Ίσα που κάθισε να ξαποστάσει κι ακούμπησε στο τραπέζι το κουρασμένο, ροζιασμένο χέρι του. Είδε ένα χαρτί έξω από το φάκελο και το πήρε μπροστά του! Αμέσως, το πέταξε με νεύρο κάτω .Συλλογισμένος σηκώθηκε ,πήρα τα πρεσβυωπικά του ματογυάλια και πριν καθίσει έσκυψε και το πήρε μονολογώντας: αφού είσαι από τη ΔΕΗ έφερες και το χαράτσι ,δε θέλω να σε βλέπω, δε θέλω να σε διαβάσω, τ’ ακούς ,στο διάβολο κι εσύ κι αυτοί ,που μας κατάντησαν έτσι!

Έβαλε τα γυαλιά και το μάτι του πήγε στο σύνολο του λογαριασμού. -170!Τόσα θέλετε ε, από μένα τον κοψομεσιασμένο, και πώς θα πάρω φάρμακα να ανασηκώσω τη μέση μου! Μιαν αλοιφή παίρναμε και ξεπέσαμε στα γιατροσόφια! Καήκαμε ρε, να βάζουμε πάλι κεραμίδες !Κεραμίδες ζεσταμένες έβαζε ο παππούς μου Πόσοι από σας κοιλαράδες, στερηθήκατε τα φάρμακα που μας στερήσατε; Πόσοι πεινάτε ,πόσοι φοράτε αποφόρια !Μας πλάκωσε πάλι η κουτσαμάρα, κι εμάς και τα εγγόνια μας ακόμα, κουτσοδόντηδες, κουτσοπόδαροι, κουτσοχέρηδες, χώρια που κλειστήκαμε στα σπίτια μας απ’ τις αναπαραδιές!

170!Τόσα θέλετε ε, θέλτε και τριάντα απ’τα τρακόσια,θέλτε και τα χωράφια μου όλα ,τον ιδρώτα μου!Εκεί μας φτάσατε ,αγιογδύτες, να πουλάμε το βιος μας γιατί θέλτε να το ξαναγοράσουμε με το φόρο σας! Ντροπήηηηη! Για λίγο σώπασε. Πλησίασα αργά και κάθισα κοντά του.

Από τη χαμηλωμένη ματιά του έσταζε λύπη, από τα κλειστά του χείλη ,φαρμάκι. Ξανασηκώθηκε για τελευταία φορά ! -Δε σας ξαναπληρώνω ,εσείς θα ξουρίστε και τους σπανούς!

Το κύκνειο άσμα του! Πόσο με θλίβει που το σκέφτομαι!