Κάτι λιγότερο κι από «μυρμήγκι» μπροστά στον κολοσσό του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, ο Τζόσουα Γουόνγκ Σιφούνγκ από το Χονγκ Κονγκ ίδρυσε ένα κίνημα δεκάδων χιλιάδων μαθητών που πέτυχε να μη διδάσκεται στα σχολεία της πρώην βρετανικής αποικίας το μάθημα «Κινεζικός Κομμουνιστικός Πατριωτισμός», κερδίζοντας τη μάχη ενάντια στις επιθυμίες του πανίσχυρου Πολίτμπιρο.

Λόγω της ασφυκτικής λογοκρισίας στο Διαδίκτυο, οι περισσότεροι Κινέζοι δεν έχουν ακούσει το όνομα του έφηβου ακτιβιστή που ταπείνωσε το Πεκίνο. Αλλά η φήμη του έφθασε πολύ ψηλά στα κλιμάκια της κεντρικής εξουσίας, και όχι άδικα: η νίκη του καταδεικνύει την ολοένα αυξανόμενη δυσφορία πολιτών του Χονγκ Κονγκ για τον παρεμβατισμό του ΚΚ Κίνας. Οχι σε ζητήματα οικονομικά, αλλά ωμής, καθεστωτικής, χοντροκομμένης προπαγάνδας.

Ο Τζόσουα είναι μόλις 15 ετών. Εμφανισιακά δεν μοιάζει να διαφέρει σε τίποτε από τους συνομηλίκους του. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για έναν πρόωρα συνειδητοποιημένο νεαρό, με «ενοχλητική» πολιτική σκέψη. Οταν έμαθε ότι η κεντρική κινεζική εξουσία επρόκειτο να εισαγάγει σε 1.300 σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του Χονγκ Κονγκ την υποχρεωτική διδασκαλία ενός σχολικού εγχειριδίου-προπαγανδιστικού μανιφέστου, αποφάσισε να αντιδράσει.
Επρόκειτο για ένα μάθημα «εθνικής και ηθικής εκπαίδευσης με σκοπό να στοιχειοθετήσει την αρμονία, την ταυτότητα και την εθνική ενότητα εν μέσω της μοναδικότητας του καθενός». Κάτι σαν κομμουνιστική αγωγή του πολίτη.
Δοξάζοντας το κινεζικό μοντέλο, το εγχειρίδιο περιέγραφε το ένα και μοναδικό κομμουνιστικό κόμμα ως «προοδευτικό, αλτρουιστικό και αλληλέγγυο», σε αντίθεση με τον «προβληματικό πολυκομματισμό των δυτικών δημοκρατιών, όπου οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των κομμάτων θέτουν σε κίνδυνο τους πολίτες». Με δυο λόγια, είπε ο Τζόσουα, πρόκειται για απόπειρα πλύσης εγκεφάλου.
Ως «περιοχή ειδικής διακυβέρνησης» μετά την προσάρτησή του στην Κίνα, το 1997, το Χονγκ Κονγκ απολαμβάνει μεγάλη αυτονομία και μια ελευθερία έκφρασης μοναδική στην Κίνα, γι’ αυτό και το κίνημα που δημιούργησε και συντόνισε ο νεαρός Τζόσουα μπόρεσε να πάρει τεράστιες διαστάσεις. Υστερα από μήνες κενολογιών από πλευράς της νεοεκλεγείσης τοπικής Βουλής που ήθελε να γίνει αρεστή στους Μανδαρίνους του Πεκίνου, επανειλημμένες διαδηλώσεις μεταξύ των οποίων και μία στην οποία συμμετείχαν 400.000 άτομα, πολυάριθμες απεργίας πείνας, πολλές εκ μέρους μαθητών Λυκείου, και έπειτα από δέκα ημέρες πολιορκίας των γραφείων της κυβέρνησης, η απόφαση για την επιβολή του επίμαχου μαθήματος αποσύρθηκε. Πρωτοφανής νίκη!
Η μαχητική του δράση δεν είναι τυχαία. Μοναχοπαίδι αγγλικανών γονιών της μεσαίας τάξης, έχει μεγαλώσει σε μια οικογένεια που υποστηρίζει ενθέρμως και εμπράκτως τη δημοκρατία και συμμετέχει σε ακτιβιστικές δράσεις εξ απαλών ονύχων. Ηταν μόλις 12 ετών όταν παρακολούθησε από κοντά το κίνημα ενάντια στη χάραξη ενός νέου αυτοκινητοδρόμου που απειλούσε να ξεσπιτώσει χιλιάδες ανθρώπους και να καταστρέψει αγροτικές εκτάσεις και χωριά. Το 2010 έγραφε συνεχώς στο ιστολόγιό του για την ταυτόχρονη παραίτηση πέντε βουλευτών του Χονγκ Κονγκ οι οποίοι προσπάθησαν να προκαλέσουν ένα «μίνι δημοψήφισμα». Σήμερα δεν επαναπαύεται: έχει βρει τη νέα του αποστολή, και αυτή είναι να διευρύνει τον ορίζοντα του κινήματός του για την αφύπνιση μιας κοινωνίας των πολιτών.
Μήπως όμως η διεθνής προσοχή έχει πάρει τα μυαλά του νεαρού ακτιβιστή; Με δικαιολογία τα φτωχά αγγλικά του και τον φόρτο εργασίας στο σχολείο του, αρνείται ευγενικά να δώσει συνεντεύξεις. Πάντως καταγγέλλει την προσωπολατρία: «Αν ένα μαζικό κίνημα προσανατολίζεται προς τη λατρεία του προσώπου του ηγέτη του, αυτό είναι κάτι που δημιουργεί μεγάλα προβλήματα» γράφει.
«Τώρα αρχίζουν να ραγίζουν τα στεγανά»
Με πολύ αργούς ρυθμούς ραγίζουν τα «στεγανά» της κομμουνιστικής Κίνας, λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο Ζαν Βενσάν Μπρισέ, σινολόγος στο Ινστιτούτο Στρατηγικών και Διεθνών Σχέσεων (IRIS).
Μπορούν πρωτοβουλίες όπως αυτή του νεαρού Σιφούνγκ να έχουν ευρεία απήχηση στην Κίνα;
«Οχι, ο έλεγχος της ηπειρωτικής Κίνας είναι ακόμη πολύ συμπαγής για κάτι τέτοιο. Μόλις τώρα αρχίζουν να ραγίζουν τα «στεγανά» της κομμουνιστικής Κίνας. Η –αργή ομολογουμένως –αλλαγή έγκειται στην υιοθέτηση μιας ολοένα «δυτικόφερτης» και υλιστικής νοοτροπίας. Διότι η πλειονότητα των Κινέζων δεν ονειρεύεται πολιτικές ή προσωπικές ελευθερίες, αλλά απλώς ενδιαφέρεται για υλικές ανέσεις και πολυτέλειες. Οι φτωχοί θέλουν μια στέγη, καλή τροφή και θέρμανση και από την άλλη οι σχετικά εύποροι θέλουν να βγουν το βράδυ, να αγοράσουν ακριβό αυτοκίνητο και να αυξήσουν τα πλούτη τους. Με τους κινέζους αντιφρονούντες ασχολούνται, ως επί το πλείστον, οι κυβερνώντες και ο δυτικός Τύπος».
Πώς προσπαθεί το Πεκίνο να ελέγξει το Χονγκ Κονγκ;
«Μετά την προσάρτηση του Χονγκ Κονγκ στην Κίνα προσωπικά περίμενα ότι θα πράγματα θα άλλαζαν γρήγορα –και όχι προς το καλύτερο. Αυτό όμως δεν συνέβη. Οι κάτοικοι του Χονγκ Κονγκ εξακολουθούν να ζουν σαν Δυτικοί. Το Πεκίνο γενικώς προσπαθεί να κάνει προπαγάνδα, αλλά δεν επιβάλλει λογοκρισία στα ΜΜΕ, το Χονγκ Κονγκ αυτολογοκρίνεται ελαφρά και από εκεί και πέρα το Πεκίνο ελέγχει σκληρά τι περνάει στους πολίτες της Λαϊκής Δημοκρατίας. Από πολιτικής απόψεως, το Πεκίνο ουσιαστικά διορίζει κυβερνήτη του Χονγκ Κονγκ και οι πολίτες εκλέγουν τους βουλευτές τους, που συνήθως έχουν την έγκριση του Πεκίνου, όμως δεν τους κρατούν στο χέρι».