Στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου (23-9-2012) μιλούσα για το φαινόμενο του θεωριακού ιμπρεσιονισμού που θάλλει στις λογοτεχνικές σπουδές μας (και όχι μόνο σε αυτές) τις τελευταίες δεκαετίες. Ελεγα ότι ο άκρατος θαυμασμός του θεωριακού μελετητή προς το θεωρητικό εργαλείο του τον έχει κάνει να μην μπορεί να δει όπως θα έπρεπε το έργο για το οποίο κάνει λόγο, με αποτέλεσμα ανάλογο με εκείνο της ιμπρεσιονιστικής κριτικής· ότι όπως ο ιμπρεσιονιστής κριτικός έτσι και ο θεωριακός κριτικός, αντί να μιλά για το έργο, μιλά για την περιπέτεια της ψυχής του κατά την περιπλάνησή του στο έργο, με τη διαφορά ότι το έργο αυτό είναι λιγότερο το λογοτεχνικό κείμενο για το οποίο (υποτίθεται ότι) μιλά και περισσότερο το θεωρητικό κείμενο μέσα από το οποίο βλέπει το λογοτεχνικό κείμενο.
Δύο είναι τα κυριότερα αποτελέσματα αυτής της πρακτικής: η αδιαφορία για την έρευνα, ως (υποτιθέμενη) εμμονή ενός στείρου θετικισμού, και τα απίστευτα πραγματολογικά λάθη που παράγονται από αυτή την αδιαφορία, τα οποία οδηγούν σε ασύστατες, έως και εξωφρενικές, εκτιμήσεις. Παραθέτω τρία δείγματα τέτοιων εκτιμήσεων, που δείχνουν τον βαθμό της παραμόρφωσης που έχει υποστεί από τον θεωριακό ιμπρεσιονισμό η διαχρονική εικόνα της λογοτεχνικής κριτικής μας:

«Βασικό χαρακτηριστικό της νεοελληνικής κριτικής είναι η απόρριψη κάθε αναλυτικού ή θεωρητικού στοιχείου». «Τον εμπειρισμό της νεοελληνικής κριτικής υπέθαλψε και η έλλειψη επαφής με την ευρωπαϊκή κριτική σκέψη. Η ελληνική κριτική στάθηκε επίμονα και ναρκισσιστικά έξω από τις εξελίξεις και τις συζητήσεις για τη λογοτεχνία που κατάκλυσαν την Ευρώπη». «Σε όλη την ιστορική της διαδρομή, από τον 19ο αιώνα έως σήμερα, η ελληνική λογοτεχνική κριτική δεν τόλμησε ποτέ να αμφισβητήσει την εγκυρότητα της εθνοκεντρικής εσωστρέφειάς της».
Ανοησίες σαν και αυτές, που διατυπώνονται από πανεπιστημιακούς καθηγητές και επαναλαμβάνονται από καλόπιστους μαθητές και εύπιστους κριτικούς των εφημερίδων, αποτελούν την κυρίαρχη σήμερα άποψη για τη νεοελληνική κριτική και έχουν αποκτήσει το κύρος του αυτονόητου. Χαρακτηρίζω τις εκτιμήσεις αυτές ανοησίες, γιατί η μελέτη της ιστορίας της νεοελληνικής κριτικής τις διαψεύδει τόσο ώστε να συμπεραίνει κανείς ότι οι άνθρωποι που τις πρωτοδιατύπωσαν ή δεν είχαν μελετήσει την ιστορία της λογοτεχνικής κριτικής μας ή, αν την είχαν μελετήσει, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσουν τη φυσιογνωμία της. Διότι ούτε η απόρριψη κάθε αναλυτικού ή θεωρητικού στοιχείου είναι βασικό χαρακτηριστικό της νεοελληνικής κριτικής, ούτε η κριτική αυτή απέφυγε την επαφή με την ευρωπαϊκή κριτική σκέψη, ούτε υπήρξε εθνοκεντρικά εσωστρεφής.
Απεναντίας. Αν υπάρχει ένα βασικό χαρακτηριστικό της νεοελληνικής κριτικής, αυτό είναι η συνεχής προσπάθεια επαφής και συνομιλίας με τα διαδραματιζόμενα στον ευρωπαϊκό κριτικό χώρο, και μάλιστα με μιαν εγρήγορση αξιοθαύμαστη, όταν σκεφτεί κανείς τις υλικές δυνατότητες υπό τις οποίες ετελείτο, και συνεχίζει ως έναν βαθμό να τελείται, αυτή η συνομιλία: την αδυναμία επαρκούς συμμετοχής, εξαιτίας της οθωμανικής υποδούλωσης, στα αναγεννησιακά και μεταναγεννησιακά πολιτισμικά δρώμενα· τον πληθυσμικό ολιγάριθμο και την ένδεια του νέου ελληνικού κράτους· τη γεωγραφική απόσταση του ελλαδικού χώρου από τα ευρωπαϊκά πολιτισμικά κέντρα.
Φαίνεται ότι από το μυαλό των ανθρώπων που περιγράφουν τη νεοελληνική κριτική με τα χωρία που παρέθεσα δεν έχει περάσει η σκέψη ότι μια σύγκριση μεταξύ πολιτισμικών παραδόσεων για να είναι σωστή πρέπει να είναι αναλογική· ότι η λογοτεχνική κριτική μιας χώρας όπως η Ελλάδα θα πρέπει να αξιολογείται με γνώμονα τις δικές της υλικές συνθήκες παραγωγής, όχι τις συνθήκες της γαλλικής, της βρετανικής ή της γερμανικής κριτικής –όχι δηλαδή με όρους ανιστορικούς. Και είναι ακριβώς η αναλογική σύγκριση εκείνο που δείχνει ότι η νεοελληνική κριτική όχι μόνο δεν αποδείχτηκε κατώτερη των ιστορικών συνθηκών και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες παράγεται η λογοτεχνική κριτική, αλλά κατόρθωσε να δώσει και έργα που υπερβαίνουν αυτές τις συνθήκες.
Δεν υπάρχει κριτικός από εκείνους που συνθέτουν τον ελληνικό κριτικό κανόνα (αλλά και από εκείνους που δεν έχουν ακόμη περιληφθεί σε αυτόν, γιατί το έργο τους δεν έχει μελετηθεί επαρκώς) που να μη βρίσκεται σε γόνιμη συνομιλία με τις εκάστοτε ευρωπαϊκές κριτικές αναζητήσεις (ακόμη και οι ελάχιστοι που εκφράζουν εθνοκεντρικές απόψεις αναπαράγουν ανάλογες ευρωπαϊκές ιδέες). Οι Κοραής, Σολωμός, Ασώπιος, Στάης, Παλυλάς, Ζαμπέλιος, Ροΐδης, Βλάχος, Παλαμάς, Ξενόπουλος, Αποστολάκης, Φώτος Πολίτης, Αυγέρης, Παράσχος, Αγρας, Δημαράς, Σεφέρης, Ελύτης, Βαρίκας, Νικολαρεΐζης, Κάλας, για να αναφέρω τους πιο γνωστούς από τους πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και όλοι οι έπειτα από αυτόν ως σήμερα σημαντικοί κριτικοί καθιστούν κενολογία τις επί του θέματος βεβαιότητες των θεωριακών κριτικών· όπως κενολογία είναι η βεβαιότητά τους ότι η απόρριψη κάθε αναλυτικού ή θεωρητικού στοιχείου είναι βασικό χαρακτηριστικό της νεοελληνικής κριτικής. Η μελέτη του πλήθους των βιβλίων Ποιητικής και Ρητορικής του 19ου αιώνα (που είναι βιβλία θεωρίας της λογοτεχνίας), και των κριτικών εφαρμογών τους στα λογοτεχνικά έργα της εποχής, όπως και η μελέτη των κριτικών έργων του 20ού αιώνα, δείχνει ότι η κριτική μας, καθώς ακολουθεί αδιαλείπτως τις ευρωπαϊκές θεωρητικές εξελίξεις, δεν είναι, αναλογικά, λιγότερο θεωρητική από την ευρωπαϊκή κριτική.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ