Το 1816 ο πυρετός άρχισε να πέφτει. Μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τους Ναπολεόντειους Πολέμους, μετά τη σαρωτική δύναμη που αυτοί απελευθέρωσαν, την αδρεναλίνη που ενεργοποίησαν, τα ιδανικά που σφυρηλάτησαν, το αίμα που σπατάλησαν, τον ίλιγγο που προκάλεσαν στις ψυχές και στα σώματα, την προσδοκία του καινούργιου που γέννησαν, μετά από αυτόν τον εικοσιπενταετή αναβρασμό, ήρθε η ανάπαυλα. Από το 1789 ως το 1815 δεν περνούσε μέρα που να μην έφερνε μεγάλες ειδήσεις.
Και ξαφνικά οι ξιφολόγχες σταμάτησαν να περνούν: η περίοδος της στασιμότητας άρχισε. Μπορεί να φανταστεί κανείς, νομίζω, τι σημαίνει να σκουριάζεις μετά τη μάχη, μετά το Βατερλό. Ηδη από το 1819 ο Σοπενχάουερ μιλάει για τη «μεγάλη πλήξη» (legrandennui), τη διαβρωτική ασθένεια της νέας εποχής. Η γενιά του 1830 ήταν, από αυτή την άποψη, στοιχειωμένη, καταδικασμένη. Το κενό αβάσταχτο. Η νεανική ορμή μετέωρη, χωρίς αντικείμενο.
Οι ρομαντικοί συγγραφείς ταυτίζονται με τον Αμλετ και το υπαρξιακό αδιέξοδό του. Ο Μποντλέρ γράφει για τις «χωλές μέρες», ο Μαλαρμέ ονειρεύεται την απόδραση σε μια φύση ξωτική, ενώ ο Θεόφιλος Γκοτιέ ουρλιάζει «καλύτερα η βαρβαρότητα παρά η ανία». Γύρω στο 1900 η δίψα για νέο αίμα είναι πλέον παραπάνω από αισθητή. Η κοινωνική ακινησία, τα ένστικτα που βράζουν παροπλισμένα στο ζουμί τους θα δώσουν σταδιακά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους και το Ολοκαύτωμα.
Θα μπορούσε ίσως να εντοπίσει κανείς παραλληλισμούς ανάμεσα σε εκείνα τα χρόνια της δυσφορίας και της υπαρξιακής κενότητας και τη δική μας πρόσφατη εμπειρία, σε μια Ευρώπη σχετικά ειρηνική, όπου οι άνθρωποι εκτόνωναν τις ανεκπλήρωτες παρορμήσεις τους μέσα από τον ξέφρενο καταναλωτισμό των χρόνων που προηγήθηκαν της κρίσης. Και αν η τελευταία είναι ένας καινούργιος πόλεμος, που καταστρέφει ζωές χωρίς ταυτόχρονα να γεννά την προσδοκία της αλλαγής και της προόδου, σίγουρα δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ανία ή ennui –πώς να αφεθείς σε αυτήν όταν σε απασχολεί νυχθημερόν η επιβίωσή σου;
Οι τρεις ήρωες της Λένας Κιτσοπούλου δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους προβλήματα. Σίγουρα πάντως δεν μιλούν γι’ αυτά. Μοναδικό τους μέλημα είναι πώς να σκοτώσουν τον χρόνο που κυλά σαν σαλιγκάρι. Σέρνονται στα στρώματα, στα πατώματα, παίζουν με το φαγητό τους, απευθύνονται στο κοινό, βγαίνουν από τις συμβάσεις του ρόλου, σχολιάζουν την παράσταση («και τώρα η συγγραφέας σε αυτό το σημείο θέλει να μιλήσει για…»), βαριούνται που αναπνέουν, βαριούνται ακόμη και που παίζουν σε αυτό το έργο (όπως δηλώνουν). Και τι ακριβώς κάνουν στο σαλόνι συναθροισμένοι; Περιμένουν τον… κοντό: έναν ανυποψίαστο τουρίστα που τον γνώρισαν στο κέντρο της Αθήνας και τον κάλεσαν σπίτι τους.
Δεν υπάρχει τίποτε υψηλό ή ποιητικό στη νωχελική, ναρκισσιστική (συμ)περιφορά τους. Δεν ονειρεύονται χώρες ξωτικές, δεν εκφράζουν αγωνία για το αύριο, για το παράλογο, για το ανεκπλήρωτο που τους βασανίζει, οι κραυγές τους δεν κρύβουν καμία ευγενή απόγνωση. Οι ήρωες αυτοί στέκονται περισσότερο ως παρωδία των προγόνων τους, των τριών αδελφών του Τσέχοφ ή των πλανόδιων του Μπέκετ που περιμένουν εγκλωβισμένοι τον Γκοντό. Στην εποχή μας, ακόμη και η υπαρξιακή ανία, λέει η Κιτσοπούλου, έχει διυλιστεί σε μια ανούσια, πεζή και καθόλου ρομαντική υπόθεση. Οπως με τους ήρωες του «Κουρδιστού πορτοκαλιού» ή του «Funny games», η μόνη δραστηριότητα με την οποία μπορούν να γεμίσουν τη μαύρη τρύπα μέσα τους αποδεικνύεται η αυθαίρετη βία. Ακόμη κι αυτή όμως δεν έχει την αιματηρή διάσταση των προαναφερθεισών ταινιών: είναι μάλλον γελοίος ο τρόπος με τον οποίο βασανίζουν τον δύσμοιρο τουρίστα αναγκάζοντάς τον να προφέρει σωστά στίχους του Καζαντζίδη προκειμένου να τον αφήσουν ελεύθερο.
Βέβαια εκεί που πας να γελάσεις (μα είναι αδύνατον να πει ο ξένος το «θαλασσοδέρνεται»), το χαμόγελο παγώνει στα χείλη παρακολουθώντας αυτό το καταναγκαστικό «μάθημα ελληνικών». Ακόμη και μέσα στη γελοιότητά της η τρομοκρατία προς τον μη Ελληνα (που εδώ, ευρηματικά και αιφνιδιαστικά, δεν είναι μετανάστης αλλά απλός επισκέπτης) διατηρεί την ικανότητα να σοκάρει.
Το κείμενο είναι χαρακτηριστικό της Κιτσοπούλου, διαθέτει όλη αυτή την τρέλα και την ελευθερία που τη χαρακτηρίζει, τη «χύμα» διάθεση που ξορκίζει κάθε επιτήδευση και τελικά γοητεύει, παρά τις περιστασιακές ευκολίες του (π.χ., όλα αυτά τα μεταθεατρικά σχόλια φαντάζουν λίγο παρωχημένα). Ο Γιάννης Καλαβριανός συγχρονίστηκε άνετα με το πνεύμα της συγγραφέως, μπήκε στο σωστό κλίμα ημιαστείου – ημισοβαρού, έπαιξε έξυπνα με τις «παραβάσεις», θα μπορούσε όμως να έχει τονίσει περισσότερο τις «γωνίες» και τις αντιθέσεις (από την ανεμελιά στον κίνδυνο) για ένα πιο «παρανοϊκό» αποτέλεσμα.
Για την ακρίβεια, αυτό είναι το στοιχείο που δεν εξερεύνησαν αρκετά οι ηθοποιοί (Λένα Παπαληγούρα, Βασίλης Καραμπούλας, Γιωργής Τσουρής). Δεν μετέδωσαν επαρκώς την αίσθηση ότι μέσα σε κάθε συνηθισμένο άνθρωπο μπορεί να καραδοκεί ένας τρομοκράτης/φασίστας που θα εκδηλωθεί με την πιο ασήμαντη αφορμή –έναν στίχο του Καζαντζίδη. Συμπαθής, τέλος, ο Γρηγόρης Γαλάτης στον ρόλο του ανεπίδεκτου μαθήσεως θύματος.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ