Ήταν, που ήταν, στραβό το κλήμα, το μάδησαν και οι “γάϊδαροι”. Και καλά, δηλαδή, οι “γάϊδαροι”. Αδηφάγα Ζώα είναι. Καταλαβαίνουν; Άμα μυρίσουνε φαΐ, στρώνονται και δεν ρωτάνε. Διάκριση θα κάνουν; Είπαμε, Ζώα είναι. Για να προλάβουν, ξανά και ξανά να χλαπακιάσουν, αμάσητο το κατεβάζουν. Όποιος, πρόλαβε τον Κύριο είδε. Μέχρι να ξεχειλίσει. Με το σκουπόξυλο το σπρώχνουν προς τα κάτω.

Αμ, οι άλλοι; Οι “Γάϊδαροι”. Όλοι. Κι από δω, κι από κει. Με το που σταθήκανε στα δυο, πέσανε με τα μούτρα στο φαΐ; Μέχρι που ακούμπησε η κοιλιά τους στο χώμα. Για να την κουβαλήσουν, κοτσάρουν τρέϊλερ… Γιατί, βρε παιδί μου. Τι σου έφταιγε το κλήμα, δηλαδή. Φάε κανένα αστακό, λίγο χαβιάρι, πιες και καμιά σαμπάνια κι όταν φτιαχτείς, πάρε την Τιτίκα σου και πάτε να βγάλετε τα μάτια σας. Το έρμο, το κλήμα, τι σου έφταιγε; Ούτε χλωρό καδί, δηλαδή.

Τι είπατε; Φάγατε αστακό… Φάγατε και χαβιάρι… Ήπιατε και σαμπάνια… Πολύ, καλά, κάνατε. Το κλήμα, τι σας έφταιγε; Μπορείτε να μου πείτε! Τι; Θέλατε λίγη πρασινάδα για να χωνέψετε; Ε, ας τρώγατε μια αγκινάρα… Δεν σας αρέσουν οι αγκινάρες; Ένα γογγύλι, τότε… Δεν αρέσουν στην Τιτίκα; Χόρτα. Ραδίκια, τέλος πάντων. Έστω λίγο γκαζόν. Κάτι άλλο. Το κλήμα!!!

Ορίστε! Δεν σας “καθόταν” η Τιτίκα; Και που κολλάει το κλήμα… Ήθελε παιγνίδια; Ε, ας της παίρνατε τα κουζινικά της Μπάρπμι. Να μάθει να μαγειρεύει… Τι είπατε; Ήθελε σκληρά παιγνίδια! Κάποιον με “προσόντα” τότε. Να της κάνει και “αέρα” όταν “ζεσταίνεται”… Πως; Ααα! Μάλιστα… Κατάλαβα… Τον ακούσατε κύριε… Ναι, εσείς, με τα γυαλιά… και την κοιλιά. Πω! Πω! Τι έχει κατεβάσει αυτή! Και τι δεν έχει, δηλαδή… Όχι, αυτός δεν μαδούσε το κλήμα. Το κλάδευε. Ήταν της δουλειάς…

Ο από ’δω “Γάϊδαρος” ήταν αδύνατος χαρακτήρας. Τον εκμεταλλεύονταν οι γυναίκες… Τι να κάνει ο καψερός. Με τόσο πιλάτεμα που έτρωγε; “Έλα γαϊδαράκο μου, ένα κληματάκι είναι. Ένα τόσο δα μικρό. Τι ψυχή έχει”… Πως να αρνηθεί στην Τιτίκα του; Μπορούσε; Μόνον ένας μεγάλος γάϊδαρος θα μπορούσε να το κάνει. Κι αυτός ήταν ένας τοσοδούλης, εργατικός και άκακος γαϊδαράκος. Τι να κάνει, λοιπόν. Γι ένα κωλοκλήμα, δηλαδή, να βλέπει την Τιτίκα του να μαραζώνει; Να λιώνει σαν το κεράκι; Πώς να το αντέξει η γαϊδουρινή η καρδιά του. Κι αν πάθαινε κάτι; Χτύπα ξύλο, δηλαδή. Θα άφηνε την Τιτίκα του στους πέντε δρόμους; Ούτε ένα σπιτάκι! Έστω, ένα φτωχικό καλυβάκι; Τι θα ’λεγε ο κόσμος! Δίχως προίκα, φτωχό κορίτσι, τι μέλλον θα είχε; Δεν έπρεπε να την προικίσει; Ο προικισμένος; Στο κάτω-κάτω αυτός, είπαμε, ήταν αδύνατος χαρακτήρας.

Δεν ήταν σαν τον άλλον. Που ήθελε απ’ τη γυναίκα του να έχει προίκα. Κι ας μην ήξερε, τάχα μου, αυτός; Διότι, σου λέει, έχουμε και κάποια υπόληψη. Έτσι; Να μας βγει το όνομα, δηλαδή; Να μας πούνε και προικοθήρες, από πάνω. Πως θα βγούμε την αύριο ημέρα στην κοινωνία.

Τι είπατε; Α. Δεν είπατε τίποτε. Δεν μιλάτε; Γιατί; Είναι στο χαρακτήρα σας; Να μην μιλάτε πολύ; Μα μιλάτε, σας άκουσα… Να τώρα… Κάτι ψιθυρίσατε… Πως; Και μένα τι με νοιάζει; Μα τι είναι αυτά λέτε! Πώς να μην με νοιάζει, δηλαδή. Τρεις φορές την ημέρα το πότιζα. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Ορίστε; Τσιμπολογούσα; Εγώ, απ’ το κλήμα; Όχι κύριε κλαδευτή, ποτέ δεν ήμασταν της ίδιας συνομοταξίας. Ρωτήστε το σκύλο που φυλάει. Τη γάτα που παραφυλάει. Το γείτονα, τον αγροφύλακα, τον χωροφύλακα, τον εφοριακό, τον παπά της ενορίας, τον δάσκαλο, το χασάπη, το μανάβη, τον περιπτερά, αν εγώ έφαγα έστω και κοτσάνι.

Ορίστε! Τι εννοείται, μήπως είμαι βλάκας… Αααα! Όλα κι όλα. Μέχρις εδώ. Δεν σας επιτρέπω… Τι; Γελάτε; Γελάτε, μαζί μου; Όχι, δεν αφήνω τίποτε. Δεν το φάγαμε μαζί το κλήμα. Δεν το φάγαμε μαζί. Ακούς εκεί! Ντροπή. Ντροπή και πάλι ντροπή. Δεν έμεινε ούτε στάλα γαϊδουρινό φιλότιμο, βρε παιδάκι μου; Πάει κι’ αυτό; Το επενδύσανε στην ΟΝΕ; Ούτε ένας βρε παιδί μου; Τι είναι αυτό το πράγμα! Βρε, μπας και μας έχουνε ματιάξει; Δεν μπορεί, κάτι συμβαίνει. Μάγισσα μας μάγεψε και μας κάνανε του χεριού τους; Ούτε ένας, δηλαδή; Λουφάξανε κι αυτοί οι… πολυλογάδες. Oι ξερόλες; Ούτε ένας! Nα τους φωνάξει: Που πάτε κύριοι “Γάϊδαροι”… Που μας πάτε; Στο στόμα του Λύκου; Κατευθείαν;

Ποιόν ρωτήσατε, δηλαδή; Έτσι; Ότι σας καπνίσει; Τι είπατε; Δεν γινόταν αλλιώς… Θα πεινούσαμε… Θα λέγαμε το ψωμί, ψωμάκι… Θα χάναμε τις δουλειές μας… Δεν θα είχαμε ούτε φάρμακα… Μα τι είναι αυτά που λέτε κύριε… μπαρουτοκαπνισμένε… Ορίστε; Δεν υπήρχανε λεφτά; Και που πήγαν, δηλαδή, τα λεφτά. Βγάλανε φτερά; Τι; Ωχούυυυ!!! Να και τα καλύτερα. Ήταν σπασμένο το τηλέφωνο και δεν άκουσε το “Δεν”…

Βρε, καλά έλεγε ο “Ψηλός”. Αυτός, ντε. Που χτυπούσε το αυτί του με τον ώμο. Όχι. Δεν χτυπούσε με το αυτί τον ώμο. Ο ΟΤΕ, έλεγε, δεν κάνει καθόλου καλά τη δουλειά του. Γι’ αυτό και ήθελε να τον ξαποστείλει. Αλλά κάποιοι, “αδέσποτοι”, δεν τον αφήσανε. Κι έτσι, ξαποστείλανε αυτόν. Σου λέει… Ο άλλος… Ο σημερινός. Τι είναι το κλήμα, δηλαδή. Ένας ΟΤΕ και μια ΔΕΗ. Αν τα ξεπουλήσουμε θα γελάνε και οι Σκοπιανοί. Και τώρα; Τι γίνεται τώρα, που πέταξαν οι γάϊδαροι μαζί με τα λεφτά; Πως να τους πιάσεις, τους αναθεματισμένους. Κοροϊδεύουν κι από πάνω. “Δεν θα μας πιάσετε ποτέ, ποτέ…”.

Μήπως οι άλλοι δεν κοροϊδεύουν; Μόλις ζόρισαν τα πράγματα, το γυρίσανε στην τρελίτσα. Το παίζουνε Σωτήρες. Τώρα τους έπιασε πρεμούρα. Θέλουν, λέει, να σώσουνε το κλήμα. Που δεν έμεινε ούτε ρίζα. Άσε που περίσσεψαν και συνωστίζονται στο αλώνι. Περιμένουν να ’ρθει η σειρά τους να αλωνίσουν. Αααα, νισάφι πια. Αρκετά με τους Σωτήρες. Δεν θέλω άλλους. Πάρτε τους από δω. Ούτε να τους βλέπω δεν θέλω. Στείλτε τους στους ξυρισμένους. Να τους κάνουνε καψώνι από το πρωί μέχρι το βράδυ. Χίλιες κάμψεις στον καθένα. Κι όταν τελειώσουν, ξανά από την αρχή. Και τα χαράματα να τους ρίχνουνε και ένα εγέρθουτω.

Κι αν είναι να πεινάσουμε… Να και τα αυγά. Κι ας είναι και χρυσά. Σάμπως θα τα παντρευτούμε; Στο κάτω-κάτω, κότα τα γέννησε κι αυτά. Κι αν ήταν και στρουμπουλή… Τέρμα οι Σωτήρες. Ποσώς που με νοιάζει αν θα σωθεί το κλήμα. Οι γάιδαροι το φάγανε, οι γάιδαροι να το πληρώσουν. Αλλά γίνεται; Δεν γίνεται. Πως λένε, αν δεν προσέξεις το σπίτι σου, θα πέσει και θα σε πλακώσει. Αλληλεγγύη. Πλακάκια θα τα κάνουνε.

Σιγά το πράμα, δηλαδή. Χάθηκε ένα CD. Με πεντέξι ονόματα. Τι είναι πεντέξι ονοματάκια, δηλαδή; Σιγά το πράμα. Χιλιάδες ονοματάρες έχουν κάτι άλλα CD. Και δεν είναι μακριά. Εδώ τριγύρω είναι. Στα μαγαζιά της γειτονίας. Αυτά δεν τα κρύβουν στο συρτάρι. Τα έχουν στο εικόνισμα. Και κάθε βράδυ, πριν πέσουνε για ύπνο, κάνουν την προσευχή τους. Να τα φυλάει ο καλός θεούλης. Γάϊδαρος, γαϊδάρου μάτι, βγάζει; Δεν βγάζει. Αλλά, κάποιος πρέπει να πληρώσει τη νύφη. Για να την σκαπουλάρουν οι μνηστήρες. Ε, ρε… Οδυσσέας που τους χρειάζεται. Κι αν είναι και φταίχτης; Ήρθε κι έδεσε. Καλά να πάθει. Αυτό θα πούνε όλοι τους. Αλλά τι παραπάνω έκανε αυτός; Το σόϊ πρέπει να το προσέχεις. Γίνεται να το ξεμπροστιάζεις; Δεν γίνεται. Θα αφήσεις, δηλαδή, να γίνει βούκινο το σόϊ; Αν το κάνεις θα γίνεις μπαμπέσης. Άσε που θα σου μείνει και το όνομα.

Αλλά αυτοί δεν κάνουν τέτοια. Δεν χαλάνε την πιάτσα. Τι θα παραδώσουνε στους νέους. Την γαϊδουροσύνη πολλοί ελάτρεψαν, την γαϊδουριά ο καθείς. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, συνωμότησαν, μάλιστα. Έφτιαξαν και αδελφάτο. Των Γκαϊντάρων. Ο ένας για όλους και όλοι για την πάρτι τους. Δώστε και σώστε τους. Αν δεν δώσουμε, κι αν δεν σώσουμε, μαύρη ειν’ η μέρα στα βουνά. Να δεις που στο τέλος θα τους χρωστάμε κι από πάνω. Γιατί σου λέει, είναι μεγάλη αμαρτία να αρνηθείς στο “Γάϊδαρο”. Γι’ αυτό πλήρωσε, για να σωθεί η ψυχή σου. Αλλά αυτός, είπαμε. Όχι, δεν είναι απ’ αυτούς. Είναι της ΟΝΕ. Καλά μου τα’ λέγε ο συχωρεμένος ο παππούς μου. Κάποτε, μου έλεγε, να δεις, που δεν θα υπάρχουν πια γαϊδάροι. Θα έρθουνε κάτι άλλα Ζώα, που θα είναι πιο δυνατά. Να που βγήκε αληθινός.

Η ΟΝΕ είναι θηλύκια. Πως λέμε, Γαϊδούρα, Γομάρα; Αυτός είναι απ’ τους αρσενικούς. Ναι… βέβαια… Υπάρχει διαφορά με αυτούς της ΟΝΕ. Έχουν “αισθήματα”. Άλλους “τρόπους”. Που σε “σκλαβώνουν”. Είναι θέμα “ευγένειας”. Πώς να το κάνουμε, δηλαδή. Είναι και λεβέντης. Ε! Λεβεντιά καμαρωτή. Ααα… Όλα κι όλα. Γι’ αυτό δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Και δουλευταράαας… ναι… βέβαια… Μάζεψε, μάζεψε, μάζεψε. Τα φόρτωσε όλα στο σαμάρι και ξεκίνησε. Έχουμε, λέει, δρόμο μακρύ. Γι’ αυτό πρέπει να τα μαζέψουμε όλα. Κι όταν λέει αυτός όλα. Εννοεί, Ο-Λ-Α. Να μην μείνει τίποτε. Ούτε όρθιο, ούτε ξαπλωτό. Πρέπει να τα δώσουμε σ’ αυτούς που τα έχουν ανάγκη.

Εμείς, τι να τα κάνουμε. Μαζί μας θα τα πάρουμε; Ναι! Ναι! Είναι και… να δεις πως το λένε… αλτρουιστής. Ναι, βέβαια… Είναι και καλός Χριστιανός. Έτσι είπε κι ο Χριστός. Όποιος έχει δυο να δίνει το ένα. Έχουμε δυο χέρια. Ε, ας δώσουμε το ένα. Τι άλλο μας έμεινε; Δυο πόδια. Ε, ας δώσουμε και ένα πόδι. Τι τα θέλουμε. Μαζί μας θα τα πάρουμε; Να δεις που στο τέλος θα του χρωστάμε και ευγνωμοσύνη. Μωρέ, αν είναι να σώσει το κλήμα, χαλάλι του. Τι με δυο χέρια, τι με ένα. Τι με δυο πόδια, τι με ένα. Χαλάλι του. Κι αν σωθεί το κλήμα. Που ξέρεις. Μπορεί να μας φορέσει ξύλινα. Κάτι είναι κι αυτό. Είναι και λεβέντης, έτσι. Το είπαμε αυτό. Και μπεσαλής… Ναι… βέβαια… Να δεις που ό,τι έχει πει, θα το κάνει. Κι εκείνα που δεν έχει πει, κι εκείνα θα τα κάνει. Είναι από “χωριό”, αυτός. Κρατάει το λόγο του. Δεν είναι σαν κάποιους άλλους, που άλλα λένε από βραδύς και άλλα κάνουν το πρωί. Αυτό το κατάλαβε ακόμη και η “γιαγιά”. Και ερωτεύτηκε ξαφνικά το κλήμα. Το μαδημένο. Πρέπει λέει, να το σώσουνε.

Οι “Γάϊδαροι” είναι χρήσιμοι. Είναι εργατικοί. Είναι και υπάκουοι. Κάνουνε τις δουλειές τους. Ε, ρε… “Γαϊδουρινή” που τους χρειάζεται. Δώστους, και ξαναδώστους. Και ξανά-μανά. Μπας και καταλάβουν. Αλλά, τι να καταλάβουν. Καταλαβαίνουνε αυτοί; Στο σχολείο ο δάσκαλος φώναζε. Γάϊδαρε… Γομάρι… Και να… και να… βαρούσε. Ποιος καταλάβαινε τι έλεγε; Όλοι στο μυαλό τους είχαν πως θα την κάνουνε κοπάνα. Την κοπάνα, πολλοί αγάπησαν, το κοπάνημα, ουδείς. Κι ύστερα σου λέει ο άλλος… Σε μένα δεν περνάνε αυτά. Τέρμα αυτά που ξέρατε. Να ξεχάσετε τα μαύρα. Να ξεχάσετε τα άσπρα. Να τα ξεχάσετε όλα. Από δω και στο εξής, τα μισά θα τα ακουμπάτε σε μένα και τα υπόλοιπα θα σας τα παίρνει η εφορία. Μακάρι, δηλαδή. Διότι, αυτά τα πράγματα δεν σηκώνουνε αστεία. Δεν είναι παίξε, γέλασε. Είπε, θα τους βάλει, τα δυο πόδια σε ένα πέταλο. Μπράβο του και πάλι μπράβο του. Μακάρι, να το κάνει. Διότι, παραγαϊδούρεψε, το πράγμα. Αλλά…

Που ήτανε τόσα χρόνια; Που βοσκούσε, και δεν τον είχε δει κανείς; Να ξέρετε, αυτοί οι… πολυπράγμονες, οι “θεοί”, θα φταίνε. Τον είχανε κριμένο. Περιμένανε να περάσουμε στο αμήν, για να μας τον στείλουνε. Την είχανε στημένη τη “μηχανή”. Και δεν είναι της ΟΝΕ, έτσι; Δηλαδή, της ΟΝΕ είναι, αλλά είναι μισός-μισός. Είναι από διασταύρωση. Μέχρι και την Τιτίκα τους θα τους την πάρει. Όχι, παίζουμε. Διότι, αν δεν είχανε Τιτίκα, το πολύ-πολύ να βολεύανε τα πουλαράκια τους, με κανένα κλαδάκι από το κλήμα. Δεν θα μαδούσανε ολόκληρο το κλήμα! Να δεις, που το’ πε και θα το κάνει. Θα τους τα πάρει όλα. Και θα μας απαλλάξει μια και καλή από δαύτους… Αλίμονο… Και τι θα απογίνουμε χωρίς “Γαϊδάρους”! Αχ! Κατακαημένο κλήμα. Τι σου ’μελλε να πάθεις. Γαϊδάρους εμπιστεύθηκες. Καλά να πάθεις.