Ξαφνικά όλοι νιώσαμε ότι οι αποφάσεις της πολιτικής επηρεάζουν καθοριστικά τη ζωή μας, επηρεάζουν το μέλλον των παιδιών μας με τρόπο σχεδόν καθοριστικό. Ξαφνικά όλοι νιώσαμε ότι η πολιτική είναι ένα υποχρεωτικό πεδίο δράσης, γιατί είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε διαμορφώνει πολλές όψεις της καθημερινότητάς μας, επηρεάζει τις δυνατότητες της ζωής μας και πολλές από τις επιλογές μας.
Ξαφνικά όλοι νιώσαμε ότι δεν μπορεί να είναι άσκηση των πολιτικών μας καθηκόντων μόνο η συμμετοχή μας στην εκλογική διαδικασία των βουλευτικών εκλογών. Και επιδοθήκαμε εν μέσω της ορμής και της θύελλας της κρίσης σε συναισθηματικές εκρήξεις, εκφραστήκαμε σε εύκολες και ανέξοδες ηθικολογίες, σε πράξεις οργής και θυμού, σε κινήσεις παρορμητικές πιστεύοντας πώς έτσι θα ξορκίσουμε το κακό, πώς έτσι θα ανοίξουμε φωτεινούς δρόμους στη ζωή μας.
Τώρα που έχει αρχίσει να καταλαγιάζει η ένταση του παροξυσμού αναγκαζόμαστε να προβληματιστούμε, φέρνουμε τη δύναμη της λογικής στην πρώτη γραμμή της σκέψης μας και βλέπουμε τα πράγματα πιο καθαρά.
Δεν αρκεί πλέον η ερμηνεία της λεηλασίας της χώρας μας από τους πολιτικό σύστημα και από την ολιγαρχία. Εμείς δώσαμε τη δυνατότητα – μπορεί και τη δύναμη – σε πολιτικό σύστημα και οικονομική εξουσία για να προχωρήσουν σ’ αυτή τη σκοτεινή περίοδο της ιστορίας της χώρας μας. Δεν αρκεί – αν και είναι η πιο βασική – η κλασική πολιτικο-ιδεολογική ερμηνεία για την επιθετικότητα των δυνάμεων του κεφαλαίου στον κόσμο της εργασίας.
Εμείς διαμορφώσαμε ένα είδος άσκησης της πολιτικής της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ελλειμματικό και τερατόμορφο. Εμείς τους θαυμάζαμε και αντιμαχόμαστε για χάρη τους με άλλους πολίτες, με τους άλλους πολίτες που βιώναμε τα ίδια προβλήματα και είχαμε τις ίδιες αγωνίες. Αλλά η πλασματική οικονομική μας ευεξία δεν μάς επέτρεπε να δούμε τα πραγματικά σχήματα της κοινωνικής πραγματικότητας, ο Τιτανικός προχωρούσε ολοταχώς στο παγόβουνο εν μέσω μουσικής πανδαισίας, εν μέσω καταναλωτικής φαινομενικής ευεξίας.
Υπήρχαν φωνές που αναδείκνυαν την φενακισμένη εικόνα της κοινωνικής μας πραγματικότητας. Αλλά εμείς συνηθισμένοι από την κίβδηλη εικόνα – αφού μάς ήταν αρεστή – προχωρούσαμε αμέριμνοι. Για να επιβεβαιωθούν έτσι οι κλασικές αναλύσεις. «Χωρίς αμφιβολία, η εποχή μας προτιμά την εικόνα από το αντικείμενο, το αντίγραφο από το πρωτότυπο, την αναπαράσταση από την πραγματικότητα, το φαινόμενο από το είναι. Το ιερό γι’ αυτήν δεν είναι παρά η ψευδαίσθηση, και το ανίερο είναι η αλήθεια» (Φόϋερμπαχ)[1].
Εξακολουθούσαμε να βαδίζουμε αμέριμνοι έχοντας ψευδεπίγραφα είδωλα μπροστά μας για οδηγούς. Η κοινωνία δεν έγινε δύναμη αλλαγής και πραγματικής προόδου. Οι πολίτες δεν γίναμε συλλογική έκφραση της ιστορίας. Γίναμε μάζες.
Αλλά η εξήγηση έχει δοθεί. «Οι μάζες ποτέ δεν δίψασαν για αλήθειες. Μπροστά στις προφάνειες που τις δυσαρεστούν, μεταστρέφονται και προτιμούν να θεοποιήσουν την πλάνη, αν η πλάνη τις θέλγει»[2].
Και τώρα τι κάνουμε; Αποφασίζουμε να επανακαθορίσουμε την πολιτική μας συμπεριφορά και να συμμετέχουμε στην άσκηση των υποχρεώσεών μας ως πολιτών ή θα αναδείξουμε καινούργιους αντιπροσώπους της βίας και του φασισμού; Αλλά βέβαια σε μια τέτοια περίπτωση θα θέλουμε η βία, το μίσος και τα ψέματα να θεωρούνται οι υπέρτατες αρετές!
Ποιος μπορεί να ισχυριστεί βλέποντας τις κοινωνικές μας αντιδράσεις και τις πολιτικές μας συμπεριφορές ότι στην εποχή μας έχει επικρατήσει ο ορθολογισμός; «Το πιο δύσκολο πράγμα στον άνθρωπο είναι να σκέπτεται λογικά κάθε στιγμή, αλλά η ευτυχία του ανθρώπου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη δυνατότητά του να σκέπτεται λογικά», αυτή η φοβερά αποκαλυπτική σκέψη του μεγάλου παιδαγωγού Τζων Ντιούι πρέπει να είναι καθοδηγητής μας ιδιαίτερα σήμερα που οι εποχές είναι μεταβατικές, που οι καιροί είναι δύσκολοι και η δημιουργία ενός φωτεινού μέλλοντος θέλει αγώνα, γνώση και σχέδιο. Θεωρώ ότι οφείλουμε να αντιστρέψουμε την αντεστραμμένη εικόνα, να δώσουμε στην πολιτική το πραγματικό της περιεχόμενο. Να αναιρέσουμε την τόσο εύστοχη παρατήρηση του ποιητή Πολ Βαλερί ότι «η πολιτική είναι η τέχνη να αποτρέπεις τον λαό να παίρνει μέρος στις υποθέσεις που κατ’ εξοχήν τον αφορούν».
Να αμφισβητήσουμε την κρατούσα κοινωνική μας θεώρηση που δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια θεώρηση εικονοποιημένη, γιατί «το θέαμα δεν είναι ένα σύνολο εικόνων, αλλά μια κοινωνική σχέση ατόμων διαμεσολαβημένη από εικόνες», γιατί «στη ρίζα του θεάματος βρίσκεται η πιο παλιά εξειδίκευση, η εξειδίκευση της εξουσίας»[3].
Σήμερα δεν αρκούν οι έννοιες της αντιπροσώπευσης και μάλιστα της στρεβλής – δημαγωγικής αντιπροσώπευσης. Σήμερα οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε την έννοια του πολίτη, να ανατρέψουμε την εικόνα του πολίτη από απόσταση, του πολίτη με εκείνο το αξιακό φορτίο που επέτρεψε τη φοβερή συσσώρευση πλούτου σε μερικούς επιτήδειους με τρόπο χώρας της μπανανίας. Γιατί ήταν η λατρεία του χρήματος από όλους μας που επέτρεψε στην πολιτική εξουσία να υπηρετήσει την οικονομική εξουσία πέραν από κάθε έννοια νομιμότητας και δικαιοσύνης.
Γιατί δρούσαμε σε ένα ιδεολογικό τοπίο ξένο προς τα κοινωνικά συμφέροντα παρά το γεγονός ότι γνωρίζαμε ότι «σε όλες τις περιόδους της ιστορίας, όπου ήταν δυνατό, υπήρχε μια αδίστακτη φιλοκτησία, που δεν τη συγκρατούσαν κανενός είδους ηθικές αρχές»[4], παρά το γεγονός ότι γνωρίζαμε αυτό που ο Βολτέρος διαλαλούσε πριν από πολλά χρόνια «δείξτε μου μια μεγάλη περιουσία και θα σας δείξω ακόμη ένα μεγαλύτερο έγκλημα».
Η παγκοσμιοποίηση δεν ήλθε για να φύγει εύκολα. Οι δυνάμεις του καπιταλισμού την έχουν ως αιχμή του δόρατος, ακριβώς την εποχή όπου το σύστημά τους περνά την μεγαλύτερη κρίση του. Η παγκοσμιοποίηση αποτελεί ένα φοβερό εργαλείο που αναθεωρεί όλες τις κλασικές συνταγές περί των σχέσεων κράτους – έθνους – κοινωνίας – πολιτών, γι’ αυτό και «τα έθνη πρέπει να αναστοχαστούν πάνω στις ταυτότητές τους τώρα που οι παλιές μορφές γεωπολιτικής καθίστανται απαρχαιωμένες»[5].
Η ελπίδα δεν κρύβεται σε κανέναν ηγέτη, σε κανένα κόμμα. Η ελπίδα δεν είναι κρυμμένη κάπου στο μέλλον που θα έλθει χαρισματικά να μάς σώσει. Η ελπίδα είναι στη δύναμη και στη θέληση τη δική μας για να κατακτήσουμε αυτά που μάς ανήκουν. Η ελπίδα είναι στους κοινωνικούς αγώνες μας και στην ουσιαστική συμμετοχή στην πολιτική σκηνή. Αυτή την πραγματική ελπίδα θέλουν να μας καταστρέψουν, γιατί «η καταστροφή της ελπίδας είναι ένα πολύ σημαντικό σχέδιο»[6].
Και αυτή η ελπίδα δεν μπορεί να έχει προσωπική περπατησιά. Ή θα είναι συλλογική ή απλώς δεν θα υπάρξει. Γιατί η συλλογικότητά μας είναι το κοινωνικό μας όραμα, γιατί η συλλογικότητα γράφει την ιστορία, γιατί «”μια καινούργια άνοιξη θα σου δώσει πίσω όσα σού πήρε ο χειμώνας” (Ε. Χάινε), που συχνά επαληθεύεται στους ανθρώπους, ισχύει ακόμη περισσότερο όταν πρόκειται για ολόκληρα έθνη»[7], για έθνη και για κοινωνίες που έχουν αυτογνωσία και σύγχρονη ισχυρή άποψη για τη ζωή, για το μέλλον, για την ιστορία.

[1] Ντεμπόρ, Γκ., (1986), Η κοινωνία του θεάματος, Αθήνα: Ελεύθερος τύπος, σ. 23 [2] Λε Μπον, Γκ., (2010), Ψυχολογία των μαζών, Αθήνα: Δ.Ο.Λ., σ. 95 [3] Ντεμπόρ, Γκ., (1986), Η κοινωνία του θεάματος, Αθήνα: Ελεύθερος τύπος, σ. 24, 30 [4] Weber, M. (2010), Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, Αθήνα: Δ.Ο.Λ., σ. 46 [5] Γκίντενς, Α. (2002), Ο κόσμος των ραγδαίων αλλαγών, Αθήνα: Μεταίχμιο, σ. 53 [6] Νόαμ Τσόμσκυ (2004), Ηγεμονία ή επιβίωση, Αθήνα: Πατάκης, σ. 24 [7] Braudel, F. (2002), Η γραμματική των πολιτισμών, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, σ. 637

https://anthologio.wordpress.com/