Ξεχάστε τον φορολογικό γκρεµό. Το πραγµατικό πρόβληµα είναι το φορολογικό βουνό. Σύµφωνα µε το ΔΝΤ, η πρόκληση της µείωσης της σχέσης δηµοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ σε ένα ασφαλές επίπεδο βρίσκεται µπροστά στις περισσότερες ανεπτυγµένες οικονοµίες. Στην Ευρώπη κάποιες κυβερνήσεις που έδωσαν προτεραιότητα στη δηµοσιονοµική σταθεροποίηση ενώ οι οικονοµίες τους ήσαν ευάλωτες, τώρα πασχίζουν να επιστρέψουν στον δρόµο της ανάπτυξης. Εξακολουθούν να ανεβάζουν τους φόρους για να εξεύρουν έσοδα. Αλλά το αποτέλεσµα είναι ο στόχος της σταθεροποίησης να µοιάζει όλο και πιο άπιαστος.
Πόσες θα αντέξουν στον δρόμο αυτόν; Κάποιες εξ αυτών, ηθελημένα ή μη, ίσως καταφύγουν σε ανορθόδοξες θεραπείες του προβλήματος. Μπορεί να προκαλέσουν αύξηση του πληθωρισμού με διοικητικά μέτρα, ώστε να προσελκύσουν ιδιωτικές αποταμιεύσεις με υψηλά επιτόκια και να καλύψουν έτσι τις δαπάνες του κράτους ή να κρατήσουν χαμηλά τα επιτόκια των ομολόγων τους. Μπορούν επίσης να προχωρήσουν σε αναδιαρθρώσεις χρεών. Οι λύσεις αυτές είναι εναλλακτικές της αύξησης της φορολόγησης. Ωστόσο δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από αυτά που επιλύουν. Και, εν τέλει, υπάρχουν και άλλες μέθοδοι για να εξαναγκάσει κανείς τις σημερινές και τις μελλοντικές γενεές να σηκώσουν το βάρος του συσσωρευθέντος χρέους.
Το παράδειγμα της Ελλάδας έδειξε ότι οι προσπάθειες για μεγάλες δημοσιονομικές σταθεροποιήσεις μέσω της αύξησης της φορολόγησης και της μείωσης των δημοσίων δαπανών κινδυνεύουν να οδηγήσουν σε ανατροφοδότηση της ύφεσης και σε αδικαιολόγητα αλγεινές, καθ’ ότι άκαρπες, κοινωνικές θυσίες. Η υψηλή φορολόγηση απομακρύνει τις επενδύσεις, ενώ οι μειώσεις των κρατικών δαπανών διαβρώνουν τη λειτουργία των υποδομών και την Παιδεία. Και η εναλλακτική λύση του πληθωρισμού όμως καταλήγει στα ίδια αποτελέσματα, στο μέτρο που από τις ανατιμήσεις πλήττονται οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και όσοι δεν έχουν τη δυνατότητα να μετακυλίσουν το υψηλότερο κόστος των αγαθών που καταναλώνουν.
Από μια άποψη η αναδιάρθρωση του χρέους, ως πλήττουσα κυρίως τους ομολογιούχους, δηλαδή τις τράπεζες και τους «έχοντες και κατέχοντες», έχει μικρότερο κοινωνικό κόστος. Ο Τζον Μέιναρντ Κέινς τη χαρακτήρισε ως «ευθανασία του ραντιέρη». Από την άλλη πλευρά όμως η αναδιάρθρωση υπονομεύει το χρηματοοικονομικό σύστημα μιας χώρας στο σύνολό του. Κλονίζει τον ρόλο ενός κράτους ως ασφαλούς και αξιόπιστου εκδότη χρεογράφων.
Εν κατακλείδι, οι εναλλακτικές θεραπείες δημοσιονομικής σταθεροποίησης δεν είναι αναίμακτες. Μπορούν να συνδυαστούν μεταξύ τους και με τις κλασικές θεραπείες που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις, αλλά με μεγάλη προσοχή και φειδώ, ώστε το ισοζύγιο κόστους/οφέλους να είναι θετικό. Οι κυβερνήσεις πρέπει να αντιμετωπίζουν με γενναιότητα τη δημοσιονομική κατάσταση με την οποία έχουν να κάνουν και να αποφεύγουν το φλερτ με ιδέες που ίσως αποδειχθούν βλαπτικότερες των «παραδοσιακών», τρόπος του λέγειν. Το φρονιμότερο θα ήταν να υπάρχουν στο ράφι τα εναλλακτικά φάρμακα, αλλά οι κυβερνήσεις να τα χρησιμοποιούν μόνο για θεραπείες έσχατης καταφυγής.
Ο κ. Ζαν Πιζανί-Φερί είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Paris-Dauphine και διευθυντής του εδρεύοντος στις Βρυξέλλες Ινστιτούτου Bruegel.