Περίοδος ξεκαθαρίσματος, ανακοίνωσαν οι φίλοι μου τις προάλλες. Η Αντιγόνη διέγραψε από τον λογαριασμό της στο Facebook εκείνους που «κάθε λίγο και λιγάκι μού την μπαίνουν». «Δεν είναι κάπως αγενές αυτό;» τη ρώτησα. «Είναι λιγότερο αγενές από εκείνα που μου έγραφαν». Ο Κώστας διέγραψε από την ατζέντα του τα τηλέφωνα που δεν χρησιμοποιούσε και μετέγραψε τα «ενεργά» σε μια νέα ατζέντα, με δερμάτινο εξώφυλλο στο χρώμα του μπαλινέζικου αστερία (είναι, λέει, το αγαπημένο του χρώμα). Εκείνο που τώρα τον σοκάρει όποτε ανοίγει τη σε χρώμα μπαλινέζικου αστερία ατζέντα του είναι «πόσο λίγα τηλεφωνικά νούμερα έχουν απομείνει. Σχεδόν το 1/3 εκείνων που είχα». «Τα άλλα 2/3;». «Με κάποιους τσακώθηκα (σ.σ.: το έχει αυτό το ελάττωμα), άλλοι “έφυγαν”…». «Πού πήγαν;». «Πέθαναν, παιδάκι μου!». «Μεγαλώνουμε», παρατήρησα, «και μεγαλώνουν και οι απώλειες. Ωσπου να έρθει η σειρά μας». «Κουνήσου από τη θέση σου». «Μπα, δεν πιάνει…».
Πίσω στο σπίτι, αναλογιζόμουν την ανάγκη των ανθρώπων να διώχνουν με τον καινούργιο χρόνο ό,τι θεωρούν παλιό, επιβαρυντικό, ενοχλητικό, ό,τι τους τρομάζει. Δεν ήταν μόνο η Αννα και ο Κώστας, και εγώ ήθελα κάτι να κάνω, που να αποχαιρετά συμβολικά το παρελθόν και να σηματοδοτεί μια νέα αρχή. Ατζέντα δεν είχα, ώστε να διαγράψω τηλεφωνικά νούμερα, στο Facebook είχα αποφασίσει να κάνω αποδεκτές όλες τις αιτήσεις φιλίας και να μη διαγράφω ποτέ κανέναν (εκτός ακραίων περιπτώσεων). Το δικό μου ξεκαθάρισμα θα αφορούσε την οικοσκευή μου (και αυτό εποχή ανανέωσης σηματοδοτεί, όχι;), ξεκινώντας από την κουζίνα.
Οπου διαπίστωσα ότι ο υποφαινόμενος, που καμαρώνει ότι δεν μαζεύει άχρηστα πράγματα, σε αντίθεση με κάτι φίλες που έχουν μετατρέψει τα σπίτια τους σε παραρτήματα πολυκαταστημάτων, είναι ο βασιλιάς της σαβούρας αυτοπροσώπως. Δεδομένου ότι μαγειρεύω πλέον πολύ αραιά, οι 14 ξύλινες κουτάλες που ανέσυρα από τα συρτάρια μου είναι αριθμός υπερβολικός, όχι; Το ίδιο και οι 6 λεμονοστύφτες, τα 4 ανοιχτήρια για κονσέρβες, τα δεκάδες τάπερ… Οσο για τα 16 (!) βαριδάκια σε σχήματα φρούτων, αυτά που κρεμάμε στις γωνίες των τραπεζομάντιλων για να μην τα παίρνει ο αέρας, δεν μπορώ επ’ ουδενί να θυμηθώ για ποιον λόγο τα αγόρασα, καθώς ούτε τραπέζι στο μπαλκόνι βγάζω (δεν χωράει) ούτε τραπεζομάντιλο χρησιμοποιώ. Και αυτά είναι μερικά μόνο από τα μαραφέτια που ποτέ δεν χρησιμοποίησα, αγορές των εποχών που δεν υπολόγιζα το κάθε λεπτό του ευρώ.
Πέταξα ορισμένα, αποφάσισα να χαρίσω σε φίλους που θα τα εκτιμούσαν κάποια άλλα (π.χ. η σύριγγα με την οποία γλασάρεις τα μπισκότα – και τέτοια είχα, ενώ δεν έχω φτιάξει ποτέ μπισκότο – θα χρησίμευε πιθανώς στη Μάρω) και πέρασα στο υπόλοιπο σπίτι. Για να ανασύρω και από εκεί απίστευτα πράγματα
– μέχρι και ένα κερί σε σχήμα γυμνής γυναίκας. Ποιος διεφθαρμένος φίλος μού το είχε κάνει δώρο; Δεν μπορεί, το «έπαθλο» κάποιας φάρσας πρέπει να ήταν…
Οπως και να είχε, η γυμνή κατέληξε στην τεράστια σακούλα των σκουπιδιών όπου πετούσα ό,τι έκρινα ότι δεν μπορούσα να δωρίσω. Δύο τέτοιες γέμισα και είχα αρχίσει να γεμίζω την τρίτη, όταν μέσα σε ένα συρτάρι ανακάλυψα ένα παμπάλαιο χάρτινο κουτί από πούρα. Η εικόνα ήρθε ολοζώντανη μπροστά μου: Η από δεκαετίες πεθαμένη γιαγιά μου μού το έδωσε (δεν μπορώ να γνωρίζω πού το βρήκε, καθώς ούτε εκείνη ούτε ο παππούς κάπνιζαν) «για να φυλάς τις ζωγραφιές σου». Το άνοιξα και πράγματι μέσα ήταν μία ζωγραφιά μου! Η μοναδική που έχει απομείνει, καθώς δεν έχω κρατήσει τίποτε από τα παιδικά – μαθητικά χρόνια μου. Την κοίταξα επίμονα, προσπαθώντας να καταλάβω τι ήθελε να πει ο καλλιτέχνης. Τίποτα. Η αταλαντοσύνη μου έβγαζε μάτι.
Δίπλωσα το χαρτί και το έβαλα πάλι στο κουτί. Το έκλεισα, αφού πρώτα οσμίστηκα το εσωτερικό του (το συνηθίζω αυτό με τα παλιά πράγματα) αναζητώντας μια πιο έντονη αίσθηση από εκείνη την εποχή, όμως οι μυρωδιές της είχαν ξεθυμάνει. Εβαλα το κουτί στην άκρη, μακριά από τη σακούλα με τα άχρηστα. Θα το κρατούσα. Θα το κρατούσα; Σκέφτηκα ότι κάποτε, σε πολλά χρόνια ελπίζω, όταν θα πρέπει να με διαγράψουν και εμένα από τη σε χρώμα μπαλινέζικου αστερία (ή ό,τι άλλο) ατζέντα τους, εκείνος ή εκείνη που θα αναλάβει να αδειάσει το σπίτι μου ρίχνοντας οριστικά την αυλαία της ύπαρξής μου, αποκλείεται να αντιμετωπίσει με την ίδια συγκίνηση το κουτί των πούρων και το περιεχόμενό του. Θα είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που θα πετάξει.
Αποφάσισα, όσο σκληρό και αν ακούγεται, να τον προφτάσω. Το πέταξα εγώ. Γιατί όταν κάνουμε ξεκαθάρισμα, κάνουμε ξεκαθάρισμα. Κυρίως επειδή η ανάμνηση εκείνης της ημέρας, εκείνου του… ασήμαντου δώρου, και όσες άλλες αναμνήσεις χρειάζομαι για να υπάρχω παραμένουν ζωντανές χωρίς να έχουν ανάγκη «δεκανίκια του παρελθόντος». Συνέχισα την εκκαθάριση, αποφασισμένος να πετάξω όσο περισσότερα μπορούσα. Επρεπε, είπαμε, να κάνω χώρο για τη νέα χρονιά και για τις χρονιές που έρχονται.