν παραλείπει να επισημάνει ότι «η γαλλογερμανική φιλία, όπως κάθε φιλία, δεν είναι δεδομένη»…αλλά απαιτεί προσπάθεια. «Μη νομίζετε ότι τα πράγματα θα εξακολουθήσουν να είναι έτσι, μόνο και μόνο επειδή εξελίχθηκαν τόσο θετικά τις τελευταίες δεκαετίες», λέει χαρακτηριστικά.

«Η σχέση πρέπει να δουλεύεται κάθε μέρα, όπως συμβαίνει με όλες τις φιλίες: πρέπει να αντιμετωπίζεις τον άλλον πάντα με σεβασμό». «Η νέα γενιά ιδιαιτέρως πρέπει να ενδιαφερθεί για το τι γίνεται στην Ευρώπη, ειδικά στη Γαλλία», λέει ο κ. Βεστερβέλε, ενθαρρύνοντας ουσιαστικά τους νέους της Γερμανίας να περάσουν κάποιο καιρό σε μία χώρα του εξωτερικού, «κάτι που θα έκανε, εκ των υστέρων, αν του δινόταν η δυνατότητα σήμερα και ο ίδιος».

Ο φιλογαλλικός- και κατ’ επέκτασιν φιλοευρωπαϊκός προσανατολισμός του κ. Βεστερβέλε είναι παραπάνω από σαφής. Η σχεδόν…

Στην τελευταία ερώτηση του δημοσιογράφου, τι είναι αυτό που προτιμάει, το γαλλικό ή το ιταλικό φαγητό, η απάντηση του γερμανού υπουργού Εξωτερικών είναι ξεκάθαρη: «Μπορεί να ακούγεται λίγο μυωπικό, αλλά όταν μαγειρεύω προτιμώ το καλό, σπιτικό, γερμανικό φαγητό»….