Υπήρξε η φωνή της ανεξάρτητης χωρίς πολιτικές δεσμεύσεις δημοσιογραφίας σε μια χώρα που κάτι τέτοιο δεν ήταν και δεν είναι ακόμα καθόλου εύκολο να συμβεί. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα στον τρόπο που αντιμετώπισε το δύσκολο και εξαιρετικά ευαίσθητο από εθνικής πλευράς πρόβλημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Πρόκειται για τον τούρκο δημοσιογράφο Μεχμέτ Αλί Μπιράντ, ευρύτερα γνωστό και στη χώρα μας, ο οποίος πέθανε την περασμένη Πέμπτη σε ηλικία μόλις 72 χρόνων και ενώ ασφαλώς είχε ακόμα πολλά να προσφέρει στη νέα φάση που έχει εισέλθει η χώρα του, μετά τον παραμερισμό των στρατιωτικών από τα παιχνίδια της εξουσίας. Κάτι που και ο ίδιος είχε επιδιώξει όλα αυτά τα χρόνια, αν και συχνά είχε κατηγορηθεί ότι εκπροσωπούσε την επίσημη γραμμή των κρατούντων. Μία λάθος εκτίμηση όμως, καθώς απλώς υπεράσπιζε τις τουρκικές εκείνες θέσεις που θα απάλλασσαν τη χώρα του από τον τριτοκοσμικό της χαρακτήρα και θα την έφερναν κοντά στο επίπεδο των ευρωπαϊκών χωρών με τελικό στόχο την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Τις τουρκικές θέσεις στήριξε με σθένος και στα γνωστά προβλήματα του Αιγαίου και της Κύπρου, θεωρώντας όμως ότι τα θέματα αυτά δεν μπορούν να λυθούν με απειλές και σκόπιμες προκλήσεις, αλλά με διάλογο και συνεννόηση. Είχα την τύχη να τον γνωρίσω ήδη από το 1975, όταν ήταν ανταποκριτής της «Μιλιέτ» στις Βρυξέλλες, κατά την πρώτη συνάντηση Καραμανλή – Ντεμιρέλ και με έκπληξη διαπίστωσα ότι είχε παντρευτεί μια παλιά συμφοιτήτριά μου στη Γαλλία, κόρη του ιδιοκτήτη της «Μιλιέτ». Αυτό στάθηκε αφορμή να αναπτύξουμε έκτοτε πολύ στενές σχέσεις και να έχουμε ατελείωτες συζητήσεις για τα ελληνοτουρκικά. Πάντοτε πίστευε ότι το κύριο εμπόδιο στην αποκατάσταση ομαλών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών μας ήταν το βάρος της Ιστορίας και η συνεπακόλουθη αμοιβαία καχυποψία και ότι αυτά θα μπορούσαν να ξεπεραστούν μόνο με συνεχείς επαφές και έναν καλόπιστο διάλογο όχι μόνο σε πολιτικό επίπεδο, αλλά και στο επίπεδο των πολιτών με τη συνεργασία στον οικονομικό, εμπορικό και κυρίως τουριστικό τομέα, όπου υπήρχαν κοινά συμφέροντα. Αυτό που κατά τη γνώμη του έπρεπε να αποφευχθεί ήταν η παγίδευση στην πολιτική της έντασης που επεδίωκαν οι ακραίοι και από τις δύο πλευρές.
Δεν είχα φυσικά δυσκολία να συμφωνήσω με τις απόψεις αυτές, αν και πάντα θεωρούσα ότι οι προκλήσεις προέρχονταν κυρίως από το τουρκικό στρατιωτικοδιπλωματικό κατεστημένο και την αντίληψη ότι η Τουρκία ως ισχυρότερη χώρα μπορούσε με τη δύναμη της στρατιωτικής της υπεροχής να επιβάλει τις απόψεις της. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και εμείς είχαμε πάντα δίκιο σε όλα. Και η αλήθεια είναι ότι άλλες χώρες που βίωσαν ανάλογες ιστορικές εμπειρίες τα κατάφεραν πολύ καλύτερα από εμάς. Την ερχόμενη Τρίτη στο Βερολίνο θα εορταστούν με ιδιαίτερη λαμπρότητα τα 50 χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης των Ηλυσίων που σφράγισε τη γαλλογερμανική φιλία (έπειτα από δύο αιώνες μίσους και πολέμων) και οδήγησε στην ισχυροποίηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, χάρη στη διορατικότητα δύο μεγάλων ηγετών, του στρατηγού Ντε Γκωλ και του Κόνραντ Αντενάουερ. Φανταστείτε να συμβεί κάτι ανάλογο μια μέρα μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ