Mια φορά και έναν καιρό σε μια χώρα φωτεινή γεννήθηκε ένα μικρό και όμορφο κοριτσάκι που η μοίρα είχε προικίσει με ένα ξεχωριστό χάρισμα,να σκορπά με ένα χαμόγελο της μια αχτίδα φωτός.Οι γονείς της της έδωσαν το όνομα Ελπίδα…

Οι μέρες κυλούσαν γρήγορα και η μικρή Ελπίδα μεγάλωνε σιγά σιγά σε ένα κόσμο που ευημερούσε ανάμεσα σε παιδιά που έτρεχαν ξέγνοιαστα στους δρόμους και δίπλα σε ανθρώπους ήσυχους,εργατικούς που χαίρονταν τη ζωή.Κάθε φορά που έπεφτε σηκωνόταν,κάθε φορά που έβλεπε δάκρυα τα κρατούσε στα δάχτυλα της μέχρι να στεγνώσουν,κάθε φορά που συνέβαινε κάτι κακό εκείνη δεν λύγιζε αλλά χαμογελούσε..Δυστυχώς μια μέρα όλα άλλαξαν..Σκοτεινά σύννεφα συσσωρεύτηκαν στον ουρανό και έκρυψαν τον ήλιο,βυθίζοντας την πόλη στο σκοτάδι.

Εκείνη τη μέρα η Ελπίδα δεν είχε ξυπνήσει απο τις ακτίνες του ήλιου που είχαν καταφέρει να τρυπώσουν απο τις κουρτίνες του δωματίου της,αλλά απο τις φωνές της ανήσυχης και τρομοκρατημένης μητέρας της.Η Ελπίδα πλησίασε το παράθυρο και αντίκρισε μια άλλη πόλη,σκοτεινή,άχρωμη,λυπημένη.Τα παιδιά της γειτονιάς δεν έπαιζαν στους δρόμους,οι μικροπωλητές δεν είχαν στήσει τους πάγκους τους στην αγορά,τα παράθυρα και οι πόρτες των σπιτιών ήταν κλειστά.Ερημιά,φόβος,λύπη.

Το ίδιο σκηνικό κυριαρχούσε για μήνες.Έμοιαζε με έναν εντυπωσιακό πίνακα που κάποιος έριξε μαύρη μπογιά,σβήνοντας τη μαγεία.Η χαρά είχε χαθεί πίσω απο τα σύννεφα μαζί με τον ήλιο.Η πόλη είχε αδειάσει,οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν πάρει τον δρόμο της φυγής.Όλοι εκτός απο την Ελπίδα.Όταν οι άλλοι έτρεχαν μακριά,εκείνη έτρεχε να βρεί ξύλα για να ζεσταθεί,ψωμί για να φάει,παιχνίδια για να παίξει.Όταν οι άλλοι έκλαιγαν εκείνη γελούσε.Κάθε φορά που έβγαινε απο το σπίτι έβλεπε γύρω της ανθρώπους εξασθενημένους,χαμένους που αργοπέθαιναν απο την πείνα,ένα ζευγάρι θλιμμένα μάτια που της έλεγε να σταματήσει να προσπαθεί,να αγωνίζεται για το μέλλον της.Εκείνη όμως θύμωνε και προσπαθούσε ακόμη περισσότερο.Έπρεπε να παραμείνει ζωντανή για να δεί τον ήλιο να ξεπροβάλλει ξανά.Όταν ο κόσμος της θα αναγεννιόταν εκείνη έπρεπε να είναι εκεί..

Όχι,η Ελπίδα δεν πέθανε.Άναβε το κερί της και περίμενε..Περίμενε μέχρι να δεί μια αχτίδα φωτός…Το αισθανόταν δεν θα αργούσε..Έτσι συνέχιζε να ζεί με το χαμόγελο της να λάμπει μέσα στο σκότάδι…