Στον απόηχο της δίκης για τα σταθερά ομόλογα που έληξε με την αθώωση των 16 κατηγορούμενων εκτυλίσσεται εδώ και κάποιους μήνες η δίκη για μία από τις υποθέσεις των πολύκροτων δομημένων ομολόγων – μια διαδικασία πολύ πιο σύνθετη και με περισσότερες ενδεχόμενες περιπλοκές.
Η συγκεκριμένη υπόθεση μονοπώλησε το μιντιακό ενδιαφέρον το 2007, όταν και αποκαλύφθηκε από «ΤΟ ΒΗΜΑ» η αγορά από τέσσερα ασφαλιστικά ταμεία δομημένου ομολόγου του Ελληνικού Δημοσίου ύψους 280 εκατ. ευρώ με ανάδοχο τη JPMorgan.
Kατηγορούμενοι σήμερα είναι στελέχη της Ακρόπολις ΑΧΕΠΕΥ, πρώην στελέχη ασφαλιστικών ταμείων καθώς και εκπρόσωποι της JP Morgan στην Ελλάδα, στελέχη της εταιρείας North Asset Management, κ.α., ενώ ένα από τα στοιχεία που εμμέσεως αναδεκνύεται από την ακροαματική διαδικασία είναι η πολιτική διάσταση της υπόθεσης, καθώς σύμφωνα με την υπεράσπιση και με πολλαπλές αφορμές, επισημαίνεται ότι οι επίμαχες συναλλαγές πραγματοποιήθηκαν κατόπιν συγκεκριμένων αποφάσεων και δικαδικασιών που δεν θα μπορούσαν να έχουν γίνει χωρίς γνώση ή απόφαση της τότε ηγεσίας συγκεκριένων υπουργείων.
Την κύρια υπεράσπιση είχε αναλάβει ο Σοφοκλής Πρινιωτάκης, ιδρυτής της Ακρόπολις, ο οποίος είχε θεωρηθεί πολιτικά συνδεδεμένος με την ΝΔ.
Ο πρόσφατος θάνατός του ήταν όμως κατά πολλούς μία καθοριστικής σημασίας εξέλιξη για την συνεχιζόμενη δίκη.
Η υπόθεση του δομημένου της JP Morgan μετατράπηκε σε πεδίο οξύτατης πολιτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στο ΠαΣοΚ και την ΝΔ, εν όψει των εκλογών του 2007. Μία από τις παραμέτρους πού σήμερα εξετάζονται από την Δικαιοσύνη είναι και το αν το μέγεθος της ζημίας που αποδόθηκε στα ασφαλιστικά ταμεία είναι πραγματικό, ειδικώς δεν έπειτα από τις ζημίες που εν τέλει υπέστησαν τα ασφαλιστικά ταμεία με το κούρεμα των ομολόγων, βάσει της συμφωνίας για το PSI.
Τι είναι τα δομημένα ομόλογα;
Σύμφωνα με ειδικούς της αγοράς χρηματοοικονομικών προϊόντων τα δομημένα ομόλογα χρησιμοποιούνται, παρά την «τοξικότητά» τους, από πολλά κράτη και οργανισμούς για την εξυπηρέτηση των δανειακών τους αναγκών, προσελκύοντας τα κεφάλαια θεσμικών επενδυτών, ακόμη και ασφαλιστικών ταμείων, με στόχο τα κέρδη σε βάθος χρόνου.
Οι ίδιες πηγές υποστηρίζουν ότι τα δομημένα ομόλογα εκδίδονται κατά παραγγελία και γι’ αυτό σπάνια αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένες αγορές. Ανάλογα με τον εκδότη και τη συγκεκριμένη δομή τους, μπορούν να είναι χαμηλού, μέσου ή υψηλού ρίσκου.
Το Ελληνικό Δημόσιο εξέδιδε δομημένα ομόλογα από το 1997 με αναδόχους εξειδικευμένες τράπεζες βάσει της νομοθεσίας. Τα ομόλογα αυτά εκδοθήκαν υπό το αγγλικό δίκαιο και γι’αυτό το λόγο αποδειχθήκαν εκ των υστέρων ασφαλέστερα από εκείνα που εκδοθήκαν υπό το ελληνικό δίκαιο και τα οποία υποχρεωτικά κουρευτήκαν.
Το δομημένο ομόλογο της JPMorgan
Το επίμαχο δομημένο ομόλογο είχε ονομαστική αξία 280 εκατ. ευρώ και 12ετή διάρκεια. Διέθετε εγγυημένο κεφάλαιο που θα επιστρεφόταν με τη λήξη του ομολόγου. Επίσης, προβλεπόταν καταβολή τόκου με υψηλό σταθερό επιτόκιο της τάξης του 6,25% για τα πρώτα 2 χρόνια και για τα υπόλοιπα 10 χρόνια καταβολή τόκου σύμφωνα με αλγόριθμο, βάσει του οποίου αναμένονταν ελκυστικές αποδόσεις.
Το ύψος των προμηθειών που πυροδότησε την αντιπαράθεση, οι ειδικοί της αγοράς ομολόγων υποστηρίζουν ότι ήταν προκλητικό, αλλά αποφεύγουν να το χαρακηρίσουν παράνομο. Πρόκειται για μία προσέγγιση στο πλαίσιο του νόμιμου και ηθικού, σύμφωνα με άλλες θεωρήσεις του ζητήματος και πάντως η συζήτηση για το θέμα συχνά οδηγεί και σε άλλα παραδείγματα όπως το περιβόητο swap της GoldmanSachs που σύναψε η κυβέρνηση Σημίτη.
Οι εμπλεκόμενοι
Ο εκδότης:
– Το Ελληνικό Δημόσιο εκδίδει το ομόλογο και το πουλάει στη JPMorgan στο 100% της ονομαστικής του αξίας
Οι τελικοί επενδυτές:
– 4 ασφαλιστικά ταμεία αγοράζουν το ομόλογο στο 100% της ονομαστικής του αξίας
ΤΕΑΔΥ – Αγοράζει τμήμα του ομολόγου αξίας 100 εκατ. Ευρώ
ΤΕΑΥΦΕ – Αγοράζει τμήμα του ομολόγου αξίας 55 εκατ. Ευρώ
ΤΕΑΠΟΚΑ – Αγοράζει τμήμα αξίας 80 εκατ. Ευρώ
ΤΣΕΥΠ – Αγοράζει τμήμα αξίας 45 εκατ. Ευρώ
Οι διαμεσολαβητές:
JP Morgan: Αμερικανική επενδυτική τράπεζα και μία εκ των βασικών διαπραγματευτριών ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. Ήταν η ανάδοχος και υπεύθυνη για το σχεδιασμό και τους όρους δόμησης του ομολόγου.
NPI: Αμοιβαίο κεφάλαιο υπό διαχείριση της βρετανικής NorthAssetManagement (NAM), εταιρείας στη διεθνή αγορά ομολόγων.
HypoVereinsbank (HVB): Μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες παγκοσμίως, μέλος του ομίλου της UnicreditGroup.
Ακρόπολις ΑΧΕΠΕΥ: Χρηματιστηριακή εταιρεία που διατηρούσε σχέσεις συνεργασίας με τα ασφαλιστικά ταμεία επί μακρόν
Το χρονικό της συναλλαγής
Τον Σεπτέμβριο του 2006, η Ακρόπολις, έπειτα από το «διαπιστωμένο» ενδιαφέρον πολλών ελληνικών ασφαλιστικών ταμείων για την αγορά δομημένων ομολόγων, επικοινωνεί με τη NAM και την HVB εκφράζοντας ενδιαφέρον για την αγορά δομημένου ομολόγου του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο θα έπρεπε να είναι παρόμοιο με τις αντίστοιχες προηγούμενες επτά εκδόσεις εκ των οποίων ένα μέρος κατέληξε στα ασφαλιστικά ταμεία, επί το πλείστον μέσω ελληνικών τραπεζών.
Τον Οκτώβριο του 2006, η NAM διαμηνύει το ενδιαφέρον της Ακρόπολις στην JP Morgan, εκ των βασικών διαπραγματευτών ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου, η οποία με τη σειρά της δείχνει ενδιαφέρον να εκδοθεί το ομόλογο. Η JP Morgan κοινοποιεί ένα προσχέδιο με τους δυνάμει βασικούς όρους του ομόλογου, το οποίο χρησιμοποιεί η Ακρόπολις για να κάνει παρουσιάσεις στα διάφορα ασφαλιστικά ταμεία. Η Ακρόπολις προσελκύει ενδιαφέρον για 280 εκατ. από συνολικά τέσσερα ταμεία, ορισμένα από τα οποία είχαν αγοράσει στο παρελθόν δομημένα ομολόγα από ελληνικές τράπεζες.
Η JP Morgan διαπραγματεύεται με το Ελληνικό Δημόσιο και καθορίζει τα χαρακτηριστικά του ομολόγου. Στις 6 Φεβρουαρίου 2007, η JP Morgan κοινοποιεί το τελικό σχέδιο και η συναλλαγή ολοκληρώνεται.
Παράλληλα με την έκδοση του ομολόγου, η JP Morgan προχωράει σε συμφωνία ανταλλαγής επιτοκίων (swap) με το Ελληνικό Δημόσιο, που του εξασφαλίζει ελκυστικούς όρους δανεισμού. Το κέρδος από την παράγωγη αυτή συναλλαγή που δεν αποτελεί μέρος της ομολογιακής συμφωνίας επέτρεψε στην JP Morgan να πουλήσει το ομόλογο κάτω της ονομαστικής αξίας στους ενδιαμέσους πριν καταλήξει πάλι στα ασφαλιστικά ταμεία στην ιδία ακριβώς τιμή που το πούλησε στο Ελληνικό Δημόσιο.
Αυτό είναι και το σημείο που δεν έχει φανεί να έχει κατανοηθεί όχι μονό από το ευρύ κοινό αλλά και από τους περισσοτέρους που κατά καιρούς όσοι έχουν αναφερθεί στην υπόθεση αυτή.
Υπό την πίεση της δημοσιότητας και του πολιτικού θορύβου για το ασυνήθιστα υψηλό μέγεθος των προμηθειών, την άνοιξη του 2007 η JPMorgan, με συμμετοχή της NAM, προτείνει την επαναγορά του ομολόγου. Η συναλλαγή αναστρέφεται σε διάστημα 6 μηνών από την έκδοση του ομολόγου και όλοι οι διαμεσολαβητές επιστρέφουν τα κέρδη τους, με εξαίρεση την Ακρόπολις και την HVB, της οποίας τα κέρδη καλύπτει πλήρως η JP Morgan. Από τον κρατικό προϋπολογισμό καταβάλλεται στα τέσσερα ταμεία έκτακτη οικονομική ενίσχυση 3.067.762,48 Ευρώ, η οποία αντιστοιχεί σε μέρος των τόκων για την επίμαχη περίοδο.
Η δίκη- τα βασικά σημεία του κατηγορητηρίου
Μέρος του κατηγορητηρίου αφορά τη ζημία που εν τέλει υπέστησαν τα σφαλιστικά ταμεία από την επίμαχη συναλλαγή. Η δικαιοσύνη εξετάζει πλέον εάν τα ταμεία θα είχαν υποστεί ζημιά εφόσον είχαν κρατήσει τα ομόλογα. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο εισαγγελέας υποστηρίζει ότι το ομόλογο δεν άξιζε την ημέρα έκδοσής του 100% αλλά αντίθετα 85% και με άμεση συνέπεια τη ζημία του ταμείου σε περίπτωση ρευστοποίησης του ομολόγου πριν τη λήξη του.
Παράλληλα ο εισαγγελέας, χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο ομόλογο με εκδότη το Ελληνικό Δημόσιο, επένδυση υψηλού κινδύνου και ακατάλληλο για ασφαλιστικά ταμεία, ενώ θεωρεί ύποπτη τη διαμεσολάβηση τρίτων μεταξύ των ασφαλιστικών ταμείων και του Ελληνικού Δημοσίου.
Η υπεράσπιση απορρίπτει τον ισχυρισμό ότι το ομόλογο άξιζε 85%, επισημαίνοντας ότι αυτό δεν βασίζεται στη δικογραφία και ότι πρώτο το Ελληνικό Δημόσιο το πούλησε στην JPMorgan στο 100%, Παράλληλα, η υπεράσπιση υποστηρίζει ότι σε περίπτωση αποδείξεως ζημίας των ταμείων από την αγορά του ομολόγου στην ονομαστική αξία, τίθεται ζήτημα ποινικής ευθύνης του Δημοσίου που ήταν ο εκδότης και σε μία τέτοια περίπτωση εν γνώσει του εξαπάτησε τα ασφαλιστικά ταμεία.
Εφόσν τεθεί τέτοιο ζήτημα, λένε, στο εδώλιο θα έπρεπε να βρίσκονται στελέχη του Υπουργείου Οικονομικών και του ΟΔΔΗΧ για το συγκεκριμένο, αλλά και για όλα τα δομημένα ομολόγα που έχει εκδόσει το Ελληνικό Δημόσιο, καθώς σε όλες τις εκδόσεις οι αναδοχές τράπεζες και οι χρηματιστηριακές συναλλάχτηκαν κάτω από το άρτιο πριν τελικά καταλήξει στα ταμεία στο 100%.
Όσον αφορά την καταλληλότητα ή μη του ομολόγου για ασφαλιστικά ταμεία, υποστηρίζουν ότι το Δημόσιο δεν νοείται να εκδίδει ακατάλληλα ομολόγα και ότι διαφορετικά, θα έπρεπε πάλι κατηγορούμενοι να είναι στελέχη του Υπουργείου Οικονομικών και του ΟΔΔΗΧ, καθώς και των Ελληνικών τραπεζών που συμμετείχαν στις προηγούμενες εκδόσεις.
Με αυτό το σκεπτικό, οι κατηγορούμενοι θεωρούν την υπόθεση περισσότερο πολιτική και λιγότερο οικονομική και υποστηρίζουν ότι το πρόσφατο κούρεμα των σταθερών ομολόγων καταδεικνύει την καταλληλότητα και την ανωτερότητα του δομημένου ομολόγου, το οποίο έχοντας εκδοθεί υπό το αγγλικό δίκαιο εξαιρέθηκε του PSI.
Το έργο που καλείται να επιτελέσει τώρα η δικαιοσύνη στην πολύκροτη υπόθεση είναι δύσκολο, δεδομένης και της εξειδικευμένης γνώσης που απαιτείται, με γνωμοδιτήσεις ειδικών αλλά και καλά πληροφορημένων προσώπων – σημειώνεται ότι στην δίκη δεν έχουν καν κληθεί ως μάρτυρες εκείνοι που αποκάλυψαν την υπόθεση.
Πάντως, κάποιες καταθέσεις είναι χαρακτηριστικές. Π.χ. στις 30 Νοεμβρίου 2012 εξετάστηκε πρώην στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος, επιφορτισμένος με την εποπτεία του πιστωτικού συστήματος. Ρωτήθηκε, μεταξύ των άλλων αν τα ΔΣ των ταμείων θα μπορούσαν να γνωρίζουν τους όρους του επίμαχου, δομημένου ομολόγου. Απάντησε ότι θα έπρεπε να έχουν κάποιες γνώσεις για το τι αγοράζουν και πουλάνε. Και πρόσθεσε ρωτώντας «πως ορίζεις τα μέλη του δ.σ. εάν δεν ξέρουν»;
Παράλληλα μάρτυρες τονίζουν ότι οι τιμές της ΗΔΑΤ (Ηλεκτρονική Δευτερογενής Αγορά Τίτλων), που αποτελούν και τη βάση της συζήτησης για το αν τα Ταμεία ζημιώθηκαν ή όχι, είναι ενδεικτικές. Μεταξύ αυτών άλλο στέλεχος της ΤτΕ, ο οποίος ανάφερε στην κατάθεσή του: «Βεβαίως είναι τιμές αναφοράς.
Δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνουν οι πράξεις σε αυτές τις τιμές. Μπορεί για τα περισσότερα ομόλογα να μην υπάρχουν καν προσφορές στην ΗΔΑΤ και τότε κατασκευάζουμε εμείς τις τιμές με βάση ένα μοντέλο. Κι αυτό το μοντέλο αξιολογείται από την ΕΚΤ. Θα πρέπει καταρχήν να τις λαμβάνω υπόψη. Όμως κάποιος που δεν έχει πρόσβαση στην αγορά όπως η χρηματιστηριακή δεν μπορεί να κάνει πράξεις σε αυτές τις τιμές. Το είπα και το τονίζω. Η γνώμη μας είναι ότι οι τιμές της ΗΔΑΤ δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν μεζούρα για να υπολογιστεί η ζημία σε σχέση με την τιμή αγοράς».
Με βάση τα παραπάνω και με δεδομένη την αντιστροφή της επίμαχης συναλλαγής, τις καθιερωμένες πρακτικές στην αγορά των δομημένων ομολόγων, αλλά και τον τρόπο υπολογισμού ζημίας/οφέλους ένα από τα ζητούμενα στην δίκη είναι να στοιχειοθετηθεί πιθανή ζημιά των ταμείων. Σε κάθε περιπτωση όμως το ύψος των προμηθειών που μοιράστηκαν κατά τη διακίνηση αυτού και άλλων ομολόγων συνεχίζει να διχάζει, εγείροντας ζητήματα ηθικών ευθυνών για τα πρόσωπα που συμμετείχαν σε αυτήν.