Το βιβλίο της «Γεύση από κουκούτσι μήλου» (μτφ. Γιώτα Λαγουδάκου, εκδ. Καστανιώτη) παρουσιάστηκε στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη αυτή την εβδομάδα, και η Χάγκενα, κάτοικος Αμβούργου, μητέρα δύο παιδιών, συγγραφέας που έχει στο ενεργητικό της παιδικά βιβλία, καθώς και μελέτες για τον Τζέιμς Τζόις, πέρασε μερικά 24ωρα στην Ελλάδα. Ως συγγραφείς, αυτό που μας έφερε κοντά ήταν η κοινή μας αίσθηση ότι η πρώτη πατρίδα την οποία γνωρίζει κανείς είναι η οικογένεια. Και ότι στο σπίτι πρωτομαθαίνουμε την εξουσία, τη μυστικοπάθεια, τον φόβο.

Η αφηγήτριά της δεν είναι σίγουρη αν πρέπει να αποδεχθεί το σπίτι που της κληροδοτεί η γιαγιά της. Προκειμένου να αποφασίσει, περνάει μερικές μέρες στο χωριό και εκεί συναντάει το οικογενειακό παρελθόν της – τα μυστικά και τα ψέματα κάθε οικογένειας. Στο βάθος, η Ιστορία: ο πόλεμος, τα αμερικανικά στρατόπεδα αποναζιστικοποίησης και ένας παππούς που, για να μη θυμάται τη γενοκτονία των εβραίων, γράφει ποιήματα για τις λίμνες και την αποδημία των πελαργών.

Λέω στη Χάγκενα ότι η γερμανικότητα στο βιβλίο της βρίσκεται στις μικρές λεπτομέρειες: στην τραχιά σιζάλ μοκέτα που τσιμπάει τις πατούσες. Στους ιδιοκτήτες σκύλων που διασταυρώνονται νωρίς το πρωί στις όχθες μιας λίμνης. Και εκείνη με αποστομώνει μιλώντας μου για τη δική της ελληνικότητα, όπως τη βίωσε έφηβη στη Θεσσαλονίκη και στη Λέσβο.

«Θυμάμαι πολύ καλά εκείνη την εποχή. Είχα ταξιδέψει χωρίς τους γονείς μου και ένιωθα ελεύθερη. Γνώρισα μια κοπέλα, τη Σούλα, μου έμαθε μερικές ελληνικές λέξεις. Μια μέρα βρέθηκα σ’ ένα νεκροταφείο στη Θεσσαλονίκη. Ημουν μόνη, κατάμονη, πλήρης άπνοια και το χώμα ξερό. Ξαφνικά κάτι σύρθηκε δίπλα μου: ήταν μια τεράστια χελώνα που κινούνταν αργά στην άνυδρη γη. Μια μαγική στιγμή».

Στη Λέσβο, ο θείος της, Ελληνας της Μικράς Ασίας, είχε κληρονομήσει ένα σπίτι: «Με τη θεία μου, ξαδέλφη του πατέρα μου, επισκέπτονταν κάθε καλοκαίρι το σπίτι στον Μόλυβο και σιγά σιγά το επισκεύαζαν. Με γνώρισαν στους ελληνες φίλους τους. Μου τσιμπούσαν όλοι τα μάγουλα, ώσπου να γίνουν κατακόκκινα. Ελεγαν “ti oraio” και μαγείρευαν υπέροχα. Η θάλασσα ήταν καταγάλανη, καμία σχέση με τη δική μας Βόρεια Θάλασσα. Ο έλληνας θείος μου ήταν έξυπνος, ζεστός άνθρωπος, τρομερά αστείος και ήξερε να σχεδιάζει. Εφτιαχνε καρικατούρες. Με ζωγράφισε και εμένα, τρομερά άσχημη και αστεία – και δυστυχώς αναγνωρίσιμη! Εβαλε τα γέλια όταν είδε την απογοήτευσή μου, αλλά ταυτόχρονα προσπάθησε να μου εξηγήσει ότι αυτό ακριβώς είναι η καρικατούρα».

Tι σημαίνει να γράφεις το πρώτο σου μυθιστόρημα; Μήπως και πάλι ζωγραφίζεις μια αστεία ή τρομακτική εκδοχή του εαυτού σου; «Οι λεγόμενες αληθινές ιστορίες με κάνουν να πλήττω – πιστεύω στην αλήθεια της μυθοπλασίας. Η μυθοπλασία είναι απελευθερωτική εμπειρία. Υπάρχει μια ιστορία μέσα σου και θέλεις να μετατρέψεις σε λέξεις, να της δώσεις ρυθμό και δομή. Το αυτοβιογραφικό υλικό, ό,τι έζησα, διάβασα, άκουσα, υπάρχει, αλλά αποκτά δική του ζωή όταν εισδύει σε μια ιστορία».

Στο βιβλίο σας ο καθένας αγαπάει κάποιον, αλλά δεν αγαπιέται. Η ατυχία στον έρωτα πιστεύετε ότι είναι μια ρομαντική επιλογή, ένα είδος μοίρας, ή αυτό που στην ψυχανάλυση ονομάζεται «επαναλαμβανόμενο μοτίβο»; «Ολα μαζί. Νομίζω ότι αν μπορούσα να δώσω μια σαφή απάντηση, θα ήμουν σοφή και θα σταματούσα αυτομάτως να γράφω. Δεν θα υπήρχε πια ανάγκη για ιστορίες».

Η αφηγήτρια κληρονομεί το σπίτι της γιαγιάς της. Εσείς, βέβαια, χρησιμοποιείτε το σπίτι ως σύμβολο, αλλά, ξέρετε, αυτόν τον καιρό η αποδοχή κληρονομιάς στην Ελλάδα συνδυάζεται σχεδόν αποκλειστικά με την Εφορία, οπότε η ανάγνωση του βιβλίου από έναν Ελληνα θα είναι διαφορετική. Σας απασχολούν αυτές οι διαφορετικές, φορτισμένες αναγνώσεις; «Η μεγαλύτερη ικανοποίηση για έναν συγγραφέα είναι αυτή ακριβώς η πληθώρα ερμηνειών. Το έργο είναι πάντα πιο ευφυές από τον δημιουργό του. Και εγώ, ως συγγραφέας, προσπαθώ να υπαινιχθώ όσο περισσότερες διαστρωματώσεις νοήματος γίνεται. Κάποιος άλλος θα βλέπει στο κείμενό μου διαρκώς κάτι που εγώ δεν έχω δει. Και θα έχει δίκιο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο διαβάζουμε και θαυμάζουμε ακόμη συγγραφείς όπως ο Ομηρος, παρ’ ότι δεν γνωρίζουμε τίποτε για τη ζωή του».

Στο βιβλίο σας περιγράφετε τη ζωή μιας γερμανικής οικογένειας – τρεις γενιές, από τον πόλεμο ως τις μέρες μας. Πώς θα περιγράφατε την κλασική γερμανική οικογένεια; «Δεν έχω ιδέα τι θα πει κλασική γερμανική οικογένεια. Δεν ξέρω καν αν υπάρχει. Οσο μεγαλώνω, τόσο πιο απρόθυμα αντιδρώ στις γενικεύσεις. Περισσότερο με ενδιαφέρουν οι χαραγματιές της δήθεν φυσιολογικής επιφάνειας, τα μυστικά, ό,τι κρυμμένο και ξεχασμένο».

Λέτε «ξεχασμένο» και σκέφτομαι ότι η λέξη-κλειδί στο βιβλίο σας είναι το ρήμα «θυμάμαι». «Αν σε ένα γεγονός έχεις δύο μάρτυρες, έχεις δύο διαφορετικές ιστορίες. Και δέκα χρόνια αργότερα, οι ίδιοι άνθρωποι θα έχουν να σου διηγηθούν μια άλλη ιστορία. Ο χρόνος αλλάζει τις αναμνήσεις. Αρχίζεις να μην τις εμπιστεύεσαι. Στο βιβλίο μου η λήθη, και όχι η μνήμη, σμιλεύει τους χαρακτήρες. Ο καθένας τους έχει τον δικό του τρόπο να ξεχνάει».

Με ποιον τρόπο ξεχνάει η δική σας γενιά στη Γερμανία; Κάποια στιγμή στο βιβλίο η ηρωίδα προσπαθεί να ξύσει τη λέξη «ναζί» από ένα κοτέτσι χρησιμοποιώντας μια πέτρα. Τι σημαίνει να είσαι Γερμανός στη σημερινή Ευρώπη; «Πρέπει να ζήσουμε με το παρελθόν μας και το κάνουμε πολύ συνειδητά. Δεν νομίζω ότι υπάρχουν Γερμανοί που δεν ζουν με αυτή την επίγνωση. Το να είσαι Γερμανός στη σημερινή Ευρώπη σημαίνει να ζεις με ένα αίσθημα μεγάλης ευθύνης».

Και τι θα λέγατε για άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ελλάδα, που εξαιτίας της κρίσης ανέχονται την επανεμφάνιση φασιστικών κομμάτων; Με άλλα λόγια, γιατί επιλέγουμε να ξεχάσουμε; «Οταν οι άνθρωποι είναι απελπισμένοι και αισθάνονται ότι έχουν περιέλθει σε μια πολύ άσχημη κατάσταση, για την οποία δεν ευθύνονται, γίνονται εύκολα βορά του εθνικισμού. Η δημοτικότητα τέτοιων ομάδων οφείλεται στο γεγονός ότι προσφέρουν τις πιο απλοϊκές απαντήσεις στα πιο περίπλοκα διλήμματα. Και η πιο εύκολη απάντηση είναι πάντα η ύπαρξη εξιλαστήριου θύματος, κάποιου που φταίει. Η απόγνωση των ανθρώπων δίνει σε αυτές τις ομάδες δύναμη και επικινδυνότητα. Συνέβη σε μας, συμβαίνει κι αλλού. Το ιδανικό θα ήταν να μάθαιναν και οι άλλοι από τα δικά μας σφάλματα. Αλλά εδώ είναι δύσκολο να διδαχτούμε εμείς από τα δικά μας σφάλματα – πόσω μάλλον από τα λάθη των άλλων».

Αναφέρεστε όμως κι εσείς στην πατρίδα. Περιγράφετε το μέρος όπου βρίσκονται η γη, το σπίτι, η καρδιά της μητέρας, όπως γράφετε. Ωστόσο, είναι σαν να μας ζήτησαν να αδιαφορήσουμε για τη χώρα μας, προς όφελος μιας κοινής ευρωπαϊκής συνείδησης, και τώρα να μας ζητούν να νοιαστούμε. «Δεν αναφέρομαι στην πατρίδα στο βιβλίο μου. Το “Heimat” είναι μια λέξη που δεν μεταφράζεται επακριβώς, χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν απόλυτα προσωπικό τόπο, τις ρίζες, την αίσθηση του ανήκειν. Και πιστεύω πως όσο ο κόσμος ομογενοποιείται, τόσο περισσότερο χρειαζόμαστε τον ιδιαίτερο τόπο μας. Συναισθηματικά δεν μπορείς να ταυτιστείς με κάτι τόσο ετερογενές όσο η Ευρώπη – και γιατί άλλωστε; Ταυτόχρονα μπορείς να πιστεύεις στην ενωμένη Ευρώπη, στη διατήρηση της ειρήνης».

Γράφετε ότι το να διαβάζεις είναι σαν να συλλέγεις. Εξελίσσεται η ανάγνωση σε επικίνδυνη συνήθεια; Πιστεύετε ότι κάποια μέρα θα εξαφανιστεί; «Η γερμανική λέξη για την ανάγνωση είναι η ίδια που χρησιμοποιούμε και για τη συλλογή. Προέρχεται από το λατινικό απαρέμφατο “legere”. Και ναι, η ανάγνωση ήταν ανέκαθεν επικίνδυνη. Προσφέρει κατανόηση, ανακάλυψη, αλήθεια και ομορφιά. Δεν πιστεύω πως θα εξαφανιστεί. Ισως, πάλι, να είμαι αφελής. Ή αισιόδοξη. Που είναι μάλλον το ίδιο πράγμα».