Την ίδια στιγμή, πολλούς μήνες μετά τη λήξη της θητείας του Γιώργου Λούκου στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, το θέμα εξακολουθεί να εκκρεμεί θέτοντας για πρώτη φορά σε ουσιαστικό κίνδυνο αυτή καθεαυτή τη διενέργεια της διοργάνωσης το προσεχές καλοκαίρι. Φημολογία περί αντικατάστασης με συνακόλουθη ονοματολογία, συλλογή υπογραφών υπέρ της παραμονής του Γιώργου Λούκου, ανάλογες εκτιμήσεις και διαρροές από πλευράς υπουργείου Πολιτισμού οι οποίες είδαν το φως μέσω του Τύπου και, τελικά, o χειρισμός του θέματος από την τρικομματική επιτροπή – η οποία αναμένεται να αποφανθεί πράγματι υπέρ της ανανέωσης της θητείας του Λούκου χωρίς όμως να έχει υπάρξει επίσημη εξέλιξη ως τώρα – αποτέλεσαν τα βασικά επεισόδια ενός δραματικού σήριαλ τους προηγούμενους μήνες. Ενός σήριαλ το οποίο, όσο παρατείνεται, δεν οδηγεί παρά στην απαξίωση του ίδιου του ιστορικού και ιδιαιτέρως αγαπητού στο ελληνικό κοινό θεσμού αλλά και της θέσης του επικεφαλής του, ανεξαρτήτως προσώπων…
Θα γίνει εφέτος το Φεστιβάλ; Τι μέλλει γενέσθαι με τον προγραμματισμό δεδομένου ότι οι καλλιτέχνες και οι ομάδες από το εξωτερικό οργανώνουν τις εμφανίσεις τους πολύ καιρό νωρίτερα ενώ οι οικονομικές δυνατότητες της χώρας μας είναι πλέον εξαιρετικά περιορισμένες σε σχέση με τα διεθνή μεγέθη; Η αναστολή των μετακλήσεων την οποία προτείνουν ορισμένοι «τουλάχιστον όσο διαρκεί η κρίση» δεν μπορεί να αποτελέσει λύση δεδομένου ότι το Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου αποτελεί εξ ορισμού βασικό δίαυλο επικοινωνίας με το εξωτερικό. Είναι φανερό ότι πρέπει να αναζητηθούν εναλλακτικοί τρόποι διασφάλισης της εξωστρέφειας και του διαλόγου με τις παγκόσμιες εξελίξεις κι όχι να προκριθεί η εύκολη λύση της επιστροφής στη μοναξιά η οποία, σε τελική ανάλυση, ουδόλως ευνοεί την εξέλιξη και των εγχώριων καλλιτεχνικών δυνάμεων. Πέραν όλων αυτών όμως, η παρέμβαση του οικονομικού εισαγγελέα στη διοργάνωση ύστερα από καταγγελία για έλλειψη διαφάνειας και κακοδιαχείριση περί τα τέλη Νοεμβρίου 2012 πώς επηρεάζει, άραγε, τα πράγματα;
Η οικονομική κρίση επιδρά έντονα στον χώρο του Πολιτισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ακόμη και σε χώρες όπου το πρόβλημα δεν είναι τόσο έντονο όσο στην Ελλάδα, οι μεγάλοι οργανισμοί ασχολούνται σοβαρά με την «επόμενη μέρα» λανσάροντας εκ νέου – ή ακόμη και επανακαθορίζοντας – τη φυσιογνωμία τους, λαμβάνοντας τολμηρά μέτρα κι αναζητώντας εναλλακτικούς τρόπους χρηματοδότησης πέραν της κρατικής επιχορήγησης. Εδώ, όχι μόνο δεν έχει τεθεί ουσιαστικά και σοβαρά το ερώτημα «Τι Φεστιβάλ θέλουμε» ή έστω «Τι Φεστιβάλ μπορούμε» – παρόλο που οι πολλές δυνατότητες τις οποίες προσφέρουν οι εμβληματικοί κυρίως χώροι της διοργάνωσης θα μας επέτρεπαν να είμαστε φιλόδοξοι και δη σε μια εποχή αναζήτησης αναπτυξιακών ευκαιριών για τη χώρα – αλλά απ’ ό,τι φαίνεται δεν μπορεί καν να γίνει το αυτονόητο: να οριστεί καλλιτεχνικός διευθυντής. Στη γενικότερη νοοτροπία του «όπως λάχει» , για μια ακόμη φορά, αναζητείται σοβαρότητα. Κι ευθύνη!…