ΤΟ ΒΗΜΑ
LE MONDE

Αν έπρεπε να βρει κανείς έναν αριθμό για να υπογραμμίσει την ευρωπαϊκή συμφωνία της 13ης Δεκεμβρίου 2012 για την εποπτεία των μεγάλων τραπεζών, αυτός θα ήταν ο εξής: 1,6 τρισ. ευρώ κρατικές ενισχύσεις! Διότι, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μέσα σε τρία χρόνια, από τον Οκτώβριο του 2008 έως το Δεκέμβριο του 2011, η Ευρωπαϊκή Ενωση θυσίασε 1,6 τρισ. ευρώ – ή το 13% του ετήσιου ΑΕΠ των κρατών-μελών της – για να σώσει το τραπεζικό της σύστημα.
Οι ενισχύσεις αυτές συνίστανται ως επί το πλείστον σε κρατικές εγγυήσεις που επέτρεψαν στις τράπεζες να χρηματοδοτηθούν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα δημόσια οικονομικά της Ευρώπης υπονομεύθηκαν.
Ποιές εποπτικές αρχές συγκάλυψαν;

Πώς να μην εκφράσει κανείς την ικανοποίησή του όταν βλέπει την Ευρώπη να απαντά, επιτέλους, στο ερώτημα μιας ρητορικής συγκέντρωσης του ελέγχου ενός τραπεζικού συστήματος που εκμεταλλεύθηκε επί σειρά ετών τις νεκρές γωνίες μιας αποκεντρωμένης, σε επίπεδο κρατών-μελών εποπτείας, η ποιότητα και η αυστηρότητα της οποίας διέφεραν κατά πολύ;
Ξεχάσαμε ότι στην καρδιά της κρίσης του ευρώ, στα τέλη του 2011, κάποιες εθνικές εποπτικές αρχές αρνήθηκαν να αποκαλύψουν την πραγματική κατάσταση του τραπεζικού τους συστήματος και τους κινδύνους που αυτό αντιμετώπιζε; Ξεχάσαμε ότι υπήρξαν εποπτικές τραπεζικές αρχές που απέκρυψαν τα πορίσματα των ερευνών τους; Είναι απαράδεκτο, είναι ανεύθυνο, αλλά είναι και απολύτως νόμιμο αυτό που έπραξαν.
Λοιπόν, το Μάρτιο του 2014 η ΕΕ θα διαθέτει έναν ενιαίο εποπτικό θεσμό για τις 200 μεγαλύτερες τράπεζές της. Ο θεσμός αυτός θα είναι συνδεδεμένος με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και θα έχει τη δυνατότητα να «αναμετράται» με τους αντίστοιχους θεσμούς σε διεθνές επίπεδο.
Ακόμη κι αν η ΕΚΤ, όντας ένας θεσμός τα μέλη του οποίου που δεν εκλέγονται δημοκρατικά, η συγκέντρωση περισσοτέρων εξουσιών σ’ αυτήν αποτελεί εν προκειμένω μια πρόοδο.
Κυρίως επειδή δεν θα έπρεπε να αφήσει κανείς να συνεχίσουν να φουσκώνουν περαιτέρω τα ενεργητικά των τραπεζών – αντιστοιχούν ήδη στο 350% του συνολικού ευρωπαϊκού ΑΕΠ, ενώ τα ενεργητικά των αμερικανικών τραπεζών αντιστοιχούν στο 75% του ΑΕΠ των ΗΠΑ – χωρίς να έχει εξασφαλιστεί μια επαρκής εποπτεία στις τράπεζες αυτές.
Απαγόρευση των επικίνδυνων πρακτικών

Επιπλέον, τι το πιο λογικό για τον «δανειστή της έσχατης καταφυγής» της Ευρωζώνης – η ΕΚΤ δανείζει τις τράπεζες που δεν δύνανται να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση από τις αγορές – να διαθέτει την δυνατότητα του ελέγχου των χρηματοπιστωτικών εταιρειών που διασώζει;
Τα συμπληρωματικά στοιχεία που υπάρχουν μεταξύ της νομισματικής πολιτικής και της πολιτικής «πρόνοιας» (δηλαδή ελέγχου), που ασκεί η ΕΚΤ, είναι περισσότερα από τα στοιχεία που θα δημιουργούσαν ενδεχομένως συγκρούσεις συμφερόντων.
Η πολιτική καθορισμού των επιτοκίων επηρεάζει τους ισολογισμούς των τραπεζών (μέσω των χορηγουμένων δανείων). Ως εκ τούτου είναι λογικό ο «κεντρικός τραπεζίτης» να γνωρίζει τους διαύλους μετάδοσης και εφαρμογής της πολιτικής του, ώστε να ρυθμίζει τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής.
Η ΕΚΤ είναι ένας «κεντρικός τραπεζίτης» που θα γίνει και «κεντρικός επόπτης», ο οποίος θα έχει τη δυνατότητα να απαγορεύει τις επικίνδυνες πρακτικές που κατά περιόδους εφαρμόζουν οι τράπεζες. Θα έχει στα χέρια του όλα τα εργαλεία για αντιμετωπίζει μια κρίση εν τη γενέσει της.
Κυρίως όμως, η συγκέντρωση της εποπτείας συνιστά το πρώτο βήμα προς μια τραπεζική ένωση, η οποία θα οδηγήσει σε ένα ενιαίο σύστημα επαναφοράς των τραπεζών στο σωστό δρόμο, δηλαδή σε ένα ενιαίο σύστημα επίλυσης των κρίσεων. Σε περίπτωση που μια τράπεζα αντιμετωπίζει δυσκολίες, είναι ο Μηχανισμός Ευρωπαϊκής Σταθερότητας (ESM) που θα παρεμβαίνει εν ονόματι των κρατών-μελών για την ανακεφαλαιοποίησή της.
Χάρη σ’ αυτό το ομοσπονδιακό σύστημα διαχείρισης των κρίσεων, ο δεσμός μεταξύ τραπεζών και κρατών, μεταξύ τραπεζικών χρεών και κρατικών χρεών που συσσωρεύονται εξαιτίας της κρίσης του ευρώ, θα λυθεί. Μια τράπεζα που θέτει σε κίνδυνο το χρηματοπιστωτικό σύστημα, θα μπορεί να διαλύεται βάσει προδιαγεγραμμένης διαδικασίας.
Τραπεζικά λόμπι και πολιτικοί

Η προχωρημένη απόφαση των Ευρωπαίων ηγετών για την ενιαία τραπεζική εποπτεία, που μπορεί να επεκταθεί και σε επίπεδο φορολογικό και σε δημοσιολογικό, έχει και κινδύνους να αντιμετωπίσει. Διότι η εφαρμογή της απαιτεί βούληση και αποφασιστικότητα για να οδηγηθούμε σε αποτελέσματα χωρίς να απαιτηθεί νέα συναίνεση σε επίπεδο κορυφής. Η διαπραγμάτευση που μόλις ξεκίνησε υπόκειται στις πιέσεις του τραπεζικού λόμπι, ενώ θα συναντήσει και πολιτικές παρελκύσεις.
Πράγματι, η συμφωνία που επιτεύχθηκε αποτελεί προϊόν συμβιβασμού, καθώς οι Ευρωπαίοι ηγέτες ανέχθηκαν δύο εξαιρέσεις. Ετσι, η συμφωνία δεν αφορά τις βρετανικές τράπεζες ούτε, στη Γερμανία, τα ταχυδρομικά ταμιευτήρια, τις συνεταιριστικές τράπεζες και τις τράπεζες των κρατιδίων (Landensbanks).
Αρκεί να σκεφθεί κανείς την έκταση των ζημιών που προκάλεσαν οι πρώτες – δύο γενιές Βρετανών θα πληρώνουν τις υπερβολές τους – και το ειδικό βάρος των δεύτερων, που αντιπροσωπεύουν το 50% έως 70% του γερμανικού τραπεζικού τομέα, για να αντιληφθεί κανείς ότι οι εξαιρέσεις αυτές στη συμφωνία δεν ήταν άνευ σημασίας.
Ενας κλάδος πολιτικά διαπλεκόμενος

Δεν υπάρχει κανένα δικαιολογητικό για τις εξαιρέσεις των βρετανικών και των γερμανικών τραπεζών με δεδομένη τη σημασία τους, όταν έχει ως γνώμονα την σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Οι εξαιρέσεις αυτές υπαγορεύθηκαν αποκλειστικά από πολιτικές σκοπιμότητες. Από την επιφυλακτική στάση της Βρετανίας έναντι της ευρωζώνης, ένα ερώτημα γεωπολιτικό, και από τη βούληση της Ανγκελα Μέρκελ και της Μπούντεσμπανκ να προστατεύσουν έναν επιχειρηματικό κλάδο ο οποίος διατηρεί εσωτερικούς δεσμούς με τον πολιτικό κόσμο.
Από το πρίσμα αυτό η αποτελεσματικότητα του νέου εποπτικού εργαλείου εναπόκειται στην αδιαλλαξία της ΕΚΤ. Διότι αυτή η τελευταία θα έχει τη δυνατότητα, αν απαιτηθεί, να άρει τις συμφωνηθείσες εξαιρέσεις για να ζητήσει στοιχεία και λογαριασμούς από τις τράπεζες που βρίσκονται εκτός πλαισίου συμφωνίας.
Η κεντρική αυτή εποπτεία θα πρέπει επίσης να βασίζεται σε ένα αυστηρό νομικό πλαίσιο, που δεν θα επιτρέπει την ενσωμάτωση των κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων στα ενεργητικά των τραπεζών. Και θα πρέπει να ξεφουσκώνει τους τραπεζικούς ισολογισμούς, αφαιρώντας το μερίδιο που έχουν σ’ αυτούς οι εισροές από τις δραστηριότητες στις αγορές παραγώγων.
Πρόκειται για ρυθμίσεις στις οποίες οι τράπεζες δεν θα παραλείψουν, φυσικά, να αντιταχθούν υπό το περίφημο πρόσχημα να διατηρήσουν τη δυνατότητα χρηματοδότησης της οικονομίας.