Αλλο ένα αρνητικό δημοσίευμα, αυτή τη φορά για το δυσμενές επιχειρηματικό κλίμα που επικρατεί στην μνημονιακή Ελλάδα, «φιλοξενεί» την Τετάρτη σε ρεπορτάζ της η αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal, η οποία κάνει λόγο για το «τοξικό κοκτέιλ» της «ύφεσης…και της έλλειψης τραπεζικής ρευστότητας», το οποίο «αναγκάζει ξένους παρόχους και πελάτες να κόψουν τους δεσμούς τους με τις ελληνικές εταιρίες».
«Οταν ο διευθύνων σύμβουλος της Titan Cement Co., κ. Δημήτρης Παπαλεξόπουλος έμαθε πέρυσι πόσο θα κόστιζε μία καινούρια γεννήτρια για την εταιρία, ζήτησε από το προσωπικό του να σκεφτεί δημιουργικά. Οι μηχανολόγοι της Titan απάντησαν μετατρέποντας μία μηχανή αυτοκινήτου σε γεννήτρια».
Με αυτό την παράδοξη, όσο και αποκαλυπτική για τις συνθήκες που επικρατούν στην «αγορά» διαπίστωση ξεκινά το εκτενές ρεπορτάζ της αμερικανικής εφημερίδας, η οποία, επισημαίνει, σύμφωνα με δηλώσεις του κ. Παπαλεξόπουλου, ότι «τα κέρδη της εταιρίας έχουν μειωθεί κατά 80% από το 2006», παρά τις δραματικές περικοπές. «Παρά τη μείωση του προσωπικού κατά 35%, Titan εκτιμά ότι το 2012 θα κλείσει μάλλον με ζημιές», υπογραμμίζει η WSJ, τονίζοντας ότι, όπως λέει ο κ. Παπαλεξόπουλος, «κανείς δεν περίμενε ότι η κατάσταση θα ήταν τόσο άσχημη».
«Τα προβλήματα της Ελλάδας έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα στην επιχειρηματική κοινότητα της χώρας», γράφει χαρακτηριστικά η εφημερίδα. «Η ύφεση συνεχίζεται για έκτη χρονικά εφέτος. Με τις ελληνικές τράπεζες χρεοκοπημένες, το 70% των ελληνικών επιχειρήσεων δηλώνουν, σύμφωνα με το ελληνικό Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών, ότι δεν έχουν πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό. Την ίδια ώρα, οι ξένοι πάροχοι και οι πελάτες κόβουν τους δεσμούς τους με τις ελληνικές εταιρίες», υπογραμμίζει το δημοσίευμα.
«Το τοξικό», όπως χαρακτηρίζεται, «μείγμα έχει αναγκάσει περί τις 68.000 επιχειρήσεις σε λουκέτο από τις αρχές του 2011, ενώ άλλες 30.000 ετοιμάζονται να κλείσουν μέχρι την άνοιξη, σύμφωνα με στοιχεία του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Αθήνας».
«Δεδομένης της δραματικής κατάστασης που επικρατεί ακόμα και τα 44 δισ. ευρώ της επείγουσας βοήθειας (sic) που λαμβάνει η Ελλάδα από Ευρωπαϊκή Ενωση και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δεν μπορούν, όπως υποστηρίζουν μάνατζερ και αναλυτές (και προβάλει και η WSJ) να εκκινήσουν εκ νέου τις ιδιωτικές επενδύσεις».
«Εάν όμως δεν επιστρέψουν οι ιδιωτικές επενδύσεις, η χώρα είναι αδύνατο να βγει από το σπιράλ της ύφεσης», εκτιμά το δημοσίευμα, υποστηρίζοντας ότι «η απεγνωσμένη προσπάθεια των ελληνικών εταιριών για μείωση του κόστους αναμένεται να κλιμακωθεί εφέτος, και για πολλές θα σημάνει είτε το θάνατο είτε την επιβίωσή τους».
«Δεν νομίζω ότι υπάρχει δαπάνη που δεν έχουμε εξετάσει», δηλώνει στην αμερικανική εφημερίδα ο κ. Δημήτρης Βαλάχης, διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας ιχθυοκαλλιεργειών «Ανδρομέδα». «Η εταιρία, απαντώντας στους ανταγωνιστές της που ρίχνουν στην αγορά τα αποθέματά τους σε ψάρια σε χαμηλές τιμές, έχει προχωρήσει σε μισθολογικές περικοπές της τάξεως του 20%, ενώ έχει επανεξετάσει την τιμή προϊόντων όπως το χαρτί που χρησιμοποιεί. Η συγκεκριμένη εταιρία έφτασε στο σημείο να εγκαταστήσει υποβρύχιες κάμερες στις δεξαμενές όπου εκτρέφονται τα ψάρια προκειμένου να υπολογίσει την ποσότητα της τροφής που καταναλώνουν, η οποία ισοδυναμεί με το 50% των εξόδων της, καταφέρνοντας έτσι να μειώσει το κόστος κατά 10%», γράφει η WSJ.
Οι δραματικές περιγραφές και εκτιμήσεις δεν σταματούν ωστόσο εδώ. «Παρά το γεγονός ότι τον Νοέμβριο ο έλληνας πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς χαιρέτησε τη συμφωνία για την απελευθέρωση της δόσης των 44 δισ. ευρώ ως «νέα μέρα για όλους τους Ελληνες»…λίγοι είναι αυτοί σήμερα που περιμένουν κάποια βελτίωση», σχολιάζει το δημοσίευμα.
«Τον περασμένο μήνα η κυβέρνηση δήλωσε ότι η αποπληρωμή των 9 δισ. ευρώ και πλέον των χρεών που οφείλει στον ιδιωτικό τομέα θα πάρει πάνω από έναν χρόνο…με την καθυστέρηση να σημαίνει ότι κάποιες από τις κατασκευαστικές εταιρίες βρίσκονται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, ενώ οι ιδιωτικές κλινικές, στις οποίες το κράτος οφείλει εκατομμύρια απειλούν να διακόψουν τη συνεργασία τους (με το δημόσιο)», αναφέρει η αμερικανική εφημερίδα.
«Και παρά το γεγονός», συνεχίζει η WSJ, «ότι 24 δισ. από το νέο πακέτο ΕΕ-ΔΝΤ προορίζονται για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, είναι πιθανόν ότι οι τελευταίες θα διστάσουν να προχωρήσουν σε χορήγηση δανείων εν μέσω ενός τόσο ζοφερού επιχειρηματικού περιβάλλοντος». «Ο τραπεζικός τομέας δεν αναμένεται να επιστρέψει σύντομα στην προηγούμενη μορφή του», όπως δηλώνει στην αμερικανική εφημερίδα ο κ. Γιώργος Κουλούρης, αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Marfin Investement Group Holdings Inc.
Οι ζοφερές εκτιμήσεις της WSJ δεν σταματούν ωστόσο εδώ. Οπως εκτιμά χαρακτηριστικά η αμερικανική εφημερίδα, «το κυριότερο όμως είναι ότι το πακέτο στήριξης δεν έχει εξαλείψει τους φόβους ότι η Ελλάδα θα βγει από τη ζώνη του ευρώ, γεγονός που τρομοκρατεί τους ξένους όσον αφορά τις ελληνικέ επιχειρήσεις». «Πράγματι», συνεχίζει το δημοσίευμα, «κάποιες ελληνικές εταιρίες εξακολουθούν να σκέφτονται την μεταφορά της έδρας τους στο εξωτερικό, προκειμένου να ανανεώσουν την πρόσβασή τους στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές ή τον τραπεζικό δανεισμό. Μέχρι προσφάτως ήταν πρακτικώς αδύνατον για τις ελληνικές εταιρίες να πουλήσουν τις μετοχές τους σε ξένους επενδυτές», γράφει η WSJ.
«Κάποιοι ελληνικές εταιρίες ωστόσο λένε ότι το στίγμα του να είναι ελληνικές (sic) δυσχεραίνει τον προσανατολισμό τους στο εξωτερικό». Γιατί; «Ελάχιστες είναι οι ξένες τράπεζες που θα δανείσουν ελληνικές επιχειρήσεις», υποστηρίζει η εφημερίδα, αναφέροντας ότι «πολλοί ξένοι προμηθευτές ζητούν να πληρωθούν εκ των προτέρων, ενώ άλλες αρνούνται ολοκληρωτικά κάθε συναλλαγή με ελληνικές επιχειρήσεις».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος, (σσ πρόεδρος της ΚΕΕΕ) ο οποίος είχε τον ίδιο προμηθευτή από τη Μαλαισία πάνω από 60 χρόνια. Μέχρι προσφάτως, ο συγκεκριμένος προμηθευτής του επέτρεπε να τον πληρώνει 90 ημέρες μετά την παραλαβή του προϊόντος, ενώ σήμερα απαιτεί να πληρωθεί προκαταβολικά.
Την ίδια ανησυχία για το κατά πόσο μπορούν να αποστείλουν τα προϊόντα τους στην Ελλάδα εν μέσω της αναταραχής που επικρατεί έχουν εκφράσει και άλλοι προμηθευτές σε άλλες επιχειρήσεις, όπως την Bright Special Lightening, η οποία τον τελευταίο καιρό έχει στραφεί σε πελάτες στη Ρουμανία, το Κατά και το Ομάν.
«Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις σημαίνει ότι ακόμα και οι πιο ανθεκτικές εταιρίες δεν έχουν τα κονδύλια να επενδύσουν σε νέα επενδυτικά σχέδια είτε στην Ελλάδα ή το εξωτερικό», γράφει η WSJ.
«Πράγματι, οι επενδύσεις κεφαλαίων στην Ελλάδα έχουν βουλιάξει κατά 70% μέσα σε πέντε χρόνια σύμφωνα με την Credit Suisse, ενώ η μεταποιητική δραστηριότητα μειώθηκε για 38ο μήνα τον περασμένο Νοέμβριο», όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά.
«Η Intralot S.A. η οποία έχει μόλις το 10% των δραστηριοτήτων της στην Ελλάδα, θα επιχειρήσει να πουλήσει στους διεθνείς επενδυτές στις αρχές του 2013 ομόλογο ύψους 150 δισ. ευρώ». «Αν αποτύχει», γράφει η εφημερίδα, επικαλούμενη δηλώσεις του διευθυντή οικονομικών, κ. Γιάννη Πανταλέοντα , η εταιρία ενδέχεται να διαχωρίσει τις ελληνικές δραστηριότητές της, προκειμένου να εξασφαλίσει χρηματοδότηση στο μέλλον».
«Οι πιθανότητες της Intralot ενισχύθηκαν κάπως αυτόν τον μήνα, από την επιτυχή πώληση ομολόγου της Titan, πρώτης εταιρίας που κατόρθωσε να πετύχει κάτι τέτοιο από την αρχή της κρίσης πριν από τρία χρόνια», γράφει η WSJ, τονίζοντας ωστόσο ότι «η εταιρία θα πληρώσει (το τσουχτερό) επιτόκιο ύψους 8,75%, πολύ πιο πάνω απ’ όσα πληρώνουν οι βορειοευρωπαίοι ανταγωνιστές της».
Πώς καταλήγει το δημοσίευμα της WSJ; «Την ίδια ώρα οι ελληνικές εταιρίες λειτουργούν σε επιχειρηματικό περιβάλλον που ελάχιστα αναμένεται να βελτιωθεί σύντομα». «Η ελπίδα ωστόσο δεν αποτελεί στρατηγική», λέει ο κ. Κουλούρης από τη Marfin».
Με αυτή τη διαπίστωση ολοκληρώνεται και το εκτενές ρεπορτάζ της αμερικανικής εφημερίδας, το οποίο, σημειωτέον, δημοσιεύεται ενόψει της διαδικασίας αποκρατικοποιήσεων που αποπειράται η χώρα…