Tα πρώτα «αποκαλυπτήρια» της λίστας Λαγκάρντ έγιναν, σύμφωνα με τις μαρτυρίες όλων των πρωταγωνιστών, στις 24 Ιανουαρίου 2011. Εκείνη την ημέρα ο κ. Γ. Παπακωνσταντίνου συγκάλεσε σύσκεψη στο γραφείο του, η οποία μόλις προσφάτως χαρακτηρίστηκε κρίσιμη. Οταν ολοκληρώθηκε οι συμμετέχοντες είχαν μείνει με την εντύπωση ότι ήταν μια τρέχουσα σύσκεψη, που άλλωστε διήρκεσε λιγότερο από ένα τέταρτο και στη διάρκειά της συζητήθηκαν δύο θέματα: η έναρξη διαπραγματεύσεων για τη διακρατική συμφωνία με την Ελβετία και η χρήση στοιχείων που βρίσκονταν σε ψηφιακό μέσο αποθήκευσης και προέρχονταν από ελβετική τράπεζα.
«Ηταν η πρώτη φορά που άκουγα για την ύπαρξη αυτών των στοιχείων. Τότε δεν ξέραμε ούτε για λίστα Λαγκάρντ, ούτε πώς έφτασαν τα στοιχεία στο υπουργείο, ούτε τίποτε απ’ όσα αποκαλύφθηκαν αργότερα» αποκαλύπτει προς «Το Βήμα της Κυριακής» ένας από τους στενούς συνεργάτες του πρώην υπουργού Οικονομικών, ο οποίος επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του. Μάλιστα, προσθέτει ότι θυμάται ακόμα τη διατύπωση του κ. Γ. Παπακωνσταντίνου επειδή του έκανε εντύπωση: «Τα στοιχεία, όπως μας είπε, «έφυγαν» από την τράπεζα και γι’ αυτόν τον λόγο ήταν προβληματική η χρησιμοποίησή τους».
Ο πρώην υπουργός, σύμφωνα και με άλλες μαρτυρίες, συζήτησε το ενδεχόμενο να αναζητήσει η χώρα μας τα στοιχεία επισήμως από την ελβετική τράπεζα, την οποία δεν κατονόμασε, μέσω δικαστικής συνδρομής, αλλά διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε η νομική βάση για την υποβολή τέτοιου ερωτήματος.
Η εισήγηση προς τον κ. Παπακωνσταντίνου ήταν να δώσει τα στοιχεία για έλεγχο είτε στο ΣΔΟΕ είτε στα ειδικά κλιμάκια ελέγχου –υπήρχαν δύο σε λειτουργία στο υπουργείο Οικονομικών με επικεφαλής στελέχη της απόλυτης εμπιστοσύνης του τότε υπουργού -, ενώ αναφέρθηκε το ενδεχόμενο να συσταθεί και τρίτο με αποκλειστική αρμοδιότητα τον έλεγχο του συγκεκριμένου υλικού. «Ναι, θα διενεργηθεί έλεγχος» ήταν η απόφαση του κ. Παπακωνσταντίνου. Ο έλεγχος όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Να σημειωθεί ότι στις αρχές Σεπτεμβρίου άλλαξε η λεγόμενη «εγκύκλιος Μπέζα» και το βάρος της απόδειξης για τη νομιμότητα των εισοδημάτων μετατέθηκε από τις φορολογικές αρχές στους φορολογουμένους.
Τα μυστήρια της υπόθεσης είναι πολλά και η μυθολογία γύρω από τα «στικάκια» μοιάζει να παραμορφώνει την αλήθεια. Ενδεχομένως να απαιτείται το Ξυράφι του Οκαμ (γνωστό και ως αρχή της οικονομίας: «Κανείς δεν πρέπει να προβαίνει σε περισσότερες εικασίες από όσες είναι απαραίτητες») προκειμένου να αποκαλυφθούν τα πραγματικά περιστατικά.
Το κενό και η ΕΥΠ
Τα γεγονότα διαμορφώνουν την ακόλουθη πορεία της λίστας: το πρωί της Τετάρτης, 29 Σεπτεμβρίου 2010, ο έλληνας πρεσβευτής στο Παρίσι κ. Κ. Χαλαστάνης παρέλαβε από το γαλλικό υπουργείο Οικονομικών έναν σφραγισμένο φάκελο. Δύο εβδομάδες νωρίτερα, στη διάρκεια συνεδρίου στη γαλλική πρωτεύουσα, ο κ. Παπακωνσταντίνου τον είχε προϊδεάσει, χωρίς να του πει λεπτομέρειες πέραν του ότι ο φάκελος έχει κρίσιμο περιεχόμενο, ώστε να τον προωθήσει αμέσως.
Ο κ. Χαλαστάνης έδωσε τον σφραγισμένο φάκελο σε έναν κλητήρα, ο οποίος πήρε το πρώτο αεροπλάνο για την Αθήνα και παρέδωσε το υλικό το απόγευμα είτε της ίδιας ημέρας είτε της επομένης στα χέρια του τότε υπουργού Οικονομικών (στην πραγματικότητα τον παρέλαβε η διευθύντρια του γραφείου του κυρία Χρύσα Χατζή). Ο κ. Ηλ. Κλης, το όνομα του οποίου ενεπλάκη στην υπόθεση, διέψευσε ότι βρισκόταν εκείνη την περίοδο στο Παρίσι, καθώς η θητεία του εκεί έληξε το 2002. Ο κ. Παπακωνσταντίνου θυμάται ότι παρέλαβε τον φάκελο στις αρχές Οκτωβρίου, καθώς σύμφωνα με το ημερολόγιό του στις 30 Σεπτεμβρίου βρισκόταν στις Βρυξέλλες.
Πρόκειται για ένα lapsus της μνήμης για την ακριβή ημερομηνία που έφτασε στα χέρια του το υλικό ή για μία σκοτεινή διαδρομή του αρχικού CD; Ο κ. Παπακωνσταντίνου θεωρεί ακραίο το σενάριο και ενδεχομένως η λεπτομέρεια να είναι ανούσια, όμως αυτή τη στιγμή κανένας δεν βάζει το χέρι του στη φωτιά ότι η εκδοχή του κ. Παπακωνσταντίνου είναι η μοναδική. Οι επαφές ανάμεσα στις μυστικές υπηρεσίες Ελλάδας και Γαλλίας είχαν ξεκινήσει από την άνοιξη του 2010. Στους συνομιλητές του ο κ. Ευ. Βενιζέλος θέτει ένα εύλογο ερώτημα: Στους σχεδόν επτά μήνες που διήρκεσαν αυτές οι συνομιλίες, η ΕΥΠ δεν ενημέρωσε κανέναν άλλον από την τότε κυβέρνηση, ούτε το Μέγαρο Μαξίμου ούτε καν τον πολιτικό της προϊστάμενο και υπερυπουργό κ. Ι. Ραγκούση;
Η διπλωματική οδός
Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι εκείνη την εποχή δεν είχε γίνει αντιληπτή η σημασία της λίστας. Ομως αυτό έρχεται σε αντίθεση με την επιλογή μιας μη τυπικής διπλωματικής διαδικασίας για τη διακίνηση του φακέλου με την αρχική λίστα –συνήθως τα υπουργεία μιας χώρας στέλνουν την αλληλογραφία στην πρεσβεία τους στην Αθήνα με συνοδευτικά έγγραφα και η πρεσβεία την προωθεί στο αρμόδιο υπουργείο –και με τη μυστικοπάθεια με την οποία χειρίστηκε τη λίστα ο κ. Παπακωνσταντίνου. Ο αντίλογος είναι ότι τα στοιχεία ήταν προϊόν υποκλοπής και ότι δόθηκαν ως απόρρητο υλικό στην Ελλάδα.
Σε αυτή την περίπτωση πώς δικαιολογείται η επιπολαιότητα με την οποία διαχειρίστηκε το επόμενο διάστημα το υλικό ο κ. Παπακωνσταντίνου; Οπως είπε ο ίδιος στη συνέντευξή του στη ΝΕΤ: Δεν πρωτοκόλλησε τη λίστα επειδή δεν ήθελε να αποκαλύψει το απόρρητο περιεχόμενό της. Ζήτησε να αντιγραφεί το περιεχόμενο του CD σε μονάδα USB («στικάκι»), επειδή θεωρείται ασφαλέστερο μέσο φύλαξης. Ο ίδιος κράτησε το στικάκι και το CD το έδωσε για φύλαξη σε συνεργάτη του, χωρίς να επισημάνει ότι πρόκειται για σημαντικό και απόρρητο υλικό, καθώς για εκείνον το υλικό βρισκόταν σε ασφαλές μέσο φύλαξης στα χέρια του. Το CD, όπως κατέθεσε ο πρώην υπουργός στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, χάθηκε. Στη συνέχεια παρέδωσε τα αρχεία «όχι απαραίτητα στον ίδιο συνεργάτη» για να εντοπιστούν οι μεγαλύτεροι καταθέτες.
Ο κ. Παπακωνσταντίνου ισχυρίζεται ότι ο ίδιος δεν άνοιξε τα αρχεία άρα δεν γνώριζε ότι υπήρχαν στη λίστα λογαριασμοί των εξαδέλφων του. Τα στοιχεία που του έδωσε ο συνεργάτης του (ονόματα χωρίς ύψος καταθέσεων), τα τύπωσε σε μία σελίδα χωρίς διακριτικά, σύμφωνα με όσα έχει πει ο κ. Ι. Καπελέρης, και την έδωσε στον τότε επικεφαλής του ΣΔΟΕ. Εκείνος την αντέγραψε με το χέρι σε έντυπο του ΣΔΟΕ και την έδωσε στη γραμματέα του για να κάνει τη διασταύρωση και να φτιάξει το «φορολογικό προφίλ» μεγαλοκαταθετών, από όπου φάνηκε ότι οι περισσότεροι είχαν πρόβλημα. Ο κ. Παπακωνσταντίνου επιμένει ότι η εντολή του ήταν για πλήρη φορολογικό έλεγχο, ενώ ο κ. Καπελέρης λέει ότι έλαβε εντολή για μια άτυπη και εμπιστευτική έρευνα, διαφορετικά θα έπρεπε να είχε αποσταλεί το υλικό επίσημα από το υπουργείο και να είχε πρωτοκολληθεί.
Θέμα εμπιστοσύνης;
Από όσα έχει πει ο κ. Παπακωνσταντίνου συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν εμπιστευόταν τον κ. Καπελέρη –ο ίδιος υποστήριξε ότι δεν εμπιστευόταν το ΣΔΟΕ –και ότι ανέμενε την αντικατάστασή του από τον κ. Ι. Διώτη. Ο πρώην εισαγγελέας τοποθετήθηκε επικεφαλής του ΣΔΟΕ στις αρχές Μαΐου του 2011. Η λίστα Λαγκάρντ του παραδόθηκε τον Ιούνιο, ξανά με μυθιστορηματικό τρόπο. Ο τότε υπουργός, μολονότι είπε στη ΝΕΤ ότι κάλεσε τον επικεφαλής του ΣΔΟΕ και του έδωσε το στικάκι, σε άλλες διηγήσεις του επιμένει ότι λίγο πριν από τον ανασχηματισμό που έγινε στις 17 Ιουνίου 2011 έδωσε σε μέλος της προσωπικής του ασφάλειας το στικάκι για να το παραδώσει χέρι με χέρι στον κ. Διώτη.
Μοναδικό… κουβάρι
Ο κ. Διώτης έδωσε το στικάκι στον κ. Βενιζέλο τον Αύγουστο του 2011, λέγοντάς του ότι τα στοιχεία που περιέχει δεν είναι αξιοποιήσιμα ως προϊόντα υποκλοπής και ότι από τον έλεγχο που έκανε δεν προκύπτουν πολιτικά πρόσωπα. Μάλιστα άφησε στο γραφείο του υπουργού κάποιες τυπωμένες σελίδες με στοιχεία επιχειρηματιών, μεταξύ των οποίων και ορισμένοι εβραίοι –εξ ου και η αναφορά σε αυτούς από τον κ. Βενιζέλο στη Βουλή.
Ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ πληροφορήθηκε ότι είχε στην κατοχή του το μοναδικό αντίγραφο, όπως του είπε ο κ. Διώτης, σε τηλεφωνική συνομιλία που είχε μαζί του το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Σεπτεμβρίου του 2012, καθώς ο κ. Βενιζέλος βρισκόταν στις Βρυξέλλες. Ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ κινητοποίησε αμέσως το γραφείο του και το στικάκι παραδόθηκε τη Δευτέρα 1η Οκτωβρίου στο Μέγαρο Μαξίμου, από εκεί μεταβιβάστηκε στο ΣΔΟΕ και στη συνέχεια στους οικονομικούς εισαγγελείς και άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι, που έφτασε ως την αποκάλυψη της αλλοίωσης της λίστας Λαγκάρντ.
Το διάστημα από τον Αύγουστο του 2011 ως τον Οκτώβριο του 2012, ο κ. Βενιζέλος δεν γνώριζε ότι ο κ. Διώτης δεν είχε αφήσει αντίγραφο στο ΣΔΟΕ ούτε ότι δεν προχωρούσαν οι διασταυρώσεις των στοιχείων με βάση τη συγκεκριμένη λίστα. Επιπλέον, το στικάκι που παρέδωσε στις αρχές έχει ημερομηνία δημιουργίας την 8η Ιουλίου 2011, εποχή που βρισκόταν στα χέρια του κ. Διώτη. Το βάρος που έχει πέσει στους ώμους του πρώην εισαγγελέα είναι μεγάλο και η αυριανή κατάθεσή του αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον. Οσοι τον γνωρίζουν λένε ότι ο ίδιος δεν μπορεί να χειριστεί ηλεκτρονικό υπολογιστή. Αρα εμπιστεύτηκε άλλα πρόσωπα για να ερευνήσουν τα αρχεία. Αυτά τα πρόσωπα ή ο ίδιος «έβγαζε τα αντίγραφα σαν μαρουλόφυλλα;», όπως είπε ο κ. Βενιζέλος στη Βουλή. Και γιατί ο πρώην επικεφαλής του ΣΔΟΕ κατέθεσε στη Βουλή και στη Δικαιοσύνη ότι δεν έχει κρατήσει αντίγραφο της λίστας;
Σκοτεινό παρασκήνιο
Οι κλώνοι του στικ σπέρνουν αμφιβολίες
Ο κ. Ευ. Βενιζέλος ομολογεί σε στελέχη του ΠαΣοΚ ότι φέρει μείζονα πολιτική ευθύνη για το γεγονός ότι διατήρησε στη θέση του τον κ. Ι. Διώτη, παρ’ ότι δεν είχε καλή γνώμη για τον πρώην εισαγγελέα, αλλά το έκανε επειδή η κοινωνία τον εμπιστευόταν. Επιπλέον άφησε υπονοούμενα από το βήμα της Βουλής ότι ο κ. Διώτης πρόσφερε σε εκδότες και διευθυντές αντίγραφα της λίστας με αντάλλαγμα στήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ. Ενα από τα αντίγραφα κατέληξε στα χέρια του κ. Κ. Βαξεβάνη, ο οποίος το έδωσε για ανάλυση και προέκυψε ότι δημιουργήθηκε τον Αύγουστο του 2010, προτού φτάσει η λίστα σε επίσημα χέρια.
Οι κλώνοι του στικ σπέρνουν αμφιβολίες
Ο κ. Ευ. Βενιζέλος ομολογεί σε στελέχη του ΠαΣοΚ ότι φέρει μείζονα πολιτική ευθύνη για το γεγονός ότι διατήρησε στη θέση του τον κ. Ι. Διώτη, παρ’ ότι δεν είχε καλή γνώμη για τον πρώην εισαγγελέα, αλλά το έκανε επειδή η κοινωνία τον εμπιστευόταν. Επιπλέον άφησε υπονοούμενα από το βήμα της Βουλής ότι ο κ. Διώτης πρόσφερε σε εκδότες και διευθυντές αντίγραφα της λίστας με αντάλλαγμα στήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ. Ενα από τα αντίγραφα κατέληξε στα χέρια του κ. Κ. Βαξεβάνη, ο οποίος το έδωσε για ανάλυση και προέκυψε ότι δημιουργήθηκε τον Αύγουστο του 2010, προτού φτάσει η λίστα σε επίσημα χέρια.
Αν προστεθεί σε αυτά και η καταγγελία του πρώην γενικού γραμματέα του υπουργείου Οικονομικών κ. Δ. Γεωργακόπουλου ότι η λίστα Φαλτσιάνι είχε προσφερθεί εκείνο το διάστημα προς πώληση από ιδιώτη στο υπουργείο Οικονομικών, αναδύεται ένα ζοφερό παρασκήνιο δίπλα στην προβληματική επίσημη πορεία της λίστας.
Την Πέμπτη το Κοινοβούλιο θα κληθεί να ψηφίσει για την παραπομπή τεσσάρων πολιτικών προσώπων σε προκαταρκτική επιτροπή. Από αυτούς λογικά μόνο ο κ. Γ. Παπακωνσταντίνου κινδυνεύει να παραπεμφθεί, καθώς του καταλογίζεται κίνητρο για την αφαίρεση των ονομάτων των συγγενών του. Οι κλώνοι των USB όμως έχουν σπείρει αμφιβολίες και ο κ. Παπακωνσταντίνου τις αξιοποιεί σημειώνοντας ότι κάποιοι τον στοχοποίησαν βιαστικά.
Επιπλέον, η δικαιολόγηση των εισοδημάτων από τις εξαδέλφες του πρώην υπουργού, παρ’ ότι δεν έχει ολοκληρωθεί η επαλήθευση των στοιχείων από το ΣΔΟΕ, θέτει το ερώτημα αν το αδίκημα για το οποίο ενδεχομένως κατηγορηθεί ο κ. Παπακωνσταντίνου είναι κακούργημα ή πλημμέλημα. Η όλη υπόθεση μοιάζει δαιδαλώδης, αλλά η εισαγγελική έρευνα δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν αποκλείεται τις προσεχείς ημέρες να σπάσει ο κρίσιμος κρίκος και να λυθεί το μυστήριο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ